Χρηματιστήριο Αθηνών: Ψάχνει κατεύθυνση και καύσιμα για συνέχιση του ράλι
Shutterstock
Shutterstock

Χρηματιστήριο Αθηνών: Ψάχνει κατεύθυνση και καύσιμα για συνέχιση του ράλι

Ο Γενικός Δείκτης  του Χρηματιστηρίου Αθηνών εξακολουθεί να κινείται και αυτήν την εβδομάδα μέσα σε ένα στενό εύρος τιμών της τάξης του +1% μέχρι +3% από το ψυχολογικό επίπεδο των 2000 μονάδων. Με το βλέμμα των επενδυτών να είναι εστιασμένο στις 2020 μονάδες που αποτελούν το πρώτο ανεκτό όριο υποχώρησης. Προς το παρόν οι πωλητές εμφανίζονται λίγο υψηλότερα. Όμως, εάν διαπιστώσουν μια αδυναμία στήριξης στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, δεν αποκλείεται να δοκιμάσουν εκ νέου τις αντοχές των αγοραστών.

Η πρόσφατη έκθεση της HSBC, μέσω της οποίας υποβαθμίστηκε η σύσταση από «υπεραπόδοση» (overweight) σε «ουδέτερη» (neutral), ήταν ίσως το πρώτο αρνητικό μήνυμα, για τη χρηματιστηριακή αγορά που έχει δώσει αποδόσεις κοντά στο +36,5% από την αρχή του έτους, ξεκινώντας από τις 1480 μονάδες. Με καθαρά χρηματοοικονομικά κριτήρια, η ελληνική αγορά μετοχών παραμένει φθηνότερη από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Με τον τρέχοντα δείκτη τιμής μετοχής προς κέρδη ανά μετοχή (Ρ/Ε) να βρίσκεται στο 11,9% και τη μερισματική απόδοση να είναι στο 5,2%, οι ελληνικές μετοχές διατηρούν ακόμα ένα discount. Δίχως όμως να αποτελούν πλέον τη μεγάλη επενδυτική ευκαιρία της Ευρώπης.

Όσον αφορά τη συμμετοχή των ξένων επενδυτών στο εγχώριο χρηματιστηριακό οικοσύστημα, η HSBC σημειώνει δύο σημεία που χρήζουν της προσοχής μας. Διότι και τα δυο σημεία, έχουμε συνηθίσει να τα προσεγγίζουμε από τη θετική πλευρά τους και μόνο. Όμως, η τράπεζα προβαίνει σε μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση. 

Έτσι, η υψηλότερη συμμετοχή επενδυτών από το εξωτερικό, παράλληλα με τη συγκέντρωση του ολοένα και μεγαλύτερου τμήματος των ελεύθερων μετοχών (free float) στα χαρτοφυλάκια τους, θεωρείται από την HSBC ως μια επιπλέον πηγή κινδύνου για την εκδήλωση ενός ξαφνικού «profit taking» (αποκομιδή κερδών) σε περίπτωση που γυρίσουν οι αγορές. Μέσα από αυτό το πρίσμα μειώνονται παράλληλα και τα περιθώρια νέων εισροών από το εξωτερικό.

Η HSBC προσεγγίζει και την προοπτική της αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε developed market (ανεπτυγμένη αγορά), με επιφυλακτικότητα. Με τη λογική ότι μια πιθανή αναβάθμιση θα ήταν θετική σε επίπεδο κύρους, αλλά θα μπορούσε ταυτόχρονα να πλήξει το ισοζύγιο εισροών - εκροών. Καθώς η βαρύτητα της χώρας στους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών θα είναι μικρότερη, από τη βαρύτητα στους δείκτες των αναδυόμενων αγορών. Κάτι που όπως αντιλαμβανόμαστε θα οδηγούσε σε ένα αρνητικό ισοζύγιο ανάμεσα στους αγοραστές και στους πωλητές.

Στον επίλογό της, η HSBC αναγνωρίζει την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας και την ανθεκτικότητα των μετοχών και ομολόγων, αλλά θεωρεί ότι οι βραχυπρόθεσμοι καταλύτες έχουν εξαντληθεί. Σημειώνει ότι στρατηγική στροφή σε «neutral» δεν αποτελεί ψήφο δυσπιστίας ή ανησυχίας, αλλά περισσότερο μια ένδειξη ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών χρειάζεται να πάρει τις ανάσες του και να «χωνέψει» τις τιμές του, μετά τη θεαματική άνοδο που κατέγραψε μέσα στο 2025.

Θα μπορούσαν αυτόν τον ρόλο των απαραίτητων βραχυπρόθεσμων καταλυτών να τον παίξουν τα αποτελέσματα του Α’ εξαμήνου των εισηγμένων εταιρειών; Για να δούμε. 

Ο Γενικός Δείκτης κινήθηκε ανοδικά κατά +36,5%, προεξοφλώντας κάποιες εξίσου θεαματικές αλλαγές στις λογιστικές καταστάσεις του 2025. Ωστόσο, η αύξηση του κύκλου εργασιών των εισηγμένων εταιρειών εξαιρουμένων των τραπεζών του Α’ εξαμήνου του 2025 σε σχέση με του 2024 βρίσκεται μόλις στο +4%, η αύξηση στα EBITDA μόλις στο +3,3% και στα καθαρά κέρδη μόλις στο +0,7%. Αντικειμενικά πτωχική απόδοση, ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τα τραπεζικά κέρδη τα οποία εμφάνισαν αύξηση της τάξης του 6,3%. Και υπολογίζουμε τα τραπεζικά δεδομένα ξεχωριστά, αφού οι τράπεζες αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, ειδικά για τους ξένους επενδυτές. Οπότε με μια ψύχραιμη ματιά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι τιμές των μετοχών, έχουν προεξοφλήσει πολύ ισχυρότερες λογιστικές καταστάσεις και καλύτερα αποτελέσματα.  

Με δυο λόγια όταν ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου ανεβαίνει με ρυθμούς της τάξης του +36,5%, σημαίνει ότι οι επενδυτές αναμένουν λίγο – πολύ μια αντίστοιχη αύξηση της κερδοφορίας των εισηγμένων εταιρειών. Στη δική μας περίπτωση, οι προσδοκίες των επενδυτών αποδείχθηκαν αισθητά υψηλότερες των πραγματικών δυνατοτήτων των εταιρειών. 

Ωστόσο, εάν επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε επιλεγμένες μετοχές του χρηματιστηρίου, τα πράγματα αλλάζουν και η εικόνα γίνεται πιο αισιόδοξη και ελκυστική. Για παράδειγμα, η Cenergy εμφάνισε αύξηση κερδών της τάξης του 65%, η ElvalHalcor 52%, η Viohalco 97%, η Aktor 54%, η ΕΧΑΕ 44% κ.α.

Στα επιμέρους, τα οποία δεν έχουν και μεγάλη σημασία για τον σχηματισμό της μεγάλης εικόνας, από τις 135 εισηγμένες εταιρείες, οι 105 παρουσίασαν κέρδη στο εξάμηνο και οι υπόλοιπες 30, ζημίες. Τα υψηλότερα καθαρά κέρδη από τις μη τραπεζικές εταιρείες εμφάνισε η Coca-Cola HBC με 381 εκατ. ευρώ, η Motor Oil με 359 εκατ. ευρώ, ο ΟΤΕ με 283 εκατ. ευρώ, η Metlen με 282 εκατ, ευρώ και ο ΟΠΑΠ με 219 εκατ. ευρώ. 

Έτσι διαπιστώνουμε ότι η HSBC έχει δίκιο όταν υποστηρίζει στην έκθεσή της, ότι η αγορά έχει ξεμείνει από βραχυπρόθεσμους καταλύτες και καύσιμα. Εάν τα πράγματα παραμείνουν ως έχει, οι 2020 μονάδες σύντομα θα αποτελούν βαρίδι και θα οδηγήσουν τον Γενικό Δείκτη προς τις 1990 μονάδες. Και εκεί θα φανεί εάν έπειτα από μια μακρά ανοδική περίοδο, αλλάξει κατεύθυνση η αγορά. Για να συνεχιστεί η ανοδική πορεία, θα πρέπει ο Γενικός Δείκτης να διασπάσει και να πατήσει γερά στο επίπεδο των 2050 μονάδων και να παραμείνει πάνω από αυτό, ώστε να προσπαθήσει εκ νέου να πλησιάσει τις 2100+ μονάδες.

Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι ίσως να λειτουργήσει σαν καταλύτης η θετική κατάληξη στην προσπάθεια εξαγοράς της ΕΧΑΕ από την EURONEXT, η φημολογούμενη αύξηση της θέσης της UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank, η πρώτη πράξη του φημολογούμενου σεναρίου του γάμου μεταξύ Εθνικής Τράπεζας και Τράπεζα Πειραιώς για το ποσοστό του Paulson ή ακόμα και το φημολογούμενο διερευνητικό βλέμμα της βελγικής KBC Bank προς την ελληνική τραπεζική αγορά και ειδικά προς την Eurobank, μετά την δραστηριοποίηση των Βέλγων στην Τσεχία, την Σλοβενία, την Ουγγαρία και την Βουλγαρία.

Ωστόσο, η αγορά δεν μπορεί να ανέβει με φήμες και σχέδια. Χρειάζονται αποτελέσματα, όχι μόνο για να συντηρήσουν το Χρηματιστήριο σε αυτά τα επίπεδα, αλλά και για να του δώσουν μια νέα ώθηση.