Ο Άρειος Πάγος, οι τράπεζες, τα funds και οι πλειστηριασμοί

Ο Άρειος Πάγος, οι τράπεζες, τα funds και οι πλειστηριασμοί

Η απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου που ελήφθη με μεγάλη πλειοψηφία, ήρθε να λύσει ένα δικονομικό θέμα και όχι ένα θέμα ουσίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί για το νομικό κενό που υπήρχε μεταξύ δυο νόμων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα γνωστά σαν «κόκκινα δάνεια». Και το έπραξε. 

Τι αποφασίστηκε;

Το ερώτημα ήταν αν οι εταιρείες διαχείρισης δανείων, δηλαδή οι servicers, θα έχουν τη δυνατότητα να ασκούν τα ουσιαστικά δικαιώματα επί των δανείων που έχουν αγοραστεί από τα funds, με τα δικονομικά μέσα που παρέχει η νομοθεσία. Και κυρίως με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως είναι για παράδειγμα οι πλειστηριασμοί.

Δηλαδή η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν αφορούσε το αν θα πρέπει να γίνονται πλειστηριασμοί ή όχι, αλλά τον τρόπο μέσω του οποίου τα funds, θα πραγματοποιούσαν δικαστικές ενέργειες επί των ακινήτων που έχουν περιέλθει στην κυριότητα τους από τις τράπεζες.

Μέχρι τώρα, υπήρχαν αποφάσεις που επέτρεπαν τους πλειστηριασμούς και άλλες που τους μπλόκαραν για διαδικαστικούς λόγους και όχι για την ουσία τους. Δηλαδή οι οφειλέτες των δανείων δεν απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους και τα βάρη που είχαν προκύψει από τη μη εξυπηρέτηση των δανείων τους. Απλά «κέρδιζαν χρόνο». Μετατοπίζοντας χρονικά την τελική «λύση», δίχως εν τω μεταξύ να προβαίνουν σε κάποια ρύθμιση. 

Βιομηχανία νομικών προσφυγών

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είχε δομηθεί μια βιομηχανία νομικών προσφυγών από την πλευρά των δανειοληπτών, που βασίζονταν σε δικονομικά και διαδικαστικά κενά, παρά στην ουσία των υποθέσεων. Διότι ο πυρήνας του προβλήματος αφορά την μη εκπλήρωση των όρων των δανειακών συμβάσεων, από την πλευρά των δανειοληπτών. Έτσι οι τράπεζες και τα funds, αντί να εισπράττουν τα μηνιαία τοκοχρεολύσια για τα δάνεια που είχαν χορηγήσει ή αγοράσει, βρέθηκαν αντιμέτωπες με μια κουλτούρα μη πληρωμών και με το κίνημα του «δεν πληρώνω». 

Η βιομηχανία των νομικών προσφυγών, δεν αφορούσε όμως μόνο την μη αποπληρωμή των δανείων. Οδηγούσε στη δημιουργία προβλημάτων ρευστότητας στις τράπεζες που αναγκάστηκαν να πωλήσουν τα δάνεια στα funds, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Οδηγούσε στη μείωση των χορηγήσεων νέων στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων. Οδηγούσε στην ανάγκη προσφοράς εγγυήσεων πάνω στα τιτλοποιημένα δάνεια, αφού ο κίνδυνος μη επανάκτησης έστω και μέρους των δανείων ήταν ορατός. Οδηγούσε στην επιφυλακτικότητα των funds να ολοκληρώσουν την απόκτηση των «κόκκινων δανείων» από τις τράπεζες. Και τέλος οδηγούσε στην εκ νέου πιθανή επιβάρυνση των φορολογουμένων αλλά και των μετόχων των τραπεζών.

Ευάλωτα και «ευάλωτα» νοικοκυριά

Το σύνθημα «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη», που κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα έχει διαχυθεί σε όλες τις πτυχές της σχέσης δανειοδοτών και δανειοληπτών. Διότι δεν είναι οι πλειστηριασμοί το μόνο αγκάθι. Ακόμα και οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί και οι ρυθμίσεις, στην πλειοψηφία τους δεν τηρούνται από την πλευρά των υπόχρεων και έτσι παύουν να εξυπηρετούνται. Οπότε το μόνο που κερδίζουν οι ασυνεπείς δανειολήπτες, είναι χρόνο. Ελπίζοντας πως στο τέλος όλο και κάποια πολιτική λύση θα βρεθεί και θα «σώσουν» το ακίνητο τους, χωρίς να έχουν καταβάλουν το σύνολο του τιμήματος της αγοράς του. 

Και εδώ εμφανίζεται ακριβώς το ίδιο φαινόμενο που βρίσκει η ελληνική κοινωνία μπροστά της και στην καταβολή των επιδομάτων. Δηλαδή, το να εμφανίζονται σαν ευάλωτα νοικοκυριά ή νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα, πολίτες που φοροδιαφεύγουν. Δεν είναι τυχαίο πως το 2020, όταν η κυβέρνηση είχε προωθήσει το νόμο για την διευθέτηση των κόκκινων δανείων είχαν προσέλθει μόλις 60.000 δανειολήπτες, για να ενταχθούν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Από αυτούς, οι 25.000 είχαν αρνηθεί να συναινέσουν στην άρση του τραπεζικού τους απορρήτου. Γιατί; Για να μην ελεγχθούν τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών τους, που προφανώς δεν τους καθιστούσαν «ευάλωτους». 

Η απόφαση του Αρείου Πάγου, ομαλοποιεί σε μεγάλο βαθμό και τη δευτερογενή αγορά των κόκκινων δανείων, δηλαδή τις πωλήσεις δανείων από funds σε άλλα funds, προκειμένου να ενισχυθούν εμπροσθοβαρώς τα έσοδα των τιτλοποιήσεων, διότι μέχρι τώρα ήταν σχεδόν μπλοκαρισμένα. 

Ταυτόχρονα η απόφαση αυτή φαίνεται πως απομακρύνει τον κίνδυνο μεταφοράς των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», στο Δημόσιο Χρέος. Μέχρι σήμερα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν εντάξει στον Ηρακλή τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων ύψους 47,9 δισ. ευρώ και έχουν λάβει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για 18,7 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, εάν οι εισπράξεις που θα επιτευχθούν από αυτά τα δάνεια, μέσα από τις ρυθμίσεις και τις ρευστοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων δεν είναι επαρκείς για την πληρωμή των επενδυτών, τότε το Δημόσιο θα υποχρεωθεί να καλύψει τη ζημία αυτή μέσω των εγγυήσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του Ηρακλή. Επομένως με το «ξεμπλοκάρισμα» των πλειστηριασμών, ο κίνδυνος αυτός απομακρύνεται.

Το πιθανότερο είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, να οδηγήσει την αντιπολίτευση στην εκδήλωση ενός ακόμα κρεσέντο καταγγελιών και οργίλων αντιδράσεων. Διότι μόλις ξεχάστηκε η ιστορία με την τηλεργασία των εκπαιδευτικών και τα πτυχία των ηθοποιών. Οπότε η καταγγελία πως «βγαίνουν στο σφυρί εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα» είναι ό, τι πρέπει εν όψει εκλογών. 

Ωστόσο η αλήθεια είναι πως οι servicers θα προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς των ακινήτων των δανείων για το οποία δεν υπάρχουν προϋποθέσεις ρυθμίσεων. Η κύρια κατοικία των πολύ ευάλωτων νοικοκυριών θα εξακολουθήσει να προστατεύεται μέχρι να δημιουργηθεί ο εξαγγελθείς φορέας που θα αποκτά τα ακίνητα για να τα νοικιάζει εκ νέου στους οικονομικά αδύναμους. Και θα επιχειρηθεί η επιτυχής ρύθμιση για όσα «κόκκινα δάνεια» υπάρχει βούληση και δυνατότητα αποπληρωμής από την πλευρά των δανειοληπτών. Διότι αυτό είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των δανειοληπτών, αλλά και των servicers και των τραπεζών. 

Είναι γεγονός πως η σημερινή ελληνική οικονομική πραγματικότητα δεν μπορεί να αντέξει πλειστηριασμούς 700,000 ακινήτων. Όμως παράλληλα δεν μπορεί να αντέξει την «εξαΰλωση» δανειακών υποχρεώσεων ύψους 48 δισ. ευρώ.