Στο επίμαχο ζήτημα της βίας στους χώρους των ελληνικών πανεπιστημίων, ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με χαρακτηριστική ασάφεια, αποσπασματικότητα και πολιτική φόρτιση. Οι προσφάτως διατυπωθείσες θέσεις περί επιβολής προστίμων, αποβολών ή μετακύλισης της ευθύνης στους πρυτάνεις, δεν συνιστούν μόνον τεχνικές λύσεις αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, αλλά και μια ηχηρή παραίτηση του κράτους από έναν εκ των θεμελιωδών συνταγματικών του ρόλων, την εγγύηση της δημόσιας ασφάλειας και την κατοχύρωση της έννομης τάξης στον δημόσιο χώρο.
Υπό το πρίσμα της θεωρίας του Max Weber, το κράτος συγκροτείται ως η πολιτική οντότητα που διαθέτει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας εντός των ορίων του. Η εκούσια παραίτηση από αυτό το προνομιακό πεδίο κρατικής κυριαρχίας, με την ανάθεση του σε θεσμούς εξ ορισμού ακατάλληλους, όπως τα ακαδημαϊκά όργανα, συνιστά διοικητικό ελιγμό υπό το βάρος πολιτικού κόστους. Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε μια σιωπηλή αναθεώρηση του ίδιου του κοινωνικού συμβολαίου, όπου το κράτος παύει να ενσαρκώνει την auctoritas - το θεσμικό κύρος.
Αντί να λειτουργεί ως θεσμικός φορέας νομιμοποίησης και εγγυητής του δημόσιου συμφέροντος, το κράτος διολισθαίνει σε έναν ρόλο τεχνικού διαχειριστή εκτάκτων περιστάσεων· μιά ποιοτική μετατόπιση που δεν αποτελεί διοικητική αναδιάταξη, αλλά βαθιάς τάξεως μεταβολή με σοβαρές πολιτικές συνέπειες.
Το Άρθρο 5 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου στην αυτοδιάθεση και εγγυάται την προστασία της ζωής και της προσωπικής του ασφάλειας ως ακρογωνιαίους λίθους του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το δε Άρθρο 16 προσδιορίζει την παιδεία ως δημόσιο αγαθό υπαγόμενου στην εποπτεία της Πολιτείας, και θεμελιώνει το αυτοδιοίκητο των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως αναγκαία προϋπόθεση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Ωστόσο, η αρχή του αυτοδιοίκητου δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως θεσμική ασπίδα έναντι της κρατικής ευθύνης· δεν αναιρεί, ούτε υποκαθιστά την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται την έννομη τάξη και τη δημόσια ασφάλεια εντός του πανεπιστημιακού χώρου, ο οποίος παραμένει αναπόσπαστο τμήμα του δημόσιου πεδίου εφαρμογής του δικαίου.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας συνιστά αναπόσπαστο πυρήνα της συνταγματικής αποστολής του κράτους, ο οποίος δεν μπορεί να τεθεί σε αναστολή, ούτε να μετακυλισθεί σε θεσμούς περιορισμένης εξουσίας. Αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι η απουσία κρατικής παρέμβασης σε περιπτώσεις κινδύνου εντός δημόσιων ιδρυμάτων μπορεί να συνιστά παραβίαση του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ - δικαίωμα στη ζωή.
Η ερμηνευτική σύγκλιση ανάμεσα στη συνταγματική κατοχύρωση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων και στην αδιαίρετη ευθύνη του κράτους για τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας αναδεικνύει τη θεσμική αρχή, ότι η αυτονομία δεν ισοδυναμεί με θεσμική αυτάρκεια, ούτε η ελευθερία με θεσμική ασυδοσία.
Όπως επισημαίνεται στη θεωρία της συστηματικής ερμηνείας του Συντάγματος, οι επιμέρους διατάξεις δεν μπορούν να απομονώνονται, αλλά νοούνται ως οργανικά μέρη ενός ενιαίου κανονιστικού σώματος, το οποίο διέπεται από εσωτερική συνοχή.
Υπό το φως αυτής της προσέγγισης, η παρουσία του κράτους εντός των πανεπιστημίων ως εγγυητή της τάξης και της ασφάλειας δεν αντίκειται στην αρχή του αυτοδιοίκητου· αντιθέτως, το θεμελιώνει ως λειτουργική και νομιμοποιημένη έκφανση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, εντός ενός ευρύτερου πλαισίου συνταγματικής αρμονίας.
Η πρυτανική αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4957/2022, φέρει την ευθύνη της διοικητικής λειτουργίας και του οργανωτικού συντονισμού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, χωρίς να νομιμοποιείται, ούτε θεσμικά ούτε ουσιαστικά, να ασκεί κατασταλτικές αρμοδιότητες σε περιπτώσεις εγκληματικής συμπεριφοράς. Η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων εμπίπτει στον σκληρό πυρήνα της κρατικής ευθύνης για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Η σύσταση των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, δυνάμει του Ν. 4777/2021, αποσκοπούσε στην κάλυψη του υφιστάμενου θεσμικού κενού μεταξύ του πανεπιστημιακού αυτοδιοίκητου και της κρατικής παρουσίας εντός των χώρων των ιδρυμάτων. Ωστόσο, το μέτρο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, διαιωνίζοντας μια ζώνη θεσμικής ασάφειας και, επιχειρησιακής αδράνειας.
Αξιοσημείωτη είναι, στο σημείο αυτό, η σύγκριση με το γαλλικό και γερμανικό πρότυπο πανεπιστημιακής φύλαξης. Στη Γαλλία, η προστασία των ανώτατων ιδρυμάτων αποτελεί αρμοδιότητα του κράτους μέσω της Police nationale ή της Gendarmerie, με στενή συνεργασία των πρυτανικών αρχών και του υπουργείου Εσωτερικών.
Στη Γερμανία, αντίστοιχα, η φύλαξη οργανώνεται σε επίπεδο Länder, με τα ιδρύματα να διαθέτουν εσωτερικές υπηρεσίες ασφαλείας - Hochschulwachdienst, οι οποίες λειτουργούν υπό αυστηρή εποπτεία και σε συνεργασία με την τοπική αστυνομία, αποκλειστικά για λόγους πρόληψης της παραβατικότητας.
Η επιλογή μετατόπισης της ευθύνης για την προστασία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων είτε στις πρυτανικές αρχές είτε, υπόρρητα, στο φοιτητικό σώμα, μαρτυρεί ένα βαθύτερο έλλειμμα πολιτικής βούλησης και θεσμικής σοβαρότητας. Διότι κάθε επιμερισμός ευθύνης οφείλει να ερείδεται στον εντοπισμό του υπαίτιου και στην απόδοση ευθύνης σύμφωνα με τις θεμελιώδεις εγγυήσεις της ποινικής δίκης.
Σε ένα κράτος δικαίου, η ευθύνη είναι πάντοτε προσωποπαγής και τεκμηριωμένη, όχι αφηρημένη ούτε υπονοούμενη. Οι πρυτανικές αρχές, εξάλλου, ούτε διαθέτουν την αρμοδιότητα, ούτε τα μέσα να ασκούν καθήκοντα ανίχνευσης και, καταστολής.
Η Έκθεση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας για το έτος 2022 είναι εύγλωττη, 49 περιστατικά βίας και φθορών καταγράφηκαν σε πανεπιστημιακούς χώρους, με την πλειονότητα των δραστών να προέρχεται από εξωπανεπιστημιακούς κύκλους. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν πραγματοποιήθηκε ούτε προσαγωγή ούτε ταυτοποίηση. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Παιδείας για το 2023, η ετήσια δαπάνη για την αποκατάσταση φθορών σε πανεπιστημιακούς χώρους υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει έλλειμμα βούλησης να εφαρμοστούν τα ισχύοντα μέσα του κράτους δικαίου.
Το πλέον οδυνηρό τίμημα, ωστόσο, δεν είναι οικονομικό αλλά θεσμικό και βαθέως πολιτικό. Υπό το ερμηνευτικό πρίσμα της θεωρίας του Giorgio Agamben περί "κατάστασης εξαίρεσης.- state of exceptiοn, ο πανεπιστημιακός χώρος καθίσταται ένα πεδίο στο οποίο η έννομη τάξη δεν αίρεται αλλά τίθεται σε αναστολή· ένα καθεστώς εντός του οποίου το κράτος ασκεί εξουσία μέσα από την ίδια του την απουσία, διατηρώντας την κυριαρχία του ακριβώς διά της αποχής του.
Το πανεπιστήμιο γίνεται, δηλαδή, μια περιοχή όπου η έννομη τάξη τυπικά ισχύει, αλλά πρακτικά δεν εφαρμόζεται. Το κράτος, επιτρέπει την αναστολή της κανονικότητας χωρίς να την ονομάζει, διατηρώντας έτσι την κυριαρχία του όχι μέσω της παρέμβασης, αλλά μέσα από τη μεθοδευμένη αδράνεια.
Η διαρκής απουσία μιας συνεκτικής και θεσμικά κατοχυρωμένης πολιτικής ασφάλειας στους πανεπιστημιακούς χώρους ευνοεί την εγκαθίδρυση δύο μέτρων και σταθμών· καθεστώτων "εξαίρεσης" που υπονομεύουν τη βασική εγγύηση του κράτους δικαίου, ότι ο νόμος είναι καθολικός και μη διαπραγματεύσιμος. Εκεί όπου συντηρούνται τα λεγόμενα "άβατα", η έννομη τάξη δεν αποδυναμώνεται απλώς, εξευτελίζεται, μαζί με την ίδια την έννοια της πανεπιστημιακής κοινότητας ως χώρου ελευθερίας.
Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη θεσμικής αμέλειας και πολιτικής απροθυμίας, καθίσταται αναγκαία η χάραξη μιας δημοκρατικής πολιτικής ασφάλειας· μιας πολιτικής που θα εγγυάται την κανονικότητα, την ανεμπόδιστη διδασκαλία και την ψυχική ηρεμία όλων των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Μια τέτοια πολιτική οφείλει να εδράζεται σε τέσσερις αδιαπραγμάτευτους άξονες.
- Θέσπιση ενός σταθερού, θεσμικά οριοθετημένου πλαισίου κρατικής παρουσίας εντός των πανεπιστημίων, το οποίο θα διασφαλίζει την έννομη τάξη χωρίς να παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων.
- Συστηματική καταγραφή, επεξεργασία και δημοσιοποίηση δεδομένων που αφορούν περιστατικά βίας και παρεμπόδισης της ακαδημαϊκής λειτουργίας. Σήμερα, η έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων οδηγεί σε εμβληματικές αποφάσεις και ενισχύει την ανασφάλεια.
- Δημιουργία ανεξάρτητου μηχανισμού καταγγελιών και προστασίας θυμάτων, με σαφή διαχωρισμό από την πρυτανική ιεραρχία, ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία και η θεσμική εμπιστοσύνη.
- Σαφής θεσμική διάκριση αρμοδιοτήτων μεταξύ διοικητικής εποπτείας και ασφάλειας, ώστε να πάψει η πρακτική επιφόρτισης των πρυτανικών αρχών με καθήκοντα που δεν τους αναλογούν.
Χρήσιμα διεθνή παραδείγματα επιβεβαιώνουν το εφικτό μιας τέτοιας προσέγγισης. Στη Σουηδία, τα πανεπιστήμια συνεργάζονται με εξειδικευμένες ανεξάρτητες υπηρεσίες ασφαλείας, όπως η Akademisk Säkerhet, που λειτουργούν υπό κρατική εποπτεία, με έμφαση στην πρόληψη.
Στη Γερμανία, η ύπαρξη εσωτερικών υπηρεσιών φύλαξης - Hochschulwachdienst, συνοδεύεται από αυστηρούς κανόνες διαφάνειας και συνεργασία με την τοπική αστυνομία. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η πρακτική advisory boards με φοιτητική συμμετοχή, που εφαρμόζεται σε πανεπιστήμια του Καναδά και της Ολλανδίας, όπου ζητήματα ασφάλειας και καθημερινής λειτουργίας εξετάζονται με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών.
Το ουσιώδες διακύβευμα δεν ανάγεται στο τετριμμένο ερώτημα περί του επιμερισμού του κόστους των υλικών φθορών· εντοπίζεται, αντιθέτως, στο ποιος δύναται, θεσμικά και εμπράκτως, να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν άλλα περιστατικά βίας.
Η σοβαρότητα της κρατικής παρουσίας δεν θεμελιώνεται μέσω ρυθμιστικών εξαγγελιών ή περιστασιακών διαταγμάτων· κατοχυρώνεται μέσα από τη διαρκή επιτελεστικότητα της ευθύνης.
Όπως θα υποστήριζε και ο Max Weber, η αυθεντική, υπεύθυνη ηγεσία, είτε πολιτική είτε διοικητική, δεν κρίνεται στις περιόδους κανονικότητας, αλλά στο αν λογοδοτεί ακόμη και όταν τα πράγματα περιπλέκονται. Η εξουσία που αποποιείται την ευθύνη της εκφυλίζεται σε άσκηση ισχύος χωρίς αξιακό περιεχόμενο. Και όπου η ευθύνη αποσύρεται, εγκαθίσταται η αυθαιρεσία.