Στον «αέρα» όλο το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης

Στον «αέρα» όλο το χρονοδιάγραμμα της αξιολόγησης

Του Βασίλη Γεώργα

Με ατζέντα για εδώ και τώρα νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων έως και 4,5 δισ. ευρώ για το 2018, αναμένεται να επιστρέψουν εκτός απροόπτου την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα οι εκπρόσωποι της τρόικας από τη στιγμή που θα πάρουν «σήμα» από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. 

Παρά τον διακηρυγμένο στόχο όλων των πλευρών να καταλήξουν γρήγορα σε μια συνολική συμφωνία που θα κλείνει τα ανοιχτά θέματα των εργασιακών αλλά και των δημοσιονομικών στόχων για τα επόμενα χρόνια, οι εξελίξεις μετά το προχθεσινό Eurogroup δείχνουν ότι το χρονοδιάγραμμα της δεύτερης αξιολόγησης κινδυνεύει με εκτροχιασμό. Το καμπανάκι για νέα καθυστέρηση έσπευσε να χτυπήσει χθες και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε δηλώνοντας ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να κλείσει η αξιολόγηση, την ίδια ώρα που η ελληνική κυβέρνηση έστελνε μήνυμα ότι είναι αναγκαίο να υπάρξει συμφωνία εντός της επόμενης ή μεθεπόμενης εβδομάδας.

Πληροφορίες από τις Βρυξέλλες και τη Φραγκφούρτη επιβεβαιώνουν τις βαθύτερες ανησυχίες της κυβέρνησης ότι το ΔΝΤ όχι μόνο τα έχει βρει με την ευρωζώνη στον στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά το τέλος του 3ου μνημονίου, αλλά ότι με την επιστροφή των «θεσμών» στην Αθήνα θα τεθεί ως όρος η εκ των προτέρων νομοθέτηση όλου του πακέτου των μέτρων που ζητά το ΔΝΤ για το 2018, με αιχμή τις μειώσεις στις συντάξεις και το αφορολόγητο όριο.

Το πακέτο αυτό αντιστοιχεί όπως αποκάλυψε χθες στο ευρωκοινοβούλιο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης σε 2,5% του ΑΕΠ ή σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ πρόσθετων μέτρων. Το 2% είναι για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό που προκύπτει από την εκτίμηση του Ταμείου ότι η Ελλάδα δεν θα επιτύχει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, αλλά θα περιοριστεί στο 1,5%, ενώ επιπλέον μισή μονάδα προκύπτει ως υστέρηση από τις δευτερογενείς επιπτώσεις των πρόσθετων μέτρων στους ρυθμούς ανάπτυξης.

Μέτρα για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό του 2018 ζητούν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Με τη διαφορά ότι εντοπίζουν τρύπα «μόλις» 0,3-0,4% του ΑΕΠ (540-720 εκατ. ευρώ), αλλά δεν έχουν πρόβλημα να υιοθετήσουν σιωπηρώς τη θέση του ΔΝΤ για πολλαπλάσια μέτρα προκειμένου όλοι να είναι σίγουροι ότι θα βγει το πρόγραμμα. Το «έλλειμμα» αυτό η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θα το κλείσει μέσα από το πρόγραμμα εξοικονόμησης δαπανών κατά τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ στα υπουργεία που θα αποδώσει το 2017.

Στην πράξη όλα τα παραπάνω φέρνουν την κυβέρνηση προ τετελεσμένων αποφάσεων προκειμένου να ανοίξει η πόρτα συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Το ερώτημα είναι αν θα κάνει αποδεκτές τις απαιτήσεις των δανειστών και θα αναλάβει το πολιτικό κόστος μείωσης των συντάξεων και περικοπών στο αφορολόγητο ή θα επιλέξει να κινηθεί σε τροχιά σύγκρουσης. Η διακύβευση σύμφωνα με πηγές της ευρωζώνης που μίλησαν στο Liberal είναι αν τα μέτρα των 4,5 δισ. ευρώ θα ζητηθεί να ληφθούν από τώρα στο σύνολό τους, ή ένα μέρος τους θα παραπεμφθεί για το μέλλον ώστε να διευκολυνθεί πολιτικά η κυβέρνηση. Το βάρος των μέτρων που θα κληθεί να σηκώσει, θα κρίνουν και το σενάριο των πολιτικών εξελίξεων.

Ο κίνδυνος, πάντως μετά την προχθεσινή απόφαση του Eurogroup να διατηρηθεί μεσοπρόθεσμα -και τουλάχιστον μέχρι το 2023- ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, είναι να τιναχθεί στον αέρα όλο το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης. Το χρονοδιάγραμμα αυτό προβλέπει κλείσιμο της αξιολόγησης το αργότερο μέχρι τον Ιανουάριο ώστε να καταστεί εφικτή χρονικά η δρομολόγηση των άμεσων παρεμβάσεων για το χρέος και η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τον Μάρτιο.

Η πιθανότητα να εξελιχθεί η διελκυστίνδα με το ΔΝΤ σε εμπλοκή διαρκείας είναι υπαρκτή,  καθώς βρισκόμαστε στη φάση που όλες οι πλευρές έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους στο τραπέζι και εμφανίζονται αποφασισμένες να στοιχηθούν πίσω από τις «κόκκινες γραμμές» που έχουν θέσει.

Ειδικά η ελληνική κυβέρνηση,  και παρά τη σαφή «προτροπή» ου Eurogroup να «συνεργαστεί με τους θεσμούς για να συμφωνήσουν σε διαρθρωτικά μέτρα», εμμένει στη θέση της ότι από πουθενά δεν προκύπτει η ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για το 2018 και τα επόμενα χρόνια. Αντιθέτως στοιχίζεται πίσω από την βολική πλην αμφισβητούμενη θέση των Ευρωπαίων  ότι οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για τα επόμενα χρόνια, είναι απόλυτα εφικτοί μέσα από τα μέτρα του τρίτου προγράμματος.

Η Ελλάδα βρίσκεται εκ των πραγμάτων στην πιο δύσκολη θέση. Αυτή τη φορά όχι γιατί θα χρειαστεί άμεσα ρευστότητα για να αποπληρώσει εξωτερικές υποχρεώσεις, αλλά διότι όλο το αφήγημα έχει στηθεί με άξονα την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και των εκθέσεων βιωσιμότητας του χρέους μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, ώστε να είναι εφικτή η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ μέσα στον Μάρτιο.

Αν το χρονοδιάγραμμα εκτροχιαστεί, δεν θα επέλθει καταστροφή, αλλά η θέση μας θα δυσκολέψει πολύ περισσότερο και ο λογαριασμός ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ βαρύτερος στο μέλλον.