Βία ανηλίκων: Η επιβεβαίωση μιας προειδοποίησης

Βία ανηλίκων: Η επιβεβαίωση μιας προειδοποίησης

Πριν λίγους μήνες, με το άρθρο μου για τη βία ανηλίκων, επισήμανα ένα φαινόμενο που πολλοί αντιμετώπιζαν με αδιαφορία ή δυσπιστία.

Είχα τονίσει τότε ότι η Πολιτεία αρνείται να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα του προβλήματος, εγκλωβισμένη σε μια ψευδαίσθηση «ανηλικότητας» (ανευθυνότητας) που λειτουργεί ως άλλοθι, ως ασπίδα προστασίας για κάθε πράξη βίας. 

Σήμερα, τα γεγονότα με δικαιώνουν πλήρως. Τα περιστατικά ωμής, οργανωμένης βίας μεταξύ ανηλίκων έχουν πολλαπλασιαστεί, ενώ η προβολή τους στα κοινωνικά δίκτυα δεν αφήνει αμφιβολία: έχουμε να κάνουμε με μια νέα, ανησυχητική κουλτούρα επιθετικότητας που θεωρεί τη βία μέσο κοινωνικής ανάδειξης και επιβολής. 

Η προβολή πράξεων βίας στα social media αποκαλύπτει κάτι πολύ βαθύτερο από μια απλή παραβατική συμπεριφορά. Η έλλειψη αισθήματος ενοχής, η υπερηφάνεια για την πράξη, η δημόσια επίδειξη του ξυλοδαρμού ή της επίθεσης αποτελούν ενδείξεις μιας ευρύτερης κοινωνικής παθολογίας. Δεν μιλάμε πλέον για «παιδιά που παρασύρθηκαν», αλλά για μια νέα μορφή σοβαρής αντικοινωνικής συμπεριφοράς, η οποία αναπαράγεται και ενισχύεται μέσα σε ένα σύστημα που αρνείται να την αντιμετωπίσει με σοβαρότητα. 

Η μόνιμη επωδός «παιδιά είναι» έχει χάσει πλέον το νόημα της. Η απενοχοποίηση της βίας ήδη διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό.

Η στάση των θεσμών απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα είναι απογοητευτική. Η συνηθισμένη διαδικασία - μια απλή προσαγωγή, λίγες ώρες στο τμήμα και έπειτα άμεση απελευθέρωση - δεν λειτουργεί ούτε αποτρεπτικά ούτε παιδαγωγικά. Το αντίθετο. Μέσα στον μικρόκοσμο αυτών των νέων, στην υποκουλτούρα της παραβατικότητας που ζουν, η προσαγωγή εκλαμβάνεται ως τίτλος διάκρισης, ως «παράσημο» στο βιογραφικό μιας πρόωρα κυνικής νοοτροπίας. (badge of honor ή street credibility).

Όταν το κράτος μετατρέπει την ποινική ανοχή σε κανόνα, οι δράστες δεν μετανοούν - θρασύνονται. 

Ας το ξαναπούμε με την ελπίδα ότι θα ακουστεί :Το κράτος δεν έχει την αποστολή να προλαμβάνει. Η πρόληψη είναι έργο της οικογένειας, του σχολείου, της κοινότητας. Η κρατική ευθύνη είναι διαφορετική: Να επιβάλλει τον νόμο, να προστατεύει τους πολίτες και να εγγυάται την ασφάλεια. Όταν η Πολιτεία συγχέει τον ρόλο της με εκείνον του παιδαγωγού, χάνει την αξιοπιστία της και, τελικά, τη δύναμη αποτροπής. Ένα κράτος που δεν επιβάλλει όρια, χάνει την ικανότητα να προστατεύει.

Οι θεωρητικοί της «ευαισθησίας» απέναντι στους ανήλικους παραβάτες θα αντιτείνουν το τετριμμένο επιχείρημα ότι η αυστηρότητα δεν λύνει το πρόβλημα. Ωραία λόγια για συγγραφή εκθέσεων! Όμως η πραγματικότητα δείχνει πως η πλήρης απουσία συνέπειας το επιδεινώνει. Η «ανηλικότητα» δεν μπορεί να γίνει συνώνυμη με την ανευθυνότητα, δεν αποτελεί λευκή επιταγή για την άρση κάθε ευθύνης. Ο σεβασμός στις ιδιαιτερότητες της ηλικίας, δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ανοχή στη βία. Η κοινωνία δεν έχει την πολυτέλεια να μετατρέπει τον φόβο σε σιωπή και την ανοχή σε θεσμική συνενοχή. 

Η επιβεβαίωση των προειδοποιήσεων δεν προσφέρει ικανοποίηση. Αντίθετα, επιβάλλει ευθύνη. Όταν η βία των ανηλίκων μετατρέπεται σε δημόσιο θέαμα, όταν ο δράστης αισθάνεται κοινωνικά αποδεκτός, τότε η αδυναμία του κράτους να αντιδράσει εγκαίρως ισοδυναμεί με συνυπευθυνότητα. Ίσως, με κάτι χειρότερο. Με αυτοϋπονόμευση και ευνουχισμό! Ο νόμος υπάρχει για να προστατεύει, όχι για να εκλογικεύει τη βία. 

Η λύση δεν είναι ούτε επικοινωνιακή ούτε ψυχολογική. Είναι θεσμική και πολιτική: Χρειάζεται συνέπεια, ταχύτητα και αλλαγή των Νόμων. Η Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίζει τις κακουργηματικές πράξεις των ανηλίκων με την ίδια αυστηρότητα που αντιμετωπίζονται οι ενήλικες, όπως ισχύει στις ΗΠΑ, όπου οι δράστες κρίνονται ως ενήλικοι όταν διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα, διασφαλίζοντας έτσι ότι η βία δεν μένει ατιμώρητη.

Η Πολιτεία οφείλει να στείλει το μήνυμα ότι κάθε πράξη βίας έχει συνέπειες χωρίς ηλικιακά κριτήρια. Μόνο τότε θα αρχίσει να αποκαθίσταται η έννοια του ορίου και του σεβασμού.

Με Κρατικές παρεμβάσεις, όχι με ευχολόγια και μετάθεση ευθυνών. 

Όσο συνεχίζεται η ανοχή, τόσο η βία θα ριζώνει πιο βαθιά. Όσο καθυστερεί η καταστολή, τόσο η κοινωνία θα χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η δημόσια ασφάλεια δεν είναι πολυτέλεια ούτε ιδεολογική επιλογή· είναι προϋπόθεση ελευθερίας. Αν θέλουμε να αποτρέψουμε τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, πρέπει να επαναφέρουμε την έννοια της ευθύνης ανεξαρτήτως ηλικίας - πρώτα εκεί όπου ο Νόμος οφείλει να είναι Νόμος και όχι μια (προς)ευχή.


*Ο Κωνσταντίνος Δούβλης είναι εγκληματολόγος, διδάκτωρ κοινωνιολογίας της αστυνόμευσης