Βλέπουν τον ίσκιο Ανδρουλάκη… μεγαλύτερο από το «μπόι» του!

Βλέπουν τον ίσκιο Ανδρουλάκη… μεγαλύτερο από το «μπόι» του!

Σε μια μακρόσυρτη λιτανεία βαρετών μονολόγων συνεχίζεται η συζήτηση στη Βουλή. Ίσως το ενδιαφέρον να αναζωπυρωθεί σήμερα με τη συζήτηση των αρχηγών. Πάντως, η χθεσινή πρόσκαιρη αψιμαχία Μητσοτάκη – Τσίπρα με πρωτοβουλία του δεύτερου, δεν είχε το βάρος που θα απαιτούσε μια πρόταση δυσπιστίας. Θα αρκούσε μια συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών.

Έτσι κι αλλιώς το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης συζήτησης δεν έλκετε από το αντικείμενό της, αλλά ούτε και από τις ομιλίες των βουλευτών, με τα αδιάφορα κακά ελληνικά τους. Το ενδιαφέρον εκλύεται από το διακύβευμα που εμπεριέχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια πρόταση δυσπιστίας με τα μάτια στραμμένα στις δημοσκοπήσεις και την άνοδο του Ανδρουλάκη, και βρήκε μια αστεία αιτία. Την παράλυση της Αθήνας - ούτε καν όλης της Αττικής, και πολύ περισσότερο της χώρας. Πόσο θα την παρακολουθήσει το κοινό με… κομμένη την ανάσα;

Το ότι δεν υπήρχε διακύβευμα φάνηκε εκπάγλως και από τη συμπεριφορά των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν θα πέσει, άρα η «πρόταση» ήταν κενή περιεχομένου, ήταν οι ίδιοι απόντες από τη Βουλή, σε μια διαδικασία που φιλοδοξούσαν – θεωρητικά – να δώσουν το μεγάλο χτύπημα. Οι ομιλίες τους διεκπεραιωτικές, με κερασάκι την προτροπή «φύγετε».

Από την πλευρά τους οι κυβερνητικοί βουλευτές είχαν μεγαλύτερο περιθώριο να ανοίξουν τη βεντάλια της δικής τους «υπερασπιστικής γραμμής», επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ τους έδωσε τη δυνατότητα. Όταν γίνεται πρόταση δυσπιστίας στην κυβέρνηση, η συζήτηση δικαιωματικά εξαπλώνεται σε όλο το εύρος της κυβερνητικής δράσης. Αν είχε κάνει πρόταση μομφής επί συγκεκριμένων υπουργών που είχαν αρμοδιότητα για τον χιονιά και την πανδημία, οι κυβερνητικοί δεν θα μπορούσαν να επεκταθούν σε θέματα εφ' όλης της κυβερνητικής ύλης (αλλά τότε πως θα έδειχνε αρχηγέτης της Κεντροαριστεράς;).

Οι κυβερνητικοί έδειξαν μεγάλο ζήλο να υποδύονται τον ρόλο των δημοσιογράφων, και απευθυνόμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ να τον λοιδορούν, επειδή κατέθεσε την πρόταση γιατί νιώθει την καυτή ανάσα Ανδρουλάκη. Έτσι, απόντος του αρχηγού του ΚΙΝΑΛ, του έδιναν οντότητα από βήματος Βουλής. Και είχε δίκιο η Ντόρα Μπακογιάννη που σύμφωνα με την Καθημερινή, έλεγε στο εντευκτήριο της Βουλής σε βουλευτές της ΝΔ «φτάνει μια με τον Ανδρουλάκη», και να σταματήσουν να τον «χαϊδεύουν».

Όμως και το ίδιο το κόμμα της ΝΔ, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, επιδόθηκαν σε υπερμεγέθη προσπάθεια (υπερμεγέθη για το μέγεθος του ΚΙΝΑΛ) να αναδείξουν την αντίφαση Ανδρουλάκη για να τον «κοντύνουν»: Υπερψηφίζει την πρόταση δυσπιστίας (που θεωρητικά οδηγεί σε εκλογές εάν καταψηφιστεί η κυβέρνηση), ενώ παράλληλα δηλώνει ότι δεν θέλει εκλογές.

Με το γράμμα του κανονισμού έχουν δίκιο, υπάρχει αντίφαση. Με το πνεύμα όχι. Γνώριζε ότι η κυβέρνηση δεν πέφτει, οπότε η αντικυβερνητική ψήφος του δεν ήταν αντιφατική ως προς την ουσία.

Το πρόβλημα είναι στα δύο κόμματα, και κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ που τον βλέπει ως άμεσο αντίπαλο. Ο Ανδρουλάκης δεν ξεσηκώνει τα πλήθη με τη ρητορική του δεινότητα. Ο λόγος του περισσότερο από πολιτικού αρχηγού είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, λόγος ενός μεσαίου πολιτικού στελέχους. Σε αυτό έχει εκπαιδευτεί. Παράλληλα δεν έχει ακόμη βρει ένα ιδεολογικό «πρόσημο», μια πολιτική παντιέρα. Όπως ας πούμε η «αλλαγή» του Αντρέα, ο «εκσυγχρονισμός» του Σημίτη, ή ένα σύνθημα όπως «Λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου.

Ο Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, ικανότατα οργανωτικός αλλά όχι «μπαλκονάτος», μοιάζει υποτονικός, αλλά λέει τα αυτονόητα, έστω και αν θεωρούνται κοινοτοπίες. Ισως όμως αυτά τα αυτονόητα λείπουν σε έναν λαό που οργίστηκε, διαδήλωσε, ενθουσιάστηκε, ήλπισε, και γεύτηκε την ήττα των ψευδαισθήσεών του.

Ετσι με τα κοινότοπα και αυτονόητα, γίνεται υποδοχέας δυσαρεστημένων, εισπράττοντας τη λαϊκή ωριμότητα που φέρνει η απογοήτευση. Ο κόσμος μοιάζει να μη θέλει πλέον θαυματοποιούς και ατρόμητους με νταούλια, μοιάζει να χρειάζεται την κοινοτοπία του αυτονόητου.

Αν αυτή η τάση θα έχει χρονικό βάθος και θα του εξασφαλίσει περεταίρω άνοδο, μένει να φανεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ κυρίως κάνει ότι μπορεί να τον διευκολύνει. Χρησιμοποιεί μια κορυφαία διαδικασία όπως την «Πρόταση» και καταδικάζει εαυτόν σε αφλογιστία για το επόμενο εξάμηνο, για κάτι σοβαρότερο που θα μπορούσε ίσως να ενσκήψει. Και αυτό χάριν της - απλώς διαφαινόμενης- δημοσκοπικής ανόδου του ΚΙΝΑΛ!

Παράλληλα εξακολουθεί την τοξικότητα ενάντια σε κριτές και αντιπάλους, που τους αναδεικνύει ως εχθρούς. Τηλεοράσεις, εφημερίδες, ραδιόφωνα, δημοσκοπικές εταιρίες, επαγγελματίες δημοσιογράφοι, είναι όλοι στοιχισμένοι στις λεγεώνες του εχθρού για να χτυπήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ! (μεγάλη η χάρη του).

Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να επανέλθει, μπορεί και όχι. Προς το παρόν το φέρνουν μόνοι τους. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του.