Όταν η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εξελέγη το 2019, η κατάσταση στον χώρο των πανεπιστημίων, η εφαρμογή του πανεπιστημιακού ασύλου, οι καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων και σχολών, αποτέλεσαν αιχμή του δόρατος στην κυβερνητική ρητορική, που έθετε ως μη διαπραγματεύσιμο στόχο την πάταξη της ανομίας.
Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, όπως το γνωρίζαμε, η εκκένωση χώρων που τελούσαν υπό κατάληψη και η δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας, ήταν τα πρώτα μέτρα, που ελήφθησαν και προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις. Η κυβέρνηση επέμεινε στα δύο πρώτα, «ακύρωσε» η ίδια την ιδέα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που όπως είπε σήμερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν πέτυχε, μιλώντας, μάλιστα, για «αστοχία».
Το τελευταίο βίαιο περιστατικό στη Νομική Σχολή Αθηνών, επαναφέρει σε πρώτο πλάνο για την κυβέρνηση, τα θέματα της ανομίας, κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους.
Άλλωστε, ένα σημαντικό εκλογικό κοινό στο οποίο απευθύνθηκε όλα αυτά τα χρόνια, είχε αξιολογήσει ως εξαιρετικά σημαντική την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την εύρυθμη λειτουργία των ΑΕΙ και την προσέγγιση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας για τους Έλληνες φοιτητές.
Το κυβερνητικό επιτελείο δηλώνει το τελευταίο διάστημα ότι για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες δεν υπάρχει ενεργή κατάληψη στα πανεπιστήμια, γεγονός, που παραδέχονται και οι πρυτανικές αρχές, επιδεικνύοντας ένα απτό αποτέλεσμα της πολιτικής της.
Είναι σαφές, ωστόσο, ότι το θέμα της ανομίας, όπως το χαρακτηρίζουν, δεν έχει λήξει. Στην κυβέρνηση βάζουν πλέον στο «κάδρο» την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα, χωρίς την συνδρομή της οποίας είναι σαφές ότι δεν μπορούν να αλλάξουν πολλά.
Ο Παύλος Μαρινάκης μίλησε ευθέως για ευθύνες πρυτανικών αρχών, «φωτογραφίζοντας» ταυτόχρονα και πολιτικές δυνάμεις, που καταδικάζουν μεν τα βίαια περιστατικά, αλλά δεν διαθέτουν τη βούληση να αντιμετωπιστεί εγκαίρως η βία στα πανεπιστήμια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε λόγο για ένα «μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος, αριστερά κεντροαριστερά, που δεν ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, δεν ήταν με τις σιωπηρές πλειοψηφίες, είτε έκλειναν τα μάτια είτε στήριζαν νοσηρές μειοψηφίες οι οποίοι μόλυναν τα πανεπιστήμια».
Το θέμα αναμένεται να αποτελέσει νέο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς φαίνεται ότι η κυβέρνηση τάσσεται πλέον υπέρ της λήψης και πειθαρχικών μέτρων, όπως για παράδειγμα τη διαγραφή φοιτητών, οι οποίοι συλλαμβάνονται για την τέλεση βίαιων πράξεων, πέραν δηλαδή των ποινικών συνεπειών, που προβλέπονται.
«Δεν μπορεί να στείλουμε τα παιδιά μας σε ένα πανεπιστήμιο και να έχουν συμφοιτητές οι οποίοι αποδεδειγμένα να είναι άνθρωποι που κάνουν δολοφονικές επιθέσεις» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μαρινάκης.
Ένα ζήτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον τα ελληνικά πανεπιστήμια, που λειτουργούν στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητου, θα επιθυμούσαν να προχωρήσουν στη λήψη τέτοιων μέτρων.
Ταυτόχρονα, ζήτημα είναι το κατά πόσον οι πολιτικές δυνάμεις θα ομονοούσαν σε ένα κοινό προτεινόμενο πλαίσιο και για την φύλαξη των πανεπιστημίων.
Το ΠΑΣΟΚ, πάντως, αν και απορρίπτει την πανεπιστημιακή αστυνομία, είναι υπέρ του να καθιερωθούν κάρτες εισόδου και σεκιούριτι, αλλά και να έχει το πανεπιστήμιο την ευθύνη. Η αντίδραση από μέρος των κομμάτων, όπως το ΚΚΕ, από την άλλη πλευρά, ήταν άμεση και αναμενόμενη.
Για την κυβέρνηση, πάντως, είναι κομβικό να αποδειχθεί στην πράξη αυτό που διαμηνύουν τα στελέχη της, ότι δηλαδή, «το άσυλο της ανομίας έχει τελειώσει».
Κυρίως την ώρα, που η λειτουργία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπό όρους «κανονικότητας», η αναβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης και η ανταγωνιστικότητα των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έχουν τεθεί ως κεντρικό σημείο αναφοράς για την κυβέρνηση, ιδίως την στιγμή που από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα τεθούν σε λειτουργία στη χώρα μας τα παραρτήματα μη κρατικών ξένων πανεπιστημίων.