Scope Ratings: Tι φέρνει ο πόλεμος στην Ελλάδα - Πώς ξεκλειδώνει η επενδυτική βαθμίδα

Scope Ratings: Tι φέρνει ο πόλεμος στην Ελλάδα - Πώς ξεκλειδώνει η επενδυτική βαθμίδα

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2022 θα είναι σημαντική, όμως χαμηλότερη από αυτή που αναμένονταν εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα κινηθεί σε υψηλά επίπεδα, ενώ η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για ακριβή ενέργεια. Παράλληλα, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να είναι ευέλικτη για τα ελληνικά ομόλογα, θα υπάρξει χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και νέο πακέτο ευνοϊκών ρυθμίσεων για τα κράτη της ΕΕ είναι πιθανό. Οι παράγοντες που θα καθορίσουν την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας. Τα παραπάνω αναφέρουν σε συνέντευξη που παραχώρησαν στο Liberal τέσσερα διευθυντικά στελέχη της Scope Ratings.

Ειδικότερα στο Liberal μιλούν ο Dennis Shen και ο Jakob Suwalski, Διευθυντές Sovereign Ratings, ο Marlen Shokhitbayev, Διευθυντής Corporate Ratings και ο Dierk Brandenburg, επικεφαλής credit and ESG research.

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο

Ποιες οι εκτιμήσεις σας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φέτος; Οι επιπτώσεις του πολέμου απομακρύνουν την επενδυτική βαθμίδα;

Dennis Shen: Βρισκόμαστε σε διαδικασία αναθεώρησης των οικονομικών μας προβλέψεων. Αυτή τη στιγμή υπάρχει καθοδικός κίνδυνος για την τελευταία μας πρόβλεψη ανάπτυξης 3,4% για το 2022 για την Ελλάδα. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι επιπτώσεις του πολέμου και η επιβολή διεθνών κυρώσεων στη Ρωσία επιδεινώνουν τις πιέσεις στις τιμές και τις διακοπές εφοδιασμού, που υπήρχαν πριν από την εισβολή του Φεβρουαρίου στην Ουκρανία και ως εκ τούτου επιβαρύνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, καθώς και την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουμε περιγράψει παράγοντες που θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να υποστηρίξουν μια περαιτέρω θετική δράση αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας από το επίπεδο BB+. Το πρώτο μεταξύ αυτών θα ήταν η περαιτέρω ενίσχυση της στήριξης του Ευρωσυστήματος για το ελληνικό χρέος τα επόμενα χρόνια. Αναμένουμε ότι η ευελιξία θα παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος της απάντησης της ΕΚΤ, με την κεντρική τράπεζα να κάνει βήματα προς την εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής μέσω της σταδιακής μείωσης των αγορών περιουσιακών στοιχείων, προσαρμόζοντας παράλληλα τις οικονομικές συνθήκες που εξελίσσονται. Η ευελιξία και η υποστήριξη σε περιόδους κρίσης της αγοράς θα μπορούσαν να αμβλύνουν περαιτέρω τον ρόλο της ΕΚΤ ως δανειστή έσχατης ανάγκης εντός της νομισματικής ένωσης και να στηρίξουν τις αξιολογήσεις δανειοληπτών της ευρωζώνης με χαμηλότερη αξιολόγηση, όπως η Ελλάδα.

Δεύτερον, εάν η δημοσιονομική εξυγίανση και η οικονομική ανάκαμψη είχαν ως αποτέλεσμα μια ισχυρή και διαρκή πτωτική τροχιά του χρέους προς το ΑΕΠ, αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τις αξιολογήσεις της Ελλάδας.

Επιπλέον, συζητήσεις για πιθανές τροποποιήσεις στους ισχύοντες κανόνες, καθώς και για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα σε όλη την ΕΕ για την αντιμετώπιση των συνεπειών αυτής της κρίσης στην ενέργεια, την ασφάλεια και τη μετανάστευση, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου ταμείου ανθεκτικότητας της ΕΕ, είναι πιθανό. Το Ταμείο Ανακάκαμψης επίσης ήδη υλοποιείται.

Ενώ αναμένουμε ότι η απάντηση της πολιτικής από την ΕΕ θα συνεπάγεται κάποιο επιμερισμό των βαρών, είναι πιθανή πρόσθετη ευελιξία των δημοσιονομικών κανόνων. Οι προσπάθειες της ίδιας της Ελλάδας για εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της θα καθυστερήσουν λόγω του πολέμου, καθώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει περίπλοκες πολιτικές αντισταθμίσεις καθώς η οικονομία ανακάμπτει από την πανδημία.

Τρίτον, εάν περιοριστούν οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, αυτό θα μπορούσε να υποστηρίξει τις προοπτικές των αξιολογήσεών μας.

Τέλος, εάν μειωθούν οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα, ενισχύοντας την παροχή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την εξέταση του κατά πόσον μια τρέχουσα αρνητική προσαρμογή των αξιολογήσεων της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα με βάση τον κίνδυνο του τραπεζικού τομέα παραμένει δικαιολογημένη.

Σχετικά με τον πληθωρισμό, τι προβλέπετε για την ευρωζώνη;

Jakob Suwalski: Πολύ υψηλός πληθωρισμός καταγράφηκε τον Μάρτιο στις μεγάλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Η Ισπανία ξεχωρίζει στο 9,8%. Στη Γερμανία, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 7,3%, ενώ στην Ιταλία  στο 6,7%, ενώ οι πιέσεις στις τιμές ήταν πιο μέτριες στη Γαλλία με πληθωρισμό 4,5%.

Το τρέχον τρίμηνο, η αλληλεπίδραση των ελλείψεων πρώτων υλών και της αύξησης των τιμών είναι πιθανό να διατηρήσει την ανοδική τάση που καταγράφεται στον πληθωρισμό. Τελικά, η βραχυπρόθεσμη πορεία του πληθωρισμού θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και από την έκταση και την επιμονή των κυρώσεων στη Ρωσία.

Οι τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου, πώς θα κινηθούν;

Marlen Shokhitbayev: Μια κλιμάκωση της σύγκρουσης πιθανότατα θα εκτινάξει τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στα ύψη βραχυπρόθεσμα και, εάν συνδυαστεί με διαταραχές της προσφοράς, θα καταπνίξει την ανάπτυξη στην Ευρώπη, μειώνοντας με τη σειρά της τη ζήτηση, καθώς οι εναλλακτικές προμήθειες φτάνουν στην αγορά, μεταφραζόμενες σε χαμηλότερες τιμές μεσοπρόθεσμα

Τέλος, σχετικά με τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας της πανδμίας και του πολέμου, αναμένετε να έχουν διάρκεια;

Dierk Brandenburg: Η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή για το μέλλον της πανδημίας, ιδίως σχετικά με την επιτυχία της στρατηγικής της Κίνας για περιορισμό του κορονοϊού, και τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς επίσης και την περαιτέρω αυστηροποίηση των κυρώσεων. Επομένως ο αντίκτυπός τους στις αλυσίδες εφοδιασμού είναι δύσκολο να αξιολογηθεί βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, οι εταιρείες και οι χώρες θα προσαρμοστούν. Για να πάρουμε την περίπτωση της Ευρώπης. Η προσαρμογή θα περιλαμβάνει ένα συνδυασμό μέτρων, για παράδειγμα, επενδύοντας περισσότερο στην τοπική παραγωγή ημιαγωγών και ηλεκτρικών μπαταριών και στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πυρηνικής ενέργειας. Έτσι μειώνεται η εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου με την προμήθεια από άλλες πηγές και την κατασκευή της απαραίτητης υποδομής.