Οι επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ - Ιράν στην ελληνική οικονομία

Οι επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ - Ιράν στην ελληνική οικονομία

Η ένταση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν προκαλεί ισχυρούς κραδασμούς όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, επηρεάζοντας αισθητά και την ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας στην Ανατολική Μεσόγειο και των ισχυρών δεσμών της με την παγκόσμια ναυτιλία, τον τουρισμό και την ενέργεια, βρίσκεται στο επίκεντρο των επιπτώσεων μιας ενδεχόμενης κλιμάκωσης.

Πρώτο και κυριότερο πλήγμα εντοπίζεται στον τομέα της ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή του πετρελαίου εκτοξεύτηκε πάνω από 7% αμέσως μετά την ισραηλινή επίθεση στο ιρανικό έδαφος, ενισχύοντας τις ανησυχίες για μπλοκάρισμα των Στενών του Ορμούζ, απ’ όπου διέρχεται σχεδόν το 20% των παγκόσμιων θαλάσσιων εξαγωγών πετρελαίου.

Για την Ελλάδα, μια χώρα που εξαρτάται σημαντικά από εισαγόμενους υδρογονάνθρακες, η άνοδος στις τιμές καυσίμων μεταφράζεται σε αύξηση του κόστους διαβίωσης, παραγωγής και μεταφορών, τροφοδοτώντας νέες πληθωριστικές πιέσεις. Σε μια περίοδο μάλιστα όπου η ακρίβεια συνεχίζει να ταλανίζει την πλειονότητα των πολιτών. 

Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων, μια παρατεταμένη ένταση ενδέχεται να προσθέσει έως και 1% στον ετήσιο πληθωρισμό. Εν τω μεταξύ ιδιαίτερα επιβαρυντικός είναι και ο αντίκτυπος στον τουριστικό τομέα, ο οποίος αποτελεί κινητήριο μοχλό για την ελληνική οικονομία. Οι προκρατήσεις έχουν ήδη αρχίσει να παρουσιάζουν κάμψη, ιδιαίτερα από τουρίστες που προέρχονται από μακρινές αγορές, όπως οι ΗΠΑ και η Ασία, οι οποίοι εκφράζουν ανησυχίες για την ευρύτερη ασφάλεια στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. 

Πηγές από τουριστικούς φορείς κάνουν λόγο για πιθανή μείωση 10%–15% στις αφίξεις και απώλεια τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ σε έσοδα, εάν η ένταση διαρκέσει για τρίμηνο ή περισσότερο. Ειδικότερα, η κρουαζιέρα, που είχε παρουσιάσει δυναμική ανάκαμψη τα τελευταία χρόνια, πλήττεται ήδη από αλλαγές δρομολογίων και ακυρώσεις.

Η ελληνόκτητη ναυτιλία, αν και ισχυρή και προσαρμοστική, δεν μπορεί φυσικά να μένει ανεπηρέαστη. Η ανασφάλεια που επικρατεί στον Περσικό Κόλπο και η απειλή επιθέσεων σε δεξαμενόπλοια αυξάνουν κατακόρυφα τα ασφάλιστρα, ενώ αρκετές ναυτιλιακές αναγκάζονται να αλλάξουν διαδρομές, επιμηκύνοντας τον χρόνο και το κόστος μεταφοράς. Αυτό πλήττει τη γενικότερη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών πλοιοκτητών, ιδιαίτερα στον τομέα των καυσίμων και των πρώτων υλών.

Την ίδια στιγμή, ο εμπορικός τομέας και η εφοδιαστική αλυσίδα δέχονται επίσης ισχυρές πιέσεις. Οι καθυστερήσεις στις μεταφορές, οι διακυμάνσεις στις τιμές και οι ανατιμήσεις στις θαλάσσιες μεταφορές επιβαρύνουν σημαντικά τις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις, ειδικά σε κρίσιμα αγαθά όπως τα σιτηρά και τα ενεργειακά προϊόντα. Η αύξηση των ναύλων και των ασφαλίστρων αποτελεί ήδη καθημερινή πρόκληση για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον εισαγωγικό και εξαγωγικό τομέα.

Στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η αστάθεια στις διεθνείς αγορές φέρνει πίεση και στις ελληνικές αποδόσεις ομολόγων. Η Ελλάδα, αν και έχει επανακάμψει σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας, εξακολουθεί να θεωρείται «ευάλωτη» στις διεθνείς αναταράξεις. Η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού σε περίπτωση παρατεταμένης γεωπολιτικής κρίσης ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τα σχέδια επενδύσεων και χρηματοδότησης του χρέους.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, αναλυτές εκτιμούν πως ένα σενάριο τρίμηνης έντασης ενδέχεται να κοστίσει στην ελληνική οικονομία έως και 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου το 1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, η χώρα εισέρχεται στην κρίση αυτή με σχετικό δημοσιονομικό απόθεμα, αναπτυξιακή δυναμική και θετικό επενδυτικό κλίμα. Οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές φυσικά εκτιμούν ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποτελούν σημαντικές «ασπίδες» έναντι των βραχυπρόθεσμων αναταράξεων.

Σε κάθε περίπτωση όμως η πολεμική σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν επιφέρει πολυεπίπεδες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία: ενεργειακή αστάθεια, πληθωρισμό, τουριστική συρρίκνωση, ναυτιλιακή επιβάρυνση και αυξημένο κόστος χρηματοδότησης. Η διατήρηση της έντασης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα δοκιμάσει περαιτέρω τις αντοχές του ελληνικού οικονομικού μοντέλου, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για εγρήγορση, εναλλακτικούς ενεργειακούς σχεδιασμούς και στήριξη στρατηγικών τομέων της παραγωγής.