Σε... σκοτεινό δωμάτιο η ελληνική οικονομία

Σε... σκοτεινό δωμάτιο η ελληνική οικονομία

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος και η απότομη επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας σε συνδυασμό με τη δεδομένη αδυναμία της κυβέρνησης να εφαρμόσει αναπτυξιακές πολιτικές, είναι οι βασικοί παράγοντες που δεν αφήνουν την πραγματική οικονομία να... σηκώσει κεφάλι. Όλα αυτά έχουν γίνει αισθητά τους τελευταίους – και όχι μόνο – μήνες, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να χάσει τη... φόρα του προς το τέλος του περασμένου έτους, διαψεύδοντας για ακόμη μία φορά τις προσδοκίες του πρωθυπουργού.

Τελικά, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 1,8% το 2018 και πλέον οι επενδυτικοί οίκοι ποντάρουν σε μία κυβέρνηση που θα έχει ορίζοντα τετραετίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε έκθεσή της η Bank of America Merrill Lynch, η Ελλάδα χρειάζεται καλύτερη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, κάτι που αναμένεται να συμβεί μετά τις βουλευτικές εκλογές.

Μπορεί οι επενδυτές να υποδέχθηκαν με θέρμη την έκδοση του 10ετούς ομολόγου λόγω της υψηλής απόδοσης και της σημαντικής μείωσης του πολιτικού κινδύνου, όμως οι ευρύτερες εξελίξεις δείχνουν ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ξεκίνησε στη χειρότερη δυνατή περίοδο και ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να θέσει τις βάσεις για υψηλότερους ρυθμούς. Οι σχέσεις με τις αγορές βελτιώνονται, ωστόσο εξελίξεις όπως οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων – και κυρίως του νέου πλαισίου για την πρώτη κατοικία - στέλνουν αρνητικό μήνυμα στους επενδυτές.

Ενδεικτική του κλίματος και η τοποθέτηση του συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης είπε ότι δεν πρέπει να δημιουργούνται υπερβολικές προσδοκίες καθώς δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για να διορθωθεί η ζημιά που προκάλεσε η κρίση. Στάθηκε δε, στο χαμηλό επίπεδο επενδύσεων και στο υπερβολικό απόθεμα «κόκκινων» δανείων. Για να υπάρξει πρόοδος στις επενδύσεις και στα κόκκινα δάνεια θα πρέπει να αποκατασταθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη.

Όπως τονίζει η BofA Merrill Lynch, η Ελλάδα δείχνει να «αναπνέει» μετά από σχεδόν 10 χρόνια στα οποία βίωσε μία από τις χειρότερες κρίσεις που έχουν καταγραφεί ποτέ σε ανεπτυγμένη οικονομία, παρ'' όλα αυτά, η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές μακροπρόθεσμες προκλήσεις. Το project μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι τεράστιο και από την πρόοδο που θα σημειωθεί στο συγκεκριμένο μέτωπο θα εξαρτηθούν πολλά για τις προοπτικές της χώρας, προσθέτει.

Η αμερικανική τράπεζα, μάλιστα, επισημαίνει την ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας, εκτιμώντας ότι η Νέα Δημοκρατία θα καταφέρει μόνη της ή με συνεργασία να σχηματίσει κυβέρνηση με ορίζοντα τετραετίας, κάτι που σήμερα θεωρείται σπάνιο στην Ευρώπη. Η BofA ML σημειώνει ότι παραμένει αβέβαιο αν η ΝΔ θα καταφέρει να εφαρμόσει όλα όσα υπόσχεται, όμως είναι πολύ θετική για την ανάπτυξη η αλλαγή μείγματος πολιτικής για την οποία έχει δεσμευθεί, με μείωση των φόρων, καθώς μέχρι σήμερα η δημοσιονομική προσαρμογή έχει στηριχθεί στους φόρους.

Την ίδια ώρα, ο Μάριο Ντράγκι κρούει ξανά τον κώδωνα του κινδύνου αλλά το θέμα είναι ποιος τον ακούει. «Όταν βρίσκεσαι μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο κινείσαι με μικρά και προσεχτικά βήματα. Δεν τρέχεις, αλλά κινείσαι». Με αυτόν τον τρόπο ο Ιταλός περιέγραψε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ευρώπη και παράλληλα αιτιολόγησε την απόφαση της ΕΚΤ να προβεί σε τρίτο γύρο φθηνών δανείων και να αποκλείσει την αύξηση των επιτοκίων έως το τέλος του 2019. Μέτρα που έχουν αποκλειστικό σκοπό να... κρύψουν την ύφεση που έχει ήδη χτυπήσει την Ιταλία και βρίσκεται στο κατώφλι της Γερμανίας.

Και επειδή ο Ντράγκι προσέχει πάντοτε τις λέξεις που χρησιμοποιεί, η αναφορά στο «σκοτεινό δωμάτιο» έφερε πτώση στα χρηματιστήρια και άνοιξε ξανά τη συζήτηση για το φάντασμα της ύφεσης και την επανεκκίνηση του QE. Σε αυτό το δυσμενές κλίμα για την ευρωπαϊκή οικονομία, οι αγορές κινούνται στους ρυθμούς των προσδοκιών για τερματισμό του εμπορικού πολέμου, σκεπάζοντας τη «γύμνια» των οικονομικών δεικτών. Όμως, ο Ντράγκι αναφέρθηκε αρκετές φορές στην ανάγκη ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη και κυρίως στις χώρες με υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία δηλαδή, ενώ οι ελληνικές τράπεζες είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα έχουν τη δυνατότητα να ωφεληθούν από το TLTRO III.