Τι προσπαθεί να κάνει το ΔΝΤ με το ελληνικό πρόγραμμα;

Τι προσπαθεί να κάνει το ΔΝΤ με το ελληνικό πρόγραμμα;

Του Βασίλη Γεώργα

Η ερχόμενη Τρίτη 19 Ιουλίου θα είναι μια κρίσιμη μέρα για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τι πήγε τόσο στραβά και το ελληνικό μνημόνιο που μας «έραψαν» οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010, έπεσε στα βράχια μαζί με τη χώρα.

Την ίδια μέρα που θα επισκέπτεται την Ελλάδα ο επίτροπος οικονομικών υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί για να συζητήσει με τον πρωθυπουργό, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και τον υπουργό Εργασίας την επόμενη φάση της αξιολόγησης, ο ΟΟΣΑ θα παρουσιάζει ταυτόχρονα για πρώτη φορά επίσημα στην Αθήνα την έκθεση προόδου των μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων, ενώ στην Ουάσιγκτον το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ θα ανοίγει τα κιτάπια της έκθεσης που συνέταξε το «Ανεξάρτητο Γραφείο Αξιολόγησης» του Ταμείου.

Ειδικά από την τελευταία, είναι πιθανόν ότι θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο η επόμενη μέρα της παρουσίας του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμά όσο και των εφαρμοζόμενων πολιτικών στην Ελλάδα.

Το ΔΝΤ έχει μιλήσει πολλές φορές το τελευταίο διάστημα για αποτυχία χαρακτηρίζοντας «ειδική περίπτωση» την Ελλάδα, αλλά του αφήγημά του -όσο κι αν καθόλου δεν απέχει από τη δική μας πραγματικότητα- περιβάλλεται από μια αχλή μυστηρίου για το ποιος ή ποιες συγκεκριμένες πολιτικές, ευθύνονται τελικά για το γεγονός ότι η χώρα δεν κατάφερε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με την Πορτογαλία, την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, τη Λετονία και να βγει από τα μνημόνια.

Με την έκθεση της ανεξάρτητης επιτροπής θα επιχειρηθεί για πρώτη φορά να δοθούν απαντήσεις και να προταθούν αλλαγές στο μείγμα, οι οποίες πιθανόν δεν θα είναι ευχάριστες για καμία πλευρά και πολύ περισσότερο για την Αθήνα, αλλά και για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Βερολίνο, που από την πλευρά τους κρίνουν, αντιθέτως, απόλυτα επιτυχημένη την εφαρμοζόμενη συνταγή της λιτότητας και της ανατροφοδοτούμενης ύφεσης στην Ελλάδα, αποδεχόμενοι ότι το 2018 η Ελλάδα θα βγει από τα μνημόνια. Από τις πρώτες διαρροές για το περιεχόμενο της έκθεσης διαφαίνεται μια προσπάθεια αυτοκριτικής αλλά και «διάχυσης» ευθυνών προς όλες τις κατευθύνσεις: προς τις ελληνικές κυβερνήσεις και τα εγχώρια κατεστημένα συμφέροντα που δημιουργούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, προς το ίδιο το προσωπικό και τις επιλογές του ΔΝΤ που δεν εκτίμησαν σωστά την κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και προς τους ευρωπαίους εταίρους με τους οποίους το Ταμείο δεν κατάφερε να συνεργαστεί σωστά και αποδοτικά. Η κριτική όμως που ασκείται επειδή το ΔΝΤ συμμετείχε στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα του 2010 χωρίς να έχει προηγουμένως διασφαλίσει ότι το χρέος θα ήταν βιώσιμο μετά τις παρεμβάσεις εκείνης της περιόδου, φαίνεται να βαραίνει περισσότερο, όντας επίσης σήμερα επίκαιρη καθώς επίκειται αντίστοιχη απόφαση του Ταμείου ως το τέλος του 2016.

Το τελευταίο διάστημα όλο και πιο συχνά το ΔΝΤ χρησιμοποιεί τα γεγονότα για να παίζει με τις λέξεις χωρίς εντούτοις να έχει ακόμη αποσαφηνίσει με ποιο τρόπο προτίθεται να διαχειριστεί τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα που παραμένει παγωμένη από χρηματοδοτικής άποψης, αλλά ενεργή σε ό,τι αφορά την άσκηση πολιτικής στη χώρα.

Οι επαναλαμβανόμενες «ομολογίες αποτυχίας» της συνταγής του μνημονίου μοιάζουν κατά κάποιο τρόπο να προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ταμείου από το ατέρμονο ελληνικό δράμα. Η εκτίμηση αυτή ενισχύθηκε περισσότερο όταν στις αρχές Ιουλίου διέρρευσαν οι πρώτες «παραινέσεις» που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του Ανεξάρτητου Γραφείου Αξιολόγησης σύμφωνα με τις οποίες συστήνεται στο ΔΝΤ να αποκρούσει μελλοντικές πολιτικές πιέσεις για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα διάσωσης στην ευρωζώνη αν δεν διασφαλίσει την τήρηση του καταστατικού του.

Δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο ότι το Ταμείο πράγματι δρομολογεί τελικά την αποσύνδεσή του από το πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή που μιλά για αναποτελεσματικότητα των πολιτικών, εξακολουθεί να εμφανίζεται περισσότερο πρόθυμο από ποτέ να βάλει το χέρι στην τσέπη, υπό τον όρο ότι αφενός η ελληνική κυβέρνηση θα υλοποιήσει το επώδυνο πακέτο των μεταρρυθμίσεων που υπάρχει στο τραπέζι (εργασιακά, απελευθέρωση αγορών, Δημόσιος τομέας) και από την άλλη η Ευρώπη θα αποδεχτεί εν μέρει τις δικές του προτάσεις για διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους κατά τρόπο που θα καθιστά εφικτή την απρόσκοπτη αποπληρωμή των δανείων στο μέλλον.

Υπάρχουν αρκετοί, και ειδικά εντός της ελληνικής κυβέρνησης, που εκτιμούν πως το ΔΝΤ ενόψει της σύνταξης της νέας έκθεσης αξιολόγησης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που αναμένεται να εκπονήσει μέχρι το τέλος του 2016, αξιοποιεί την ισχύ του προκειμένου να αυξήσει την πίεση τόσο προς την Ελλάδα όσο και προς τους ευρωπαίους δανειστές για να πετύχει αλλαγές στο ελληνικό πρόγραμμα ή ακόμη και ένα εντελώς νέο πρόγραμμα. Με όπλο τις εκπεφρασμένες θέσεις του για το χρέος, το ΔΝΤ έχει καταφέρει να αποτελεί ταυτόχρονα σύμμαχο και εχθρό τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους Γερμανούς.

Το κίνητρο προς την Ελλάδα, είναι η επιχειρηματολογία του Ταμείου για την ανάγκη «περιορισμού» της λιτότητας μέσω της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5-2% και συνεπώς για μεγαλύτερες και ταχύτερες παρεμβάσεις στο χρέος. Παρά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση καλλιεργεί την προσδοκία το ΔΝΤ θα απομονωθεί από το ελληνικό πρόγραμμα, έχοντας αποδεχθεί ότι οι παρεμβάσεις για το χρέος θα είναι σε κάθε περίπτωση περιορισμένες και δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στον στόχο της να κλείσει την κερκόπορτα νέων επώδυνων παρεμβάσεων στα εργασιακά και το μισθολογικό κόστος.

Στον αντίποδα, ως ερέθισμα στους ευρωπαίους δανειστές και ειδικότερα στο Βερολίνο, προκειμένου να προσχωρήσουν στις απόψεις του, παρουσιάζεται εμμέσως το ρίσκο διάσπασης της «συμμαχίας» μαζί τους που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια περίοδο που η Γερμανία και η Γαλλία προετοιμάζονται για βουλευτικές εκλογές ενώ η αναταραχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση βαθαίνει.

Στο παρελθόν, πάντως, η εμπειρία έχει δείξει πως Βερολίνο και ΔΝΤ, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, κινούνται σε παράλληλη πορεία με άξονα την Ελλάδα. Οι διαφορές μπορεί να έχουν βγει πλέον πιο κοντά στην επιφάνεια αλλά το ευρύτερο περιβάλλον στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία είναι τέτοιο, που περισσότερο ευνοεί παρά απειλεί με διάλυση την αγαστή συνεργασία τους.