Του Βασίλη Γεώργα
Αντιμέτωπη με σκληρά διλήμματα βρίσκεται η κυβέρνηση ενόψει του σημερινού Eurogroup και των διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν ως το τέλος του έτους.
Ακόμη και αν επιτευχθεί συμφωνία σε όλα τα υπόλοιπα (εργασιακά κλπ.) όσο οι δανειστές επιμένουν στην απαίτησή τους να δεσμευτεί η Ελλάδα για πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, ώστε να αποπληρώνει με εσωτερικούς πόρους το δημόσιο χρέος της, αργά ή γρήγορα κάποιος θα πρέπει να αναλάβει το κόστος να νομοθετήσει βαριά πρόσθετα μέτρα, και παράλληλα να ενημερώσει τους πολίτες ότι δεν πρόκειται να γίνει καμία σοβαρή μείωση στο φορτίο του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει στο τραπέζι ένα πολύ σκληρό πακέτο 4,2 δισ. ευρώ για τη διετία 2019-2020 με περικοπές στις σημερινές συντάξεις και το αφορολόγητο όριο, το οποίο προσφέρεται ως αντάλλαγμα για μια συνολική συμφωνία από τους δανειστές.
Το αντίβαρο σε αυτό το πακέτο είναι όμως, μια «λειψή» διευθέτηση του χρέους με βραχυπρόθεσμα μέτρα τα οποία μειώνουν κατά 21,8% την ονομαστική αξία του σε μισό αιώνα από σήμερα (2060) αλλά δεν επαρκούν για να το καταστήσουν βιώσιμο.
Γιατί είναι «κλειδί» τα πρωτογενή πλεονάσματα
Και τα δύο ανοιχτά θέματα της συμφωνίας -τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα και ο τρόπος που θα γίνει η διευθέτηση του χρέους- έχουν έναν κοινό παρανομαστή: τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Στην πρώτη περίπτωση οι περικοπές στις συντάξεις και η δραστική μείωση του αφορολόγητου ορίου είναι το αντίτιμο που ζητά το ΔΝΤ ώστε να καλυφθεί η διαφορά ανάμεσα στη δική του εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτύχει πλεόνασμα πάνω από 1,5%, και της ευρωζώνης που βάζει τον πήχη στο 3,5% αρχικά για το 2019-2020 και εν συνεχεία τουλάχιστον για μια πενταετία αν όχι δεκαετία.
Όσο ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα παραμένει σε αυτό το επίπεδο (6,5 δισ. ευρώ ετησίως), η Ελλάδα θα πρέπει να βρίσκει συνεχώς πόρους και να κόβει δαπάνες για να τα τροφοδοτεί.
Παραμονές της συζήτησης για το χρέος, δεν ήταν τυχαία χθες η δήλωση του γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι «εάν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στο ευρώ, δεν υπάρχει τρόπος να παρακαμφθεί η εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, ανεξαρτήτως του επιπέδου του χρέους».
Από τη λογική της ευρωζώνης απουσιάζει πλήρως αυτή τη στιγμή όχι μόνο η προοπτική «κουρέματος» του χρέους αλλά και της παραμικρής ζημιάς που θα μπορούσαν να υποστούν οι δανειστές της χώρας (ESM, κεντρικές τράπεζες και κράτη μέλη) στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Γι'' αυτό και η πρόταση που θα συζητηθεί σήμερα στο Eurogroup για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του χρέους, είναι τέτοια που δεν προκαλεί ζημιά στους πιστωτές σε όρους ονομαστικής αξίας και γι'' αυτό γίνεται αποδεκτή από όλους.
Δημιουργεί, όμως, την «ανάγκη» να γίνουν στο μέλλον «μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες» παρεμβάσεις ώστε να εξασφαλιστεί τελικά η περιβόητη βιωσιμότητα του χρέους και να επιτευχθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Υψηλά πλεονάσματα, μικρότερο «κούρεμα»
Αυτό μας φέρνει στην καρδιά του προβλήματος διευθέτησης του ελληνικού χρέους που είναι και πάλι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει να καταλήξει ως το τέλος του χρόνου σε έναν ακριβή προσδιορισμό για το πόσα χρόνια μετά το 2018 η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ώστε να καθοριστούν και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Η θέση της ευρωζώνης είναι για τουλάχιστον μια δεκαετία, του ΔΝΤ για περίπου 3 χρόνια και της Ελλάδας να μειωθεί αμέσως μετά το 2018.
Όσο περισσότερα χρόνια είναι τα πλεονάσματα στο 3,5% τόσο λιγότερα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος χρειάζεται να ληφθούν.
Κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας εξηγούσε χαρακτηριστικά ότι «αν η απόφαση του Eurogroup είναι να πάρουμε περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα για να επιτυγχάνουμε πλεονάσματα 3,5% για δέκα χρόνια, τότε με τη μέθοδο που υπολογίζουν την εξέλιξη του χρέους, επαρκούν και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για να καταστεί βιώσιμο».
Οι επιλογές της κυβέρνησης
Οι επιλογές που έχει η κυβέρνηση από σήμερα και για τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες είναι πολύ συγκεκριμένες: ή παίρνει το πακέτο ως έχει χειροκροτούμενη από τις αγορές αλλά με κίνδυνο να αφανιστεί πολιτικά από τις αντιδράσεις των πολιτών, ή προσπαθεί να το αλλάξει αναλαμβάνοντας το ρίσκο μιας πολύμηνης καθυστέρησης στις διαπραγματεύσεις που μπορεί να αυξήσει κατακόρυφα το κόστος των μέτρων και τον κίνδυνο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ή εγκαταλείπει την προσπάθεια και παραδίδει την καυτή πατάτα στον επόμενο.
Ως εκ τούτου το δίλημμα δεν αφορά μόνο τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οποιονδήποτε θα κληθεί να αναλάβει τα ηνία της χώρας μετά από εκλογές. Τα δημοσιονομικά μέτρα για το 2019 και το 2020 θα είναι εκεί και θα περιμένουν, είτε ως μέρος του τρέχοντος προγράμματος είτε ως 4ο μνημόνιο. Αντίστοιχα και η συζήτηση για το πόσα χρόνια θα παραμείνει ο πήχης των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5%.
Η Νέα Δημοκρατία έχει αντιληφθεί εγκαίρως τη διακύβευση, για αυτό και μαζί με την Τράπεζα της Ελλάδας έχει στοιχηθεί πίσω από την θέση ότι πρέπει να μειωθεί άμεσα το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, ώστε να εξαλειφτεί ο κίνδυνος να είναι εκείνη που θα νομοθετήσει ή θα εφαρμόσει τα μέτρα το 2019.
Πως θα αποφευχθούν τώρα τα νέα μέτρα
Υπάρχουν τρεις πιθανοί τρόποι να αποφευχθούν (προσωρινά) τα νέα μέτρα περικοπής συντάξεων και μείωσης του αφορολογήτου:
- Ο πρώτος είναι πράγματι να συμφωνηθεί με τους δανειστές η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα σημαντικά κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ για τη διετία 2019-2020 και μετά. Μόνον έτσι θα κλείσει η ψαλίδα με το ΔΝΤ και θα δοθεί δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα. Μολονότι πρόκειται για «εθνική διεκδίκηση», κανείς δεν πιστεύει ότι η θέση αυτή θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή σε αυτή τη χρονική συγκυρία για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω.
- Ο δεύτερος είναι να μην συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα ως χρηματοδότης. Είναι μια θέση που φαίνεται να την επιθυμεί και η ελληνική κυβέρνηση. Θα υπερίσχυε έτσι η θέση της ευρωζώνης σύμφωνα με την οποία με τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί η Ελλάδα είναι σε θέση να επιτυγχάνει πλεονάσματα 3,5% για πολλά χρόνια, και έτσι θα έφευγε για κάποιο χρονικό διάστημα από το τραπέζι η συζήτηση για πρόσθετες περικοπές, έως ότου οι εξελίξεις στην πραγματική οικονομία αποκαλύψουν τι χρειάζεται να γίνει.
- Ο τρίτος είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ Ελλάδας-ΕΕ και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που θα «κλέβει» χρόνο για όλες τις πλευρές και θα κλωτσά το ντενεκεδάκι των αποφάσεων αναφορικά με τα μέτρα και το χρέος, για την περίοδο μετά τις γερμανικές εκλογές. Είναι μια ενδιάμεση λύση που ενέχει κινδύνους, πλην, όμως, είναι μικρότεροι από ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο.
Το σενάριο αυτό προβλέπει ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να νομοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα από τώρα για να καλύψει τα προβλεπόμενα δημοσιονομικά κενά του 2019-2020 με βάση τον στόχο για πλεονάσματα 3,5%. Θα απαιτεί, όμως, να περιγραφούν από τώρα στο επίσημο κείμενο συγκεκριμένες δέσμες παρεμβάσεων (π.χ συνταξιοδοτικό, φορολογικό, κοινωνικές δαπάνες, μισθοί κλπ) οι οποίες θα αποτελέσουν βάση για νέα μέτρα αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι. Αυτό που συζητείται είναι η θεσμοθέτηση ενός «κόφτη διαρκείας» για περισσότερα χρόνια.
Θα προβλέπει επίσης ότι οι στόχοι για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που αποτελούν τμήμα της συνολικής συμφωνίας για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις στο χρέος, θα επανεξεταστούν μετά το 2018, σε συνάρτηση με την πορεία του ΑΕΠ.
Τα ίδια τα μεσοπρόθεσμα μέτρα επίσης για το χρέος, τα οποία ζητά το ΔΝΤ να εξειδικευτούν από τώρα ώστε να αξιολογήσει τη βιωσιμότητα του χρέος, θα περιγράφονται μεν αλλά τις λεπτομέρειές του θα τις γνωρίζει μόνο το ΔΝΤ το οποίο και θα «συνεργαστεί στενότερα» με την ευρωζώνη για να καταλήξει σε μια ατζέντα παρεμβάσεων οι οποίες θα μπορούν να ενεργοποιηθούν μετά το 2018.
Ο φάκελος Ελλάδα θα ξανανοίξει στο τέλος του 2017
Ανεξάρτητα από τις αποφάσεις που θα ληφθούν μέχρι τον ερχόμενο Ιανουάριο-Φεβρουάριο για να επιτευχθεί η τριπλή συμφωνία, ο φάκελος Ελλάδα είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει ξανά στο τέλος της χρονιάς.
Η θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα επανεξεταστεί τότε υπό το πρίσμα των εκλογικών αποτελεσμάτων και των εξελίξεων που θα έχουν μεσολαβήσει στην Ε.Ε, των νέων ισορροπιών που θα έχουν δημιουργηθεί ώστε να προχωρήσει ή να διακοπεί η πορεία ενοποίησης, και φυσικά της πορείας της ίδιας της οικονομίας.