Το μακελειό στην Κρήτη και η αντίδραση κατοίκων του Αμαρουσίου στη δημιουργία Στέγης Υποστηριζόμενης Διαβίωσης για άτομα με αναπηρία, με την αφόρητη δικαιολογία ότι θα στερηθούν το πράσινο οι αρτιμελείς και ευνοημένοι της ζωής, είναι δείγματα της ηθικής και πολιτισμικής φτώχειας που μαστίζει την κοινωνία μας.
Πρόκειται για την ένδεια που δεν θα μετρήσει ποτέ η Eurostat και για την οποία δεν ντρέπονται οι φορείς της. Αποτελεί, όμως, τον σκληρό πυρήνα της φτώχειας, για την οποία δεν διαθέτουμε ούτε υποκειμενική ούτε αντικειμενική αίσθηση ως κοινωνία.
Κι ενώ το 66% των Ελλήνων αισθάνεται φτωχό - ίσως γιατί το επίπεδο της ζωής του δεν ανταποκρίνεται σε πρότυπα που δημιουργεί ο ψευδής κόσμος του διαδικτύου, των σελέμπριτι κ.λπ. - δεν αντιλαμβάνεται ότι η πραγματική συλλογική μας φτώχεια είναι η πολιτισμική και κοινωνική υστέρηση.
Η σθεναρή και ξεκάθαρη στάση της Υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνας Μιχαηλίδου, ότι «το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να ζουν μέσα στην κοινωνία, όχι στο περιθώριο, είναι αδιαπραγμάτευτο», υπογραμμίζει τη βούληση της κυβέρνησης να κάνει τους αόρατους, ορατούς.
Με τη δημιουργία υποδομών για τη βελτίωση της καθημερινής τους ζωής - όπως είναι οι Στέγες Υποστηριζόμενης Διαβίωσης, ο προσωπικός βοηθός, η ενίσχυση των πολιτικών για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας - το κράτος επιχειρεί να περάσει από τη θεωρία στην πράξη.
Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ίδιοι οι πολίτες που ωφελούνται από αυτές τις πολιτικές στέκονται απέναντι στην υλοποίησή τους, αποκαλύπτει μια βαθύτερη αντίφαση. Η πραγματική φτώχεια δεν έγκειται μόνο στην έλλειψη χρημάτων, αλλά στον ακραίο ατομισμό, στην έλλειψη ενσυναίσθησης· στην ανηθικότητα της αίσθησης ότι οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας είναι η βίβλος του βίου μας.
Στην Κρήτη δεν αιματοκυλίστηκαν επειδή ήταν φτωχοί και ανήμποροι. Στο Μαρούσι δεν επιδιώκουν κάποιοι να κλείσουν το παράθυρο στην ελπίδα ανθρώπων με αναπηρία επειδή στερούνται. Η ένδεια βρίσκεται στις αξίες - και στο πώς αυτές μετουσιώνονται σε καθημερινή ζωή και συμβίωση.
Αυτή τη φτώχεια, πώς θα την αντιπαλέψουμε;
