Πριν από λίγες ημέρες, η ΑΑΔΕ δημοσίευσε τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων της περυσινής χρονιάς και οι οποίες αποτύπωσαν για πρώτη φορά τα ποσά που εισπράξαμε (ή εκτιμήθηκε ότι εισπράξαμε) μέσα στο 2023. Ασφαλώς, τα βλέμματα επικεντρώθηκαν στις δηλώσεις των αυτοαπασχολούμενων: Επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών.
Σε αυτούς αφορούσε η μεγάλη αλλαγή στον τρόπο φορολόγησης οπότε τα αποτελέσματα αναμένονταν με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ιδού λοιπόν: Το φορολογητέο εισόδημα διπλασιάστηκε και εκτοξεύτηκε στα 10,4 δισ. ευρώ από 5,3 δισ. ευρώ πριν την εφαρμογή του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος.
Το δημόσιο, εισέπραξε από αυτή τη μεταβολή του «θεωρητικού» εισοδήματος περί τα 500 εκατ. ευρώ επιπλέον. Όσον αφορά στην κατανομή των εισοδημάτων των επαγγελματιών, έχει ως εξής:
- Το 34,45% των φορολογουμένων δήλωσαν κέρδη έως 10.000 ευρώ.
- Το 47,56% εμφάνισε κέρδη από 10 έως 20.000 ευρώ.
- Στο 14,83% διαμορφώθηκε το ποσό όσων είχαν εισοδήματα από 20 έως και 50.000 ευρώ.
- Όσο για το όριο των 50.000 ευρώ, με βάση τις δηλώσεις το έσπασε μόλις το 3,16% των φορολογουμένων.
Πρακτικά, αυτό που έγινε είναι ότι μειώθηκε δραματικά ο αριθμός των φορολογουμένων που εμφανίζονται να δηλώνουν κέρδη έως 10.,000 ευρώ. Εκεί που το ποσοστό ήταν μεγαλύτερο του 60%, έπεσε στο 34,45%. Πατάχθηκε η φοροδιαφυγή; Όχι είναι η απάντηση.
Το μέτρο άλλωστε δεν αφορά στην αποτύπωση των πραγματικών εισοδημάτων αλλά στη θέσπιση ενός ορίου ώστε να αποφεύγεται η υπερβολή: Το να δηλώνουν δηλαδή οι 6 στους 10 ότι τα βγάζουν πέρα για μια ολόκληρη χρονιά με λιγότερα από 600-700 ευρώ τον μήνα. Προφανώς, μέσα στους εκατοντάδες χιλιάδες (περίπου 430.000 εκτιμάται ότι είναι ο πραγματικός αριθμός) που πέφτουν στην τσιμπίδα του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος, υπάρχουν και αδικημένοι.
Επαγγελματίες, κυρίως στην επαρχία, οι οποίοι μπορεί να δραστηριοποιούνται σε τομείς με φθίνουσα πορεία με αποτέλεσμα να κλείνουν τις χρήσεις ακόμη και με ζημιές. Είναι αυτός ο κανόνας; Πιθανώς όχι. Όμως, ο κάθε επαγγελματίας που γνωρίζει ο ίδιος ότι δεν τα βγάζει πέρα και παρ’ όλα αυτά καλείται να πληρώσει και 1.000 και 2.000 ευρώ στην εφορία, εύκολα κατατάσσεται στη λίστα των δυσαρεστημένων.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι έχει υποστεί πολιτική φθορά εξαιτίας του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Γνωρίζει βέβαια ότι υπάρχουν και αυτοί που συμφωνούν με ένα μέτρο που υποχρεώνει αυτούς που δηλώνουν… ψίχουλα να βάζουν το χέρι στην τσέπη. Άρα, το πολιτικό δίλημμα εξακολουθεί να υφίσταται: μεν τους μεν ή με τους δε; Φαίνεται ότι θα επιδιωχθεί μέχρι τις εκλογές να… χαραχθεί ένας τρίτος δρόμος: Να σφίξουν τόσο πολύ τα ηλεκτρονικά λουριά, ώστε να καταστεί εφικτός ο πιο «δίκαιος» προσδιορισμός του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος χωρίς να απαιτούνται συντελεστές και συνδέσεις με τον κατώτατο μισθό.
Τι χρειάζεται για να στρωθεί ο 3ος δρόμος; Να λειτουργήσουν σωστά όχι μόνοι διασυνδέσεις των ταμειακών μηχανών με τα POS αλλά και τα «ψηφιακά βιβλία πελατών» (σ.σ εκεί θα καταγράφεται η είσοδος και η έξοδος του κάθε πελάτη ώστε να διασταυρώνεται αν υπάρχει η σχετική απόδειξη) και τα ψηφιακά τιμολόγια η χρήση των οποίων θα γίνει καθολική αλλά και τα ηλεκτρονικά δελτία αποστολής.
Η ΑΑΔΕ έχει περίπου 18 μήνες στη διάθεσή της για να εφαρμόσει καθολικά τα συγκεκριμένα μέτρα και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ελέγχου και εποπτείας της αγοράς που θα μπορεί να αποφέρει τα έσοδα που φέρνει σήμερα το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα και ακόμη παραπάνω.
Αν αυτό συμβεί, ο πρωθυπουργός θα αποκτήσει τη δυνατότητα να εμφανιστεί στη ΔΕΘ (πιθανότατα όχι φέτος αλλά στο κρίσιμο εκλογικά 2026) για να ανακοινώσει το τέλος του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος.
Με αυτό τον τρόπο θα στερήσει το επιχείρημα ότι λειτουργεί ένας μηχανισμός φορολόγησης που χτυπά δίκαιους και άδικους ενώ «προς τα έξω» (σ.σ αγορές και Ευρωπαϊκή Επιτροπή μας παρακολουθούν) θα τονίσει ότι η Ελλάδα έχει πλέον έναν εξελιγμένο ελεγκτικό μηχανισμό που μπορεί να περιορίσει τη φοροδιαφυγή χωρίς να χρειάζονται τεκμήρια και «θεωρητικά εισοδήματα».