Γαλλία: Ψυχραιμία στις μετοχές, στρες στα ομόλογα
Shutterstock
Shutterstock

Γαλλία: Ψυχραιμία στις μετοχές, στρες στα ομόλογα

H παραίτηση του Γάλλου Πρωθυπουργού μόλις 27 ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και λίγες ώρες μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης, αναδεικνύει για άλλη μια φορά πόσο δύσκολη είναι η ψήφιση ενός προϋπολογισμού που θα μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα σε μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης.

Ο Λεκορνί άλλωστε δικαιολόγησε την παραίτηση του στην αδιαλλαξία από μέρους των πολιτικών κομμάτων όσον αφορά τον προϋπολογισμό του 2026. (σ.σ: Σημειωτέον ότι η νέα σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου ήταν αυτή που προκάλεσε αντιδράσεις τόσο από την πλευρά των αντιπάλων του, όσο και από συμμάχους που εξέφρασαν ερωτήματα γύρω από τη διάρκεια που θα μπορούσε να έχει το σχήμα).

Αν και ο Λεκορνί εν συνεχεία συμφώνησε να διαπραγματευτεί έναν τρόπο σταθεροποίησης της κυβέρνησης μέσα στις επόμενες 48 ώρες - δεν θα επαναδιοριστεί πρωθυπουργός αλλά θα είναι μόνο διαπραγματευτής προκειμένου να υπάρξει μια νέα κυβέρνηση που δεν θα πέσει με την πρώτη - εντούτοις η Γαλλία για άλλη μια φορά βρίσκεται μπροστά σε πολιτικό αδιέξοδο με ένα έλλειμμα άνω του 5% του ΑΕΠ και ένα χρέος διογκωμένο - άνω του 114% ο λόγος Χρέους/Αεπ - να μην αφήνουν πολλά χρονικά περιθώρια πλέον, καθώς το ασφάλιστρο κινδύνου των γαλλικών κρατικών ομολόγων συνεχίζει να διευρύνεται και υπάρχουν όρια «απασφάλισης» που καλό είναι να μην τεσταριστούν.

Παρά τη «δύσκολη» εικόνα, εντούτοις οι περισσότεροι χρηματιστηριακοί δείκτες πλην του γαλλικού επέδειξαν χθες χαρακτηριστική ψυχραιμία. 

Ίσως γιατί η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη. Πολλοί πολιτικοί αναλυτές είχαν εκ προοιμίου προεξοφλήσει ότι μια επιλογή του Μακρόν από τον δικό του χώρο, όπως ο Λεκορνί, θα ήταν καταδικασμένη να μη μακροημερεύσει, όπως ακριβώς συνέβη με τον Μπαρνιέ από το LR ή τον Μπαϊρού από το MoDem. (σ.σ: Θυμηθείτε σχετική ανάλυση εδώ). 

Ίσως γιατί υπάρχει η κρυφή προσμονή ότι ο Μακρόν θα κατανοήσει ότι δεν υπάρχει νόημα ενός πρωθυπουργού από τον πολιτικό χώρο του και θα προχωρήσει σε μια πιο βιώσιμη λύση διορίζοντας κάποιον από την αριστερή συμμαχία –NFP- ή ένα νέο πρόσωπο, εκτός πολιτικής σκηνής, που θα προέρχεται από την κοινωνία των πολιτών ή την επιχειρηματική σκηνή.

Η αλήθεια είναι ότι ένας υποψήφιος από το αριστερό κέντρο, θα είχε ίσως περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει την υποστήριξη των Σοσιαλιστών. Βέβαια αυτή η στρατηγική δεν στερείται κινδύνων καθώς μπορεί να χάσει την υποστήριξη των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικάνων. 

Όμως να υπενθυμίσουμε ότι από μια συνεργασία με τους Σοσιαλιστές ίσως προέκυπτε μια βιώσιμη κυβέρνηση, προοπτική για τη οποία αξίζει να κάνει μια προσπάθεια ο Γάλλος Πρόεδρος, ακόμα και αν οι Σοσιαλιστές επιμένουν να βάλουν τους δικούς τους όρους στο τραπέζι. 

Όπως και να έχει για ένα μεγάλο κομμάτι αναλυτών το πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας προκύπτει από το γεγονός ότι ο Μακρόν αγνοεί στην ουσία την λαϊκή εντολή του 2024 που ανέδειξε την Μαρί Λεπέν και τον Μελανσόν και διορίζει πρωθυπουργούς από τον δικό του χώρο.  

Μια αλλαγή πλεύσης λοιπόν ίσως να είναι η απάντηση στο πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας. Άλλωστε και το ιστορικό παράδειγμα προκρίνει να δοκιμαστεί η πολιτική συγκατοίκηση ως λύση στο πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας.(σ.σ:Περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε εδώ).

Όπως και να έχει, αξίζει τον κόπο, καθώς η επόμενη εναλλακτική είναι να προκηρύξει ο Μακρόν πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Εθνικός Συναγερμός και οι σύμμαχοί του θα κερδίσουν τις περισσότερες ψήφους, φτάνοντας στο 33%-34%, ποσοστό ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με το 2024. Με τον αριστερό συνασπισμό δε πιο κατακερματισμένο φέτος, ο Εθνικός Συναγερμός δεν αποκλείεται να κερδίσει περισσότερες έδρες, ακόμη και με το ίδιο ποσοστό ψήφων.

Η Βarclays πάντως εκτιμά ότι ακόμα και αν αποφύγουμε τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές τώρα, λίγο πριν από το τέλος του έτους είναι ίσως το πιο πιθανό σενάριο. 

Η Capital Economics από την άλλη δεν αποκλείει ο Μακρόν να προβεί σε μια σπάνια κίνηση και να καλέσει πρόωρες προεδρικές εκλογές.(σ.σ: Σενάριο που θεωρεί «αδύνατο» η Βarclays). Στην περίπτωση αυτή, η Μαρίν Λε Πεν δεν θα μπορούσε να είναι υποψήφια, και το κόμμα θα υποστηρίξει τον Ζορντάν Μπαρντελά.

Το κρίσιμο διακύβευμα είναι στην αγορά χρέους

Στον απόηχο των τελευταίων εξελίξεων, οι μετοχές στη Γαλλίας δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις με τον δείκτη CAC 40 να καταφέρνει τουλάχιστον να μειώσει ελαφρώς τις απώλειες από το 2% στο 1,36%. 

Στο επίκεντρο των πιέσεων οι τραπεζικές μετοχές, με τις BNP Paribas, Societe Generale και Credit Agricole να κατρακυλούν 4% - 5% για να κλείσουν με πτώση 3.21%, 4.23% και 3,43% αντίστοιχα.

Την ίδια ώρα, οι αποδόσεις των γαλλικών 10ετών ομολόγων σκαρφάλωσαν έως και 9 μονάδες βάσης στο 3,6%, με το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων να διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 2024. Εν τέλει «μαζεύτηκαν» ελαφρώς και η απόδοση τους έκλεισε στο 3,5710% , ίδια με εκείνη των ιταλικών 10ετών.

Η εξέλιξη αυτή έχει τη σημειολογία της. Βλέπετε, παρά το γεγονός ότι η Ιταλία έχει υψηλότερη αναλογία χρέους από τη Γαλλία, εν τούτοις βρίσκεται σε μια πιο σταθερή πορεία, χάρη στο μικρότερο δημοσιονομικό έλλειμμα της κυβέρνησης. 

Αντίθετα, για τη Γαλλία οι προοπτικές δεν είναι καλές, καθώς το πολιτικό αδιέξοδο και η αδυναμία να κατατεθεί ο προϋπολογισμός του 2026 δημιουργούν μια δυσοίωνη προοπτική, με το δημοσιονομικό έλλειμμα της κυβέρνησης να αναμένεται να παραμείνει διευρυμένο και την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ να συνεχίσει να αυξάνεται.

Ξεχωριστή σημειολογία έχει και κάτι άλλο. Παρά το γεγονός ότι οι πιέσεις στο γαλλικό χρηματιστήριο δεν είχαν ιδιαίτερο βαθμό μετάδοσης στις υπόλοιπες αγορές, στην αγορά χρέους δε συνέβη το ίδιο. Έτσι ενώ το πρωί μόνο η γαλλική 10ετία ήταν στις καλένδες, εντούτοις μέχρι το μεσημέρι το στρες στην αγορά χρέους είχε «αγκαλιάσει» ουκ ολίγες εκδόσεις με ιδιαίτερες πιέσεις στα ιταλικά, ελληνικά και βέλγικα ομόλογα.

Αν και ο κίνδυνος μετάδοσης σε άλλες χώρες είναι περιορισμένος και επιπλέον η Στρατηγική Προστασίας Μετάδοσης -Transmission Protection Instrument- της ΕΚΤ προσφέρει ένα αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας για τις αγορές ομολόγων, εντούτοις στις αγορές χρέους η επενδυτική όρεξη «κόπηκε» μέσα από την προοπτική η οικονομική κατάσταση στη Γαλλία να περιορίσει την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, η οποία αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη τα επόμενα χρόνια.

Άλλωστε όπως θα δούμε αύριο η Γαλλία δεν είναι η μόνη χώρα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια αναντιστοιχία μεταξύ των υπερφορτωμένων δημόσιων οικονομικών και ενός κουρασμένου εκλογικού σώματος με μικρή όρεξη για περικοπές στον προϋπολογισμό.

Οι υψηλότερες αποδόσεις άσκησαν επίσης  πίεση στο ευρώ-δολάριο βραχυπρόθεσμα, ενώ σύμφωνα με πολλούς αναλυτές ,δημιουργείται επιφυλακτικότητα γύρω από τα ευρωπαϊκά περιουσιακά στοιχεία λόγω των δευτερογενών επιπτώσεων από το πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας.

Ενδεικτικές είναι οι προειδοποιήσεις που απηύθυναν χθες και οι οίκοι αξιολόγησης .

Ο οίκος αξιολόγησης Fitch, που τον περασμένο μήνα «στέρησε» το διπλό Α στην πιστοληπτική αξιολόγηση της Γαλλίας, ανέφερε ότι το εξαιρετικά αβέβαιο πολιτικό σκηνικό αναδεικνύει το περιορισμένο περιθώριο για ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει αυτή τη στιγμή η χώρα. 

Πιο συγκεκριμένα η Fitch εκτιμά ότι «Η αποτυχία εφαρμογής μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης ή η επίμονη αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, που διατηρεί το δημόσιο χρέος σε ανοδική τροχιά μεσοπρόθεσμα, θα μπορούσε να αυξήσει την αρνητική πίεση στην αξιολόγηση».

Η S&P Global με τη σειρά της παρέπεμψε στην ανάλυση που δημοσίευσε τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες δαπάνες της Γαλλίας, που ανέρχονται στο 57% του ΑΕΠ, είναι οι υψηλότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα που αξιολογεί παγκοσμίως.

Ο ευρωπαϊκός οίκος αξιολόγησης Scope, ο οποίος έχει αρνητικές προοπτικές για τη βαθμολογία AA-, επίσης επικεντρώθηκε στις επίμονες πολιτικές δυσκολίες.


[email protected]

Aποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.