Oι επενδυτές αγοράζουν Ελλάδα: Εκρηκτική ζήτηση για το 30ετές ομόλογο - Aντλεί 3 δισ. το Δημόσιο

Oι επενδυτές αγοράζουν Ελλάδα: Εκρηκτική ζήτηση για το 30ετές ομόλογο - Aντλεί 3 δισ. το Δημόσιο

print_article

Ανάρπαστο έγινε στις αγορές το 30ετές ομόλογο που εξέδωσε η χώρα μας με τις προσφορές να ξεπερνούν τα 33 δισ. ευρώ και η Ελλάδα να αντλεί 3 δισ. ευρώ. Μάλιστα η ισχυρή ζήτηση έριξε το επιτόκιο στο 4,2% από 4,3% που ήταν αρχικά. Οι επενδυτές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ενώ η θετική αυτή εξέλιξη ακολουθεί την αναβάθμιση του outlook από την S&P και το αυξημένο πλεόνασμα. 

Την όλη διαδικασία της κοινοπρακτικής έκδοσης έχουν αναλάβει να υλοποιήσουν οι BNP Paribas, BofA Securities, Deutsche Bank, Goldman Sachs Bank Europe, JP Morgan και Τράπεζα Πειραιώς.

Αλλαγή προφίλ του ελληνικού χρέους

Την ίδια στιγμή, η αλλαγή προφίλ του ελληνικού χρέους συνεχίζεται απρόσκοπτα με την απόφαση της πρόωρης αποπληρωμής από την Ελλάδα φέτος έως και 5 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα διακρατικά δάνεια των μνημονίων (GLF) νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα.

Το τρέχον 30ετές ομόλογο που υπάρχει στην αγορά  είναι λήξεως στις 24 Ιανουαρίου του 2052 και η τρέχουσα απόδοση του είναι 3,9%, με το κουπόνι του στο 1,875%. Η αρχική έκδοση ήταν 24/3/2021 και είχε αντλήσει το Ελληνικό Δημόσιο 2,5 δισ. ευρώ από τα 25,8 δισ. ευρώ που ήταν το συνολικό ύψος των προσφορών. Στη συνέχεια, στις 8/9/2021, υπήρξε επανέκδοση για 1 δισ. ευρώ με συνολικές προσφορές στα 9,6 δισ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι την άνοιξη του 2022 επεστράφησαν στους εταίρους 2,645 δισεκ. ευρώ, ενώ τον ίδιο χρόνο μηδένισαν οι υποχρεώσεις της χώρας προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (πληρώθηκαν 1,86 δισεκ. ευρώ, που κανονικά θα καταβάλλονταν αρχές του 2024).

Τα δάνεια του πρώτου μνημονίου από την ευρωζώνη ανέρχονται σε 52,9 δισεκ. ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής από το 2020 έως το 2040 και με επιτόκιο Euribor 3 μηνών + 0,5%, γεγονός που τα καθιστά ακριβά καθώς το Euribor 3μηνου είναι 3,94%.

Από φέτος άρχισε και η εξυπηρέτηση των δανείων του EFSF (του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) ύψους 141,8 δισεκ. ευρώ με αποπληρωμή το 2056, ενώ από το 2034 προστίθενται επιπλέον 86 δισεκ. ευρώ από τον ESM έως το 2060.

Αναβάθμιση outlook

Η S&P προχώρησε πρόσφατα στην αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας σε «θετικές», ενώ είχε δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 2023.

Οι αναλυτές αναφέρουν πως η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, ενώ παρά τις μακροοικονομικές προκλήσεις η ανάπτυξη θα ξεπεράσει το μέσο όρο της ευρωζώνης. Ο S&P επισημαίνει ότι το πολύ υψηλό χρέος μειώνεται και θα συνεχίσει στο ίδιο τέμπο, καλώντας την κυβέρνηση να διατηρήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και πειθαρχία. 

Ο οίκος αξιολόγησης τονίζει ότι οι θετικές προοπτικές αντανακλούν την προσδοκία ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα συνεχίσει να μειώνει το χρέος και πως θα μπορούσε ο οίκος να προχωρήσει σε αναβάθμιση του αξιόχρεου εντός των επόμενων 24 μηνών. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως, όπως αναφέρουν οι αναλυτές, είναι να συνεχιστεί η συνετή δημοσιονομική πολιτική και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. 

Προς αυτήν την κατεύθυνση, οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως το Ταμείο Ανάκαμψης και η διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και να μειωθεί το επενδυτικό κενό από την Ευρώπη. 

Τα παραπάνω ανοίγουν το δρόμο σε νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, ενώ μια υποβάθμιση θα ήταν ενδεχόμενη σε περίπτωση που το αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ξεπεράσει τις προβλέψεις. Κάτι που μπορεί να συμβεί αν ενταθούν οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες. 

Ο οίκος προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά μέσο όρο 2,4% το διάστημα 2024 έως 2027, κάτι που οφείλεται στην αύξηση των επενδύσεων μέσω των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, τη βελτιωμένη εικόνα που παρουσιάζουν οι δαπάνες των νοικοκυριών και η αλλαγή σελίδας στις τράπεζες. Μάλιστα, η S&P τονίζει πως η ελληνική οικονομία είναι κατά 22% μικρότερη απ' ότι πριν την κρίση χρέους, κάτι που δείχνει πως υπάρχουν περιθώρια διαρκούς βιώσιμης ανάπτυξης.