Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις της δεκαετίας του '70
Shutterstock
Shutterstock

Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις της δεκαετίας του '70

Να γράψω χρονιάρα μέρα για την πολιτική δεν μου πάει το χέρι. Εξάλλου δεν υπάρχει και θέμα. Ουδόλως με ενδιαφέρει τι ψώνισε η κυρία Αχτσιόγλου ή αν ο κ. Κουτσούμπας χόρεψε τσάμικο με χάρη. Όλοι τους καλά να περάσουν. Σχεδόν σε όλα τα sites υπάρχουν μικρά αφιερώματα για τα Χριστούγεννα του «τότε». Και φυσικά οι γιορταστικές αναμνήσεις έχουν μια γλυκύτητα, καθώς ο χρόνος είθισται να φιλτράρει τις δυσάρεστες στιγμές.

Εξάλλου, πάντα η αναφορά στο «θυμάσαι τότε που…» παραπέμπει σε χρόνια νεανικά κι έτσι είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις αν η γλυκύτητα και η ζεστασιά αυτού του ταξιδιού στον χρόνο οφείλεται στα ίδια τα γεγονότα ή στο ότι συνέβησαν ενώ ήμασταν νέοι. «Τώρα τι ψάχνεις;» θα διερωτηθεί ο φίλος που έχει το βίτσιο να με διαβάζει μέρα Χριστουγέννων. Είτε το ένα συμβαίνει είτε το άλλο, αυτό που μετρά είναι η θαλπωρή της ανάμνησης ακόμα και γι' αυτούς που τότε δεν βρισκόταν στην καλή, στην εύκολη πλευρά της ζωής. Και μάλλον πριν από μισόν αιώνα ήταν οι περισσότεροι. 

Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν πολλά και καλά μαγαζιά για όλα τα γούστα. Είχαν ένα χαρακτηριστικό που από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε να εκλείπει. Ήταν μικρά. Το πολύ να χωρούσαν 200 άτομα είτε ήταν ντίσκο είτε μπουζουκομάγαζα. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε αυτά τα μαγαζιά επικρατούσε λίγο-πολύ το κλίμα της παρέας υπό την έννοια ότι όλοι ήταν γνωστοί. Απαραίτητο το μπουκάλι στο τραπέζι, άλλωστε τέτοια βραδιά ουδείς θα διανοείτο να την βγάλει με ποτηράκι. Φυσικά, υπήρχε το μαγαζί-βάση και στη συνέχεια –μέχρι την ανατολή του ήλιου– η διασκέδαση συνεχιζόταν και αλλού. Μερικές παρέες έκαναν ρεβεγιόν και σε σπίτια. Πολύς κόσμος, μπουφέδες, βραδινό ένδυμα άπασες και άπαντες και πολλές φορές αργότερα στηνόταν και ένα φιλικό ποκεράκι ή 21, εν όψει του πρωτοχρονιάτικου ολονύκτιου παιχνιδιού. 

Η βασική αντίθεση εκείνων των ημερών ήταν μεταξύ αυτών που είχαν ταίρι και των μπακούρηδων οι οποίοι εναγωνίως ρωτούσαν τις φίλες των φίλων τους αν έχουν καμιά φίλη να τους συνοδεύσει. Από τέτοια «δράματα», κατά διαστήματα, όλοι έχουμε περάσει. Βέβαια, θυμάμαι μερικές περιπτώσεις που η φίλη της φίλης ήρθε κι έδεσε με το μπακούρι και μέχρι σήμερα είναι μαζί και περνούν αυτές τις άγιες ημέρες με τα εγγονάκια τους. 

Η άλλη ημέρα, που είχε το καθιερωμένο οικογενειακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν γενικά μια δύσκολη ημέρα ιδίως αν στο τραπέζι κάθονταν και συγγενείς, διότι πέραν όλων των άλλων έπρεπε να συμμετέχουμε, βαρύθυμα, σε ανιαρές συζητήσεις για αδιάφορα θέματα. Με δεδομένο ότι η ενέργειά μας είχε όλη εξαντληθεί το προηγούμενο βράδυ, εκτός κάποιου συγκλονιστικού απροόπτου, ο καθένας έμενε στο σπίτι του.  

Το τέλος της δεκαετίας του 1970 σήμανε και το τέλος μιας διασκέδασης συγκεκριμένης μορφής που κράτησε πολλές δεκαετίες. Τα μαγαζιά μπορεί να μην είχαν face control όμως ο καθένας ήξερε που ανήκε. Κοινωνικές υπερβάσεις ήταν αδιανόητες. Αυτό το στυλ κατέρρευσε όταν φτιάχτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι μεγάλες πίστες των 1.000 ή των 2.000 θαμώνων. Τότε άνοιξαν οι πόρτες διότι τέτοια μαγαζιά δεν ήταν βιώσιμα χωρίς τους πολλούς. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις αυτής της δεκαετίας αποτυπώθηκαν και στη «νύκτα». 

Αν σας άρεσε το κείμενο αυτό να μου το πείτε, ώστε να καθιερώσω μια ημέρα κοινωνικού σχολιασμού και αναμνήσεων. Καλά Χριστούγεννα.