Το στοίχημα του Ταμείου Ανάκαμψης και ο κίνδυνος να χαθούν πόροι
Shutterstock
Shutterstock

Το στοίχημα του Ταμείου Ανάκαμψης και ο κίνδυνος να χαθούν πόροι

Οι εξελίξεις στο Ουκρανικό μέτωπο, η πιθανότητα εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι εσωτερικές τριβές στο ΝΑΤΟ και η ανάγκη δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού και μιας ενιαίας αμυντικής πολιτικής, θα οδηγήσουν νομοτελειακά στην ανάγκη αύξησης των ευρωπαϊκών πόρων, που θα διοχετευτούν στις εξοπλιστικές δαπάνες.

Ήδη σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Υπηρεσίας (European Defence Agency /EDA), οι αμυντικές δαπάνες για το 2022 ξεπέρασαν τα 240 δισ. καταγράφοντας ένα ιστορικό ρεκόρ, που αντιστοιχεί στο 1,5% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου προϊόντος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες, υπολείπονται σημαντικά του στόχου που έχει τεθεί, δηλαδή στο 2% του ΑΕΠ. Με βάση το στόχο του 2%, οι δαπάνες για το 2022 θα είχαν ανέλθει στα 316 δισ. ευρώ, όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα:

Παρά τη σημαντική αύξηση, οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες παραμένουν σαν ποσοστά, αλλά και σαν απόλυτα μεγέθη σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα:

Σε κάθε αύξηση των δαπανών, δυο είναι οι τρόποι χρηματοδότησης. Ο πρώτος τρόπος είναι η επιβολή φορολογίας. Και ο δεύτερος τρόπος είναι ο δανεισμός από τις αγορές. Η επιβολή νέας φορολογίας μέσα σε ένα περιβάλλον ασθενικής ανάπτυξης και συμπίεσης των εισοδημάτων των Ευρωπαίων πολιτών μοιάζει αδόκιμος. Η προσφυγή στις αγορές μέσω της έκδοσης ευρωπαϊκών ομολόγων έχει τα προβλήματα της, αφού δημιουργεί «αμοιβαιότητα» στο χρέος.

Και αυτό αποτελεί κόκκινο πανί για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. Άλλωστε και οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), που κατευθύνονται σήμερα κυρίως στις χώρες του Νότου, προέρχονται από δανεισμό μέσω των διεθνών αγορών.

Η συμφωνία γι’ αυτόν τον έκτακτο κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό του RRF από τις διεθνείς αγορές ύψους 672,5 δισ. ευρώ, συμφωνήθηκε λόγω της ανάγκης για παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη για την αποκατάσταση ζημιών και την εξάλειψη της κρίσης, της ανάγκης για την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη συμβολή στην αναζωογόνηση των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς και της ανάγκης για την αντιμετώπιση των στρατηγικών προκλήσεων της Ευρώπης και την ορθότερη προετοιμασία απέναντι σε επικείμενες κρίσεις.

Οπότε στην ερώτηση για το από που θα βρεθούν τα χρήματα που απαιτούνται για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, η απάντηση είναι σχετικά σύντομη. Από το RRF. Και συγκεκριμένα από τους πόρους που δεν θα έχουν εκταμιευτεί μέχρι τη λήξη του προγράμματος το 2026.

Ας δούμε όμως τη γενικότερη και την ειδικότερη εικόνα του RRF για την Ευρώπη και την Ελλάδα.

Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το περίφημο Recovery and Resilience Facility (RRF) αποτελεί σήμερα τον βασικό μοχλό ανάπτυξης στη χώρα μας. Στο σύνολο του, ο RRF θα διαθέσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2026 στις χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης, δάνεια και επιχορηγήσεις ύψους 672,5 δισ. ευρώ, από τα οποία 312,5 δισ. ευρώ θα είναι επιχορηγήσεις και 360,0 δισ. ευρώ θα είναι δάνεια.

Από το συνολικό κεφάλαιο του Ταμείου Ανάκαμψης, το ποσό που αναλογεί στην Ελλάδα ανέρχεται σε 31 δισ. ευρώ από τα οποία 18 δισ. ευρώ θα έλθουν με τη μορφή επιχορηγήσεων και τα υπόλοιπα 13 δισ. ευρώ με τη μορφή δανείων με μηδενικό επιτόκιο. Οι πόροι θα πρέπει να έχουν εκταμιευτεί μέχρι ως το τέλος του 2026, σε project για την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή μετάβαση, την απασχόληση, τις δεξιότητες, την κοινωνική συνοχή, την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη, τις ιδιωτικές επενδύσεις και τον ευρύτερο μετασχηματισμό της οικονομίας.

Τα projects τα οποία επιλέγονται, κινητοποιούν όχι μόνο τους προαναφερθέντες ευρωπαϊκούς όρους, αλλά και ιδιωτικά κεφάλαια. Έτσι τα χρηματοδοτούμενα σχήματα, δηλαδή οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στα προγράμματα, χρησιμοποιούν χρήματα του Ταμείου κατ’ ανώτατο όριο 50%, τραπεζικά δάνεια κατά τουλάχιστον 30% και ιδιωτική συμμετοχή της επένδυσης κατ’ ελάχιστον 20%.

Με δυο λόγια, τα τελικά ποσά που επενδύονται είναι επί 2, αφού όσα κεφάλαια διαθέτει το ταμείο, άλλα τόσα απαιτούνται από τον επιχειρηματικό σχήμα και τις συνεργαζόμενες τράπεζες. Μιλάμε δηλαδή για 62 δισ. ευρώ, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2026.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία η Ελλάδα έχει ως τώρα αρκετά υψηλότερο ποσοστό απορρόφησης των εγκεκριμένων χρηματοδοτήσεων (επιδοτήσεις και δάνεια) από τον μέσο όρο της Ε.Ε (36,4% έναντι 30,6%). Σημασία όμως δεν έχει να αναφερθούμε στις εγκεκριμένες επιδοτήσεις αλλά στα ποσά που έχουν ήδη απορροφηθεί, δηλαδή στα χρήματα που έχουν εκταμιευτεί. Συνολικά λοιπόν έχουν απορροφηθεί από το RRF μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2023 11 δισ. ευρώ.

Οπότε υπάρχει περιθώριο εκταμίευσης για τα υπόλοιπα 20 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2026. Διότι μετά, τα ποσά τα οποία δεν έχουν εκταμιευτεί στα projects που έχουν εγκριθεί, θα ανακατευθυνθούν προς τις ευρωπαϊκές αμυντικές ανάγκες.

Μέχρι σήμερα έχουμε συνηθίσει σχεδόν στο σύνολο τους, όλα τα χρηματοδοτικά ευρωπαϊκά σχήματα να δίνουν παρατάσεις επί παρατάσεων, αφού οι κρατικοί μηχανισμοί και οι εμπλεκόμενοι φορείς κινούνται με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς. Ωστόσο, σήμερα για την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2026, δεν θα υπάρξει η παραμικρή παράταση. Τι σημαίνει αυτό για τη χώρα μας;

Σημαίνει ότι μέσα στους επόμενους 20 μήνες θα πρέπει να έχουν εγκριθεί και να εκταμιευτεί 20 δισ. ευρώ, να έχουν εγκριθεί δάνεια ύψους μέχρι 12 δισ. ευρώ και να έχουν επενδυθεί ιδιωτικά κεφάλαια τουλάχιστον 8 δισ. ευρώ. Αν δεν τηρήσουμε συνδυαστικά αυτές στις τρεις προϋποθέσεις, τότε οι αντίστοιχοι πόροι θα χαθούν από τον επενδυτικό χάρτη της χώρας, με ό,τι σημαίνει αυτό για την ανάπτυξη, για την παραγωγή, για την απασχόληση και για την προσπάθεια της χώρας να μειώσει τη διαφορά της από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

To ηχηρό καμπανάκι που ακούστηκε την περασμένη εβδομάδα από το Politico, σχετικά με τις πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), που αφορούσαν 10 υπό έρευνα εταιρίες και 110 ελληνικούς δημόσιους διαγωνισμούς που χρηματοδοτήθηκαν από την ΕΕ, κυρίως από το ταμείο ανάκαμψης της ΕΕ, μεταξύ 2021 και Ιανουαρίου 2024, θα πρέπει να μας προβληματίσει και αυτό.

Μέσα στους επόμενους 18 μήνες πρέπει να επιτευχθεί ένας άθλος. Να εγκριθούν τα projects, να εκταμιευτούν τα ποσά και να γίνουν όλα μέσα σε ένα καθεστώς πλήρους διαφάνειας. Διαφορετικά εάν δεν έχουν επιτευχθεί «τα νούμερα» θα χαθούν από την εθνική οικονομία οι πόροι οι οποίοι θα ανακατευθυνθούν προς τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες. Εάν πάλι δεν έχουν ακολουθηθεί οι σύννομες και διαφανείς διαδικασίες, ο OLAF θα οδηγήσει τον κάθε κατεργάρη στο κελί του.

Παράλληλα η ζημία για τη χώρα θα είναι μεγάλη. Η Ελλάδα θα πρέπει να φτάσει στο 2032 με όσο το δυνατόν πιο εύρωστη και δυναμική οικονομία. Σε διαφορετική περίπτωση, οι προ δεκαετίας επικίνδυνες καταστάσεις θα βρεθούν και πάλι μπροστά μας.