Η ευρωπαϊκή πολιτική σπάνια προσφέρει στιγμές με τόσο καθαρό συμβολισμό όσο η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup. Πρόκειται για μια θεσμική τομή που υπενθυμίζει πόσο ριζικά έχει μεταβληθεί η θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη: από χώρα υπό αυστηρή εποπτεία και μόνιμη αμφισβήτηση, σε χώρα που αναλαμβάνει την ηγεσία του ίδιου οργάνου που κάποτε καθόριζε τα όριά της.
Σαν να μπαίνει μια τελεία — ή, αν θέλετε, ένα θαυμαστικό — στο τέλος μιας δεκαετίας που μας σημάδεψε όλους. Σαν η Ευρώπη να μας κοιτάζει πια στα μάτια, όχι με καχυποψία ή συγκατάβαση, αλλά με σεβασμό.
Και μόνο το γεγονός ότι Έλληνας υπουργός εξελέγη ομόφωνα σε μια θέση που πριν από λίγα χρόνια έμοιαζε άπιαστη, αρκεί για να μας κάνει να σταθούμε, να πάρουμε μια ανάσα και να αναλογιστούμε ποιοι ήμασταν — και κυρίως, σε ποια θέση βρισκόμασταν — δέκα χρόνια πριν.
Τότε που η λέξη «Grexit» δεν ήταν μια ακαδημαϊκή άσκηση, αλλά μια σκιά που στεκόταν απειλητική πάνω από την καθημερινότητά μας. Τότε που στήναμε ουρές στα ΑΤΜ μέσα σε ένα αποπνικτικό καλοκαίρι. Τότε που ο δημόσιος διάλογος διαλυόταν με χημικά, κραυγές και εντασεις, η κοινωνία βρισκόταν στα όριά της και η χώρα έμοιαζε εγκλωβισμένη σε μια εσωτερική εμπλοκή — όχι απλώς οικονομική, αλλά υπαρξιακή.
Εκείνα τα 24ωρα των capital controls, των κλειστών τραπεζών και της διεθνούς καχυποψίας αποτέλεσαν το σημείο μηδέν της ελληνικής αξιοπρέπειας. Η Ευρώπη μάς έβλεπε με τον τρόπο που κανένας λαός δεν θέλει να τον βλέπουν: ως πρόβλημα προς άμεση διαχείριση.
Η θέση μας στο ευρωπαϊκό σύστημα ήταν τυπική, όχι ουσιαστική. Μπαίναμε σε αίθουσες όπου οι συζητήσεις γίνονταν για εμάς, χωρίς εμάς. Μας μετρούσαν σε αριθμούς, δείκτες, δημοσιονομικά κενά. Ήμασταν το «μαύρο πρόβατο» μιας Ευρωζώνης που φοβόταν πως ο δικός μας εκτροχιασμός θα γίνει μεταδοτικός.
Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν μακρινά — αλλά δεν είναι. Βρίσκονται μέσα στην ίδια δεκαετία. Και ακριβώς γι’ αυτό η σημερινή εξέλιξη δεν είναι απλώς μια προσωπική επιτυχία ενός πολιτικού. Είναι η επούλωση ενός συλλογικού τραύματος· όχι με θριαμβολογίες και πομπώδεις εξαγγελίες, αλλά με θεσμικές πράξεις και έμπρακτη αναγνώριση.
Η εικόνα του Έλληνα υπουργού που γίνεται ομόφωνα δεκτός ως πρόεδρος του Eurogroup θα φαινόταν τότε αδιανόητη. Σαν να επιστρέφεις στην ίδια πόλη όπου κάποτε σε κοιτούσαν με καχυποψία και φόβο, και τώρα να σε καλωσορίζουν ως ισότιμο και αναγκαίο συνομιλητή. Η αντιστροφή αυτή έχει βάθος — όχι επειδή ωραιοποιεί το παρελθόν, αλλά γιατί το υπερβαίνει.
Η διαδρομή μέχρι την εκλογή δεν ήταν ούτε αυτόματη ούτε εύκολη. Εξάλλου η Ευρώπη δεν λειτουργεί με δηλώσεις προθέσεων· λειτουργεί με συνέπεια, με σχέδιο, με τη σοβαρότητα που χτίζεται όχι μόνο στα παρασκήνια των τηλεφωνικών επαφών, αλλά και στα στρογγυλά τραπέζια όπου κάθε λέξη μετράει.
Σε αυτή τη δοκιμασία κλήθηκε να σταθεί ο Πιερρακάκης — και στάθηκε. Αυτό αναγνώρισαν οι ομόλογοί του: ότι δεν ήταν ένας κοινός εκπρόσωπος κάποιας πτέρυγας ούτε μια φωνή που θα πειθαρχούσε σε παραδοσιακά σχήματα δημοσιονομικής ορθοδοξίας, αλλά ένας άνθρωπος ικανός να ενώσει.
Ένας επικεφαλής που δεν περιορίζεται στο να ακούει όλες τις πλευρές, αλλά οικοδομεί γέφυρες ανάμεσά τους — οδηγώντας προς μια Ευρώπη σύγχρονη, στιβαρή και πραγματικά πλουραλιστική, η οποία δεν διαιρείται πια σε Βορρά και Νότο, αλλά αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της ως ενιαίο σύνολο.
Και είναι πράγματι αποκαλυπτικό πως αυτή η τομή συμβαίνει τώρα, σε μια Ευρώπη όπου οι παραδοσιακές ισορροπίες τρίζουν. Η Γερμανία αναζητά νέο βηματισμό, η Γαλλία προσπαθεί να επανακτήσει σταθερότητα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δοκιμάζεται από πολέμους, ενεργειακές αναταράξεις και έναν κόσμο που μεταβάλλεται ταχύτερα απ’ όσο μπορεί να ακολουθήσει.
Μέσα σε αυτή τη μετατόπιση, το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος του Eurogroup προέρχεται από τη χώρα που πριν από δέκα χρόνια αντιμετωπιζόταν ως αδύναμος κρίκος δεν είναι συγκυριακό· είναι βαθιά συμβολικό.
Η Ελλάδα, που τότε φοβόταν το βλέμμα των «σοβαρών» υπουργών Οικονομικών, είναι σήμερα η χώρα από την οποία θα περιμένουν να συντονίσει, να εξισορροπήσει, να καθοδηγήσει.
Κάποτε ήμασταν ο «ασθενής» της Ευρωζώνης. Σήμερα μοιάζουμε έτοιμοι να συμβάλουμε στη θεραπεία της.
Κι αυτό, ανεξάρτητα από πολιτικές προτιμήσεις, αποτελεί λόγο για ένα ήσυχο, συγκρατημένο, αλλά βαθιά ειλικρινές εθνικό χαμόγελο.
