Σε μια ιστορική συγκυρία, η Αθήνα αποδίδει ιδιαίτερο βάρος στην πρόσκληση που έλαβε η χώρα, ώστε να συμμετάσχει στον «πυρήνα» των κρατών, που βάζουν τη «σφραγίδα» τους στην ειρηνευτική προσπάθεια, που επιχειρείται στη Μέση Ανατολή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται ανάμεσα στους 20 ηγέτες, που έλαβαν την πρόσκληση να δώσουν το παρών στην υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης, μετά από δύο χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων στη Λωρίδα της Γάζας, εκφράζοντας την ελπίδα αυτή η «σημαντική συμφωνία να μπορέσει να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο για μία οριστική ειρήνη στη Μέση Ανατολή».
Από το Μέγαρο Μαξίμου υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες σε μια ιστορική μέρα και σε μία ιστορική συνάντηση και αποδίδει την παρουσία της στο Σαρμ Ελ Σέιχ στους σωστούς χειρισμούς της ελληνικής διπλωματίας, αλλά και τη μετριοπαθή στάση, που τήρησε η ελληνική κυβέρνηση «χωρίς υπερβολές λεκτικές», όπως είπε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, με «ατού» τη δυνατότητα επικοινωνίας τόσο με το Ισραήλ, για το οποίο ουδέποτε αμφισβήτησε τη στρατηγική της σχέση, παρά τις δημόσιες παρεμβάσεις να θέσει τέρμα στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις και να διασφαλίσει την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στον θύλακα - όσο και με τα αραβικά κράτη και την Παλαιστινιακή Αρχή.
Για το κυβερνητικό επιτελείο η πρόσκληση αυτή ερμηνεύεται ως μια επιβεβαίωση ότι εν μέσω εξελίξεων, που οδηγούν σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις - χαρακτηριστικός ο ρόλος χωρών όπως η Τουρκία και το Κατάρ στη σύναψη αυτής της συμφωνίας - η Ελλάδα κατάφερε να παραμείνει στα μάτια της διεθνούς κοινότητας ως ένας πυλώνας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Το βλέμμα της Αθήνας στρέφεται στην επόμενη ημέρα της ειρηνευτικής συμφωνίας και της απελευθέρωσης των Ισραηλινών ομήρων, ώστε η διαδικασία ειρήνευσης στην περιοχή, που ξεκινά να μην σταματήσει εδώ, αλλά να υπάρξει συνέχεια, που θα καταλήξει στην οριστική επίλυση του μεσανατολικού.
«Για πρώτη φορά ανοίγει ο δρόμος για να μπορέσουμε να πετύχουμε κάτι πολύ μεγαλύτερο», είπε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι η Ουάσιγκτον προσεγγίζει πλέον διαφορετικά ένα πρόβλημα που μετρά δεκαετίες στην περιοχή.
Ο πρωθυπουργός συνεχάρη τον Ντόναλντ Τραμπ για την επιμονή του, όπως είπε, «στο να προσεγγίσει αυτή την εξαιρετικά δυσεπίλυτη εξίσωση του Μεσανατολικού, του Παλαιστινιακού προβλήματος, μέσα από μία διαφορετική οπτική γωνία».
Στην επόμενη ημέρα και στο νέο κύκλο συνομιλιών, που ενδεχομένως να ανοίξει, η Αθήνα επιθυμεί να διαδραματίσει ρόλο, έχοντας, παγίως, τη θέση για τη δημιουργία δύο κρατών στην περιοχή.
«Πιστεύω ότι έχουμε να παίξουμε και ακόμα έναν πολύ ουσιαστικό ρόλο, ως μία χώρα η οποία συνομιλεί με όλους τους σημαντικούς παίκτες στη Μέση Ανατολή, η οποία έχει αξιοπιστία, η οποία είναι ένας πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, να θέσουμε κι εμείς τις δικές μας υπηρεσίες στη διάθεση αυτών οι οποίοι θα συντονίσουν τα επόμενα βήματα αυτής της εξαιρετικά σύνθετης ειρηνευτικής προσπάθειας», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης, εκφράζοντας δημοσίως και πριν μεταβεί στην Αίγυπτο, τη διαθεσιμότητα της Αθήνας να αποτελέσει μέρος της συνολικής λύσης.
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην πολιτική λύση των δύο κρατών, ως τη μοναδική που εξασφαλίζει βιώσιμο ορίζοντα ειρηνικής συνύπαρξης των λαών της περιοχής, αναγνωρίζοντας ότι μόνο αυτή θα μπορούσε να αλλάξει το τοπίο στη Μέση Ανατολή και κεντρική θέση είναι ότι η παρούσα ειρηνευτική συμφωνία θα πρέπει να αποτελέσει την αρχή μιας προσπάθειας για τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Την Πέμπτη, ο πρωθυπουργός αναμένεται να ενημερώσει τη Βουλή, σε μια ειδική συνεδρίαση σε επίπεδο αρχηγών, για τις εξελίξεις στο Μεσανατολικό, τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας αυτό το διάστημα και εν γένει την εξωτερική πολιτική.
Μια συνεδρίαση, στην οποία εκτιμάται ότι θα επικρατήσουν υψηλοί τόνοι, με δεδομένη την κριτική, που η αντιπολίτευση έχει ασκήσει στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της όλο αυτό το διάστημα. Ήδη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, στη σκιά των τελευταίων εξελίξεων, «έδειξε» ότι ο κ. Μητσοτάκης θα απαντήσει σε εξίσου υψηλούς τόνους, με τον Παύλο Μαρινάκη να δηλώνει ότι η κυβέρνηση με τις κινήσεις της δε θέλησε να διεκδικήσει «αυτά τα πέντε λεπτά δημοσιότητας που θέλουν κάποιοι δήθεν ευαίσθητο».
Επιχειρώντας να προλάβει, μάλιστα, τα «πυρά» σημείωσε με δηκτικό τρόπο, σχετικά με τη Σύνοδο στην οποία η Ελλάδα είναι παρούσα, «σκεφτείτε τι θα έλεγαν αυτοί, οι οποίοι πάντα βρίσκουν έναν λόγο να γκρινιάξουν, από τους δημοσιολογούντες – δεν αναφέρομαι στην κοινωνία – αν δεν ήταν εκεί η Ελλάδα», κάνοντας λόγο για «επαγγελματίες γκρινιάρηδες του δημοσίου λόγου του πολιτικού συστήματος βρίσκουν 100 αφορμές για να γκρινιάξουν και να προσπαθήσουν να «κοντύνουν» όχι την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, την ίδια τους τη χώρα».
Υιοθετώντας, μάλιστα, μια στάση που ήθελε να καταδείξει την συνέχεια της εξωτερικής πολιτικής, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αφού υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση «δεν πρόκειται να βάλει ποτέ τα εθνικά συμφέροντα ούτε σε διαπραγμάτευση ούτε στο ζύγι», επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι και «οι προκάτοχοί του ποτέ δεν έβαλαν τα συμφέροντα της χώρας μας σε διαπραγμάτευση».