Υπέρ της προληπτικής πιστωτικής γραμμής ο Γ. Στουρνάρας

Υπέρ της προληπτικής πιστωτικής γραμμής ο Γ. Στουρνάρας

Τη σημασία ύπαρξης προληπτικής πιστωτικής γραμμής μετά το τέλος του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο, επισήμανε για μία ακόμη φορά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, καθώς όπως υποστηρίζει ο ίδιος, θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού και θα διασφαλίσει τη χρηματοδότηση της χώρας ακόμη και στην περίπτωση που επιδεινωθούν οι συνθήκες.

Αν και διαπιστώνει πως «η οικονομία ανακάμπτει» εκτιμά ότι η χώρα έχει ακόμη να διανύσει απόσταση μέχρι να αποκτήσει μόνιμη χρηματοδότηση από τις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος.
 
Μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνο-ισπανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για «το μέλλον της ελληνικής οικονομίας», ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί τόσο το καθεστώς της επιτήρησης, στο οποίο θα υπαχθεί η Ελλάδα μέχρι να αποπληρώσει το 75% των χρημάτων που έχει δανειστεί από τους θεσμούς, όσο και οι όροι και οι προϋποθέσεις με τους οποίους οι εταίροι μας είναι διατεθειμένοι να παράσχουν στη χώρα προληπτική πιστωτική γραμμή.
 
Όπως εξήγησε, η ύπαρξη ενός τέτοιου πλαισίου προληπτικής πιστωτικής γραμμής θα ήταν επωφελές για την ελληνική οικονομία συμβάλλοντας στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού. Και τούτο διότι θα παρέχει στην Ελλάδα ασφάλεια για τη χρηματοδότηση των δανειακών της αναγκών μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018- ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που η κατάσταση στις διεθνείς αγορές επιδεινωθεί.

Παράλληλα θα δώσει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συνεχίσει να δέχεται κατ΄ εξαίρεση τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο στη χορήγηση ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, μέχρι αυτά να αποκτήσουν και πάλι τη «σφραγίδα του αξιόχρεου» από τους οίκους αξιολόγησης. Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι η διατήρηση του καθεστώτος αυτού (της κατ΄ εξαίρεση αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ) είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ομαλή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα αξιολογείται από τους οίκους αξιολόγησης στην κατηγορία των μη επιλέξιμων προς επένδυση κρατών.

«Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα τους επόμενους μήνες είναι η σταθεροποίηση της εμπιστοσύνης και η βελτίωση της αξιοπιστίας της χώρας, που θα επιτρέψει την επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Τα βήματα που θα συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση είναι:

  1. Πρώτον, η εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων και η προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελικής αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος,
  2. Δεύτερον, ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και θα διευκολύνουν την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ,
  3. Τρίτον, η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών και της εμπιστοσύνης των επενδυτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.»