H σημαντική δημοσκοπική διαφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη από τον Νίκο Ανδρουλάκη, μαζί με τη δρομολογηθείσα επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική σκηνή, έχουν οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ σε πολιτική παράκρουση. Ένα ΠΑΣΟΚ που συνειδητοποιώντας ότι τα «πολιτικά ψωμιά» που του έχουν απομείνει, είναι πλέον ελάχιστα, κάνει σπασμωδικές κινήσεις.
Έχοντας επενδύσει τα πάντα στον αρνητισμό και την καταγγελτική μανία, έπειτα από έξι χρόνια ως αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, το ΠΑΣΟΚ αποπειράται να αρθρώσει ένα θετικό και δημιουργικό πολιτικό λόγο. Πράγμα δύσκολο. Διότι όταν έχεις δομήσει την πολιτική σου υπόσταση, μόνο πάνω στο Predator και τα Τέμπη, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επανέλθεις στην πραγματικότητα.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφήσεις πίσω σου, άνευ μιας στοχειώδους αυτοκριτικής, τις αναζητήσεις του «άγνωστου καυσίμου που είχε προκαλέσει την ανάφλεξη» και των «τριών εξαϋλωμένων βαγονιών», διότι αυτά ήταν τα «τέρατα» που είχαν αναφέρει οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ μεταξύ των άλλων, μέσα στη Βουλή. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, όταν για μια μακρά περίοδο έχεις συμπορευτεί στη Βουλή με τη συνωμοσιολογία του Βελόπουλου και της Κωνσταντοπούλου, να προσπαθήσεις να αρθρώσεις εκ νέου ένα θεσμικό και θετικό λόγο πάνω στα πραγματικά προβλήματα και τις προκλήσεις του τόπου.
Ίσως, να λειτούργησε σαν συνεκτικός ιστός ο «πράσινος θυμός» και σαν κεντρομόλος δύναμη η «πράσινη αγανάκτηση» στην προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να μείνει όρθιο όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, για να προσελκύσει ξανά τους πρώην φίλους και ψηφοφόρους του, απαιτείται ένα θετικό αφήγημα.
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί αυτές τις ημέρες να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή και να προσελκύσει το ενδιαφέρον των πολιτών με τέσσερις τρόπους, με στόχο την απόκτηση πλεονεκτήματος έναντι της κυβέρνησης.
Ο πρώτος, είναι έκδοση της λεγόμενης «Μαύρης Βίβλου της Νέας Δημοκρατίας», υπό τον συντονισμό της Άννας Διαμαντοπούλου. Όμως, εάν κρίνουμε από την πρόσφατη χρησιμοποίηση του παραδείγματος του κυπέλλου του Πυθαγόρα από την πρώην υπουργό, θα πρόκειται περί λαϊκίστικου φιάσκου.
Ο δεύτερος, είναι το αίτημα για συζήτηση στη Βουλή, της αναγνώρισης του «Παλαιστινιακού» κράτους, σε μια απόπειρα αφενός υπενθύμισης των δεσμών του ΠΑΣΟΚ με την Αλ Φατάχ και του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Γιάσερ Αραφάτ, και αφετέρου απομόνωσης της Νέας Δημοκρατίας από το διάχυτο κίνημα «φρι παλεστάιν», που έχει αγκαλιάσει σύσσωμη την αριστερή πτέρυγα του κοινοβουλίου.
Ο τρίτος τρόπος, είναι η παρουσίαση των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ για την Περιφερειακή Ανάπτυξη και το Δημογραφικό, στις 3 Σεπτεμβρίου, ημέρα επετείου ίδρυσης του κόμματος, στο Ζάππειο, γεννώντας ένδοξες μνήμες.
Και ο τέταρτος τρόπος, είναι η ανακοίνωση στη ΔΕΘ του οικονομικού προγράμματος των εκατό πρώτων ημερών, δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη, την αντιμετώπιση της ακρίβειας, το στεγαστικό και τη νέα γενιά.
Βέβαια, ένα κυβερνητικό πρόγραμμα εκατό ημερών, προϋποθέτει δυο πράγματα. Επαφή με την πραγματικότητα των πολιτικών συσχετισμών και επαφή με την οικονομική πραγματικότητα.
Όσον αφορά το πρώτο, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει στις εκλογές. Ίσα - ίσα που θα παλέψει εναγωνίως για τη δεύτερη ή και τρίτη ακόμα θέση με το κόμμα Κωνσταντοπούλου και το αναμενόμενο κόμμα Τσίπρα. Οπότε το πρόγραμμα των εκατό ημερών, μάλλον ως γραφική προσπάθεια νεκρανάστασης του πάλαι ποτέ κραταιού κυβερνητικού κόμματος, μπορεί να εκληφθεί.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, το πρόγραμμα φέρνει ΕΚΑΣ, 13ο μισθό, 14ο μισθό, 13η σύνταξη, 14η σύνταξη και άλλα συναφή. Ένα πρόγραμμα ακατάσχετης παροχολογίας, που δεν εδράζεται σε καμιά οικονομική και δημοσιονομική λογική.
Ειδικά όταν το ΠΑΣΟΚ δια στόματος του κοινοβουλευτικού του εκπροσώπου, αμφισβητεί τη θεαματική αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας όλα αυτά τα χρόνια, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που εμφανίζει αναπτυξιακό κενό. Μια αύξηση του ΑΕΠ που πιστοποιούν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΟΟΣΑ, η Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, όλοι οι οίκοι αξιολόγησης της Ελληνικής Οικονομίας, αλλά όχι το ΠΑΣΟΚ.
Έτσι, από τη μια πλευρά το ΠΑΣΟΚ, υπόσχεται ως μελλοντική κυβέρνηση(!) να προχωρήσει σε παροχές και από την άλλη πλευρά ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Μάντζιος, με ύφος απόλυτης οικονομικής αυθεντίας και ασυγκράτητης πολιτικής καταγγελίας, αναφέρει ότι η κυβέρνηση «αυξάνει το ΑΕΠ όχι μέσα από επενδύσεις, από το αναπτυξιακό μοντέλο, από το ταμείο ανάπτυξης, από τις εισροές που ήρθαν, αλλά από τον πληθωρισμό, αυξάνοντας εικονικά το ΑΕΠ και μειώνοντας πλασματικά το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό». Με δυο λόγια μας λέει, ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση.
Οπότε, το ΠΑΣΟΚ προτείνει αύξηση παροχών, αλλά ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζει την ανάπτυξη της Οικονομίας και ομιλεί περί πλασματικής μείωσης του χρέους ως προς το ΑΕΠ, διαψεύδοντας και πάλι ως προς τη μείωση του δείκτη Χρέος/ΑΕΠ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΟΟΣΑ, την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και όλους τους οίκους αξιολόγησης της Ελληνικής Οικονομίας. Πέφτοντας με αυτόν τον τρόπο, στην παγίδα που πάει να στήσει. Διότι, αφού δεν υπάρχει ανάπτυξη, από που θα χρηματοδοτηθούν από τη μελλοντική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, το ΕΚΑΣ, ο 13ος μισθός, ο 14ος μισθός, η 13η σύνταξη, η 14η σύνταξη και λοιπά συναφή;
Ένας άνθρωπος που να αντιλαμβάνεται έστω και επιδερμικά τα των οικονομικών, δεν υπάρχει στο ΠΑΣΟΚ; Κανένα από αυτά τα πρώην στελέχη της ΠΑΣΠ που κατέχουν πρωτοκλασάτες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό, δεν έχει σπουδάσει οικονομικά; Είναι δυνατόν να υποστηρίζει το κόμμα που διεκδικεί – έστω και στα πιο άγρια όνειρα του – τη διακυβέρνηση της χώρας, ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ βασίζεται στον πληθωρισμό; Δεν γνωρίζουν πώς υπολογίζεται το ΑΕΠ; Δεν γνωρίζουν με ποιον τρόπο υπολογίζεται η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, μετά την αφαίρεση του πληθωριστικού παράγοντα; Είναι άραγε τόσο άσχετοι ή πρόκειται περί μιας ακόμα απόπειρας πολιτικής εξαπάτησης; Αντίστοιχης του «άγνωστου καυσίμου», του «μπαζώματος», των «τριών εξαφανισμένων βαγονιών» και του συνθήματος «“Δεν έχω οξυγόνο” που δείχνει ότι η κοινωνία ασφυκτιά από την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς», τα οποία κυριαρχούσαν σαν φλάμπουρα δίπλα στο σημαία με τον ταλαίπωρο πράσινο ήλιο.
Κύριοι του ΠΑΣΟΚ, το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται μόνο όταν αυξάνονται οι παραγόμενες ποσότητες των αγαθών και των υπηρεσιών. Με κανέναν άλλον τρόπο.
Σημειώσεις για τους μη ειδικούς:
Το ονομαστικό ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές) είναι το ΑΕΠ σε τιμές τρέχοντος έτους. Δηλαδή, πληθωρισμένο.
Το πραγματικό ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) είναι το ΑΕΠ σε τιμές έτους βάσης (*). Δηλαδή, αποπληθωρισμένο.
(*) Έτος βάσης, είναι το έτος, με το οποίο επιλέγεται να συγκρίνονται οι τιμές του τρέχοντος έτους, που για την Ελλάδα σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ και την Eurostat είναι το 2020.