Του Βασίλη Γεώργα
Όσο πλησιάζει η ώρα των αποφάσεων για συμφωνία ή διαζύγιο Ευρωζώνης-ΔΝΤ με άξονα τη διαχείριση του ελληνικού χρέους, τόσο δυναμώνει η τρικυμία από τις διαφωνίες των δύο πλευρών που έχουν διπλό αντίκτυπο: αφενός υποχρεώνουν προεκλογικά το Βερολίνο σε ηχηρές «διαψεύσεις» ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε γενναίες ελαφρύνσεις προς την Ελλάδα, και αφετέρου πυροδοτούν πολιτική αβεβαιότητα στο εσωτερικό της χώρας για τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης η οποία έχει συνδέσει την αποσαφήνιση των μέτρων διευθέτησης του χρέους μέχρι τις 22 Μαΐου, με την υλοποίηση της συμφωνίας.
Αυτό που αποδεικνύεται μέχρι στιγμής είναι ότι οι προσδοκίες που έχει καλλιεργήσει η κυβέρνηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι το ίδιο φουσκωμένες όσο και τα λεφτά που χρωστάμε στους ευρωπαίους δανειστές. Το Βερολίνο και οι ελεγχόμενοι από αυτό μηχανισμοί όπως o ESM και το EWG, φροντίζουν να ξεκαθαρίζουν συστηματικά τις τελευταίες ώρες ότι ο πήχης πρέπει να χαμηλώσει σημαντικά, και όλες οι άλλες πλευρές να αρκεστούν σε μια μεσοβέζικη λύση που θα κλωτσά το ντενεκεδάκι των αποφάσεων στο Φθινόπωρο του 2018 ή αργότερα. Οι «κόκκινες γραμμές του Βερολίνου» είναι πολύ συγκεκριμένες: θολή εξειδίκευση των δυνητικών μέτρων διευθέτησης του χρέους, περιορισμένη έκταση παρεμβάσεων ώστε να μην ζημιωθούν οι πιστωτές, και εφαρμογή μόνο και εάν χρειαστεί μετά το 2018, ώστε μεσοπρόθεσμα οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ και εν συνεχεία το 20%.
Όσο δεν αλλάζει η απόφαση που έλαβε η ευρωζώνη τον περσινό Μάιο σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε διευθέτηση χρέους στο μέλλον δεν επιτρέπεται να προκαλέσει την παραμικρή ζημία στους δανειστές, η Ελλάδα θα είναι έτσι κι αλλιώς «καταδικασμένη» να παίρνει πολύ μικρότερες ελαφρύνσεις από αυτές που ελπίζει, και παράλληλα να πληρώνει (μέσα από τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%) πολύ περισσότερα από αυτά που όλοι πιστεύουν ότι μπορεί να αντέξει.
Η κυβέρνηση επένδυσε πολλά -μαζί με το ΔΝΤ- στην προοπτική ότι θα μπορούσε φέτος να αποσπάσει μια «ομολογία» από τους δανειστές ότι προτίθενται να μειώσουν λ.χ κατά 100 ή 150 δισ. ευρώ το ελληνικό χρέος στα επόμενα 40 χρόνια. Έτσι θα είχε μεγαλύτερο νόημα και η περιβόητη «ποσοτικοποίηση» των μέτρων μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης διευθέτησης για το χρέος, την οποία θα επιθυμούσε να περιφέρει ως πολιτικό λάφυρο της διαπραγμάτευσής που έκανε, όπως επιχείρησε να κάνει και με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης όταν υποστήριζε ότι το όφελος ξεπερνά τα 45 δισ. ευρώ ως το 2060.
Φυσικά μια τέτοια απόφαση για τόσο μεγάλη ελάφρυνση χρέους, δεν πρόκειται να ληφθεί -τουλάχιστον στο ορατό μέλλον- από την ευρωζώνη.
Ό,τι και αν αποφασιστεί τις επόμενες εβδομάδες για την λίστα με τα μέτρα που θα είναι διαθέσιμα για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018, θα είναι πολύ μικρότερο από τις προσδοκίες στο εσωτερικό, αρκετά ασαφές ώστε να μην δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα στο Βερολίνο, αλλά και «επαρκές» ώστε το ΔΝΤ και η ΕΚΤ να μπορούν να αξιολογήσουν ως «τεχνικά βιώσιμο» το χρέος τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.
Αν δεν βρεθεί δρόμος συμφωνίας μεταξύ ευρωζώνης και ΔΝΤ, οι επιπλοκές που μπορεί να αντιμετωπίσει η Ελλάδα θα είναι πολύ σοβαρές: η πιστοποίηση της βιωσιμότητας του χρέους θα τιναχτεί στον αέρα, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση θα χαθεί, και η «προετοιμασία» για την έξοδο από τα μνημόνια μέσω απευθείας δανειοδότησης από τις αγορές θα καταρρεύσει ανοίγοντας το δρόμο σε νέα μνημόνια προκειμένου να συνεχίσει να χρηματοδοτείται η χώρα από τον μηχανισμό στήριξης. Αυτό, όμως, είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο και εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα δεν είναι το πιθανότερο να επαληθευτεί.
Οι τελευταίες πληροφορίες που διοχετεύονται κυρίως από πηγές της ευρωζώνης αναφέρονται σε μελλοντικές παρεμβάσεις που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους για περίπου μια δεκαετία στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που ενδεχομένως οριστικοποιηθεί προς τον Ιούλιο.
Η ευρωζώνη και το ΔΝΤ δεν διαφωνούν τόσο στα εργαλεία της ελάφρυνσης τα οποία είναι πολύ συγκεκριμένα. Διαφωνούν στο πόσο μεγάλη θα είναι αυτή, σε πόσο χρόνο θα γίνει και με ποιες παραδοχές.
Είναι διαφορετικό λ.χ να βασίζεις τους υπολογισμούς σου σε ρυθμούς ανάπτυξης 1,5%-3% μακροπρόθεσμα, σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πέντε ή δέκα χρόνια και να επιμηκύνεις για δέκα χρόνια τις ωριμάνσεις μέρους των δανείων, και διαφορετικό να υπολογίζεις σε ανάπτυξη και πλεονάσματα 1,5% και να προτείνεις επιμήκυνση για 30 χρόνια.
Κάθε παράμετρος που αλλάζει στις εκτιμήσεις προκαλεί χαοτικές διαφορές στο τελικό αποτέλεσμα και απαιτεί μικρότερες ή μεγαλύτερες ελαφρύνσεις στο χρέος.
Η πρόταση που θεωρεί ιδανική το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ελάφρυνση του χρέους προβλέπει πολύ μεγάλες επιμηκύνσεις όλων των ειδών των ευρωπαϊκών δανείων που έχουν παρασχεθεί στην Ελλάδα (EFSF, GLF, ΕΣΜ) , «κλείδωμα» των επιτοκίων στο 1,5% μέχρι το 2040, μετάθεση αποπληρωμής τόκων, επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα κλπ. Με τον τρόπο αυτό εκτιμά ότι οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα παρέμεναν μέχρι το 2060 εντός του εύρους 15-20%, και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειώνονταν στο 100%. Το μειονέκτημα αυτής της πρότασης για τους δανειστές είναι ότι προκαλεί ζημιά πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ στους ίδιους από τους τόκους που δεν θα εισπράξουν.
Τις αποφάσεις, όμως, θα τις πάρει αυτός που πληρώνει. Εν προκειμένω η ευρωζώνη έχει καταλήξει πως τουλάχιστον σε αυτή τη φάση οι επιλογές που βρίσκονται στο τραπέζι για να διευθετηθεί το ελληνικό χρέος είναι κυρίως «παραμετρικές». Μπορεί λ.χ να εμπεριέχουν επιμηκύνεις αποπληρωμής, μετάθεση πληρωμής τόκων, ίσως τη δυνατότητα χρήσης των 20 δις. ευρώ που περίσσεψαν από την ανακεφαλαιοποίηση για να αγοραστούν τα ακριβά δάνεια του ΔΝΤ κ.α Αλλά θα έχουν ως βάση την υπόθεση ότι ένα μεγάλο μέρος της αποπληρωμής χρέους θα γίνεται με ίδιους πόρους που θα προέρχονται από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (άνω του 3%), τα πολύ μεγάλα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις (18 δισ. ευρώ) και τα υψηλά πλεονάσματα που θα πρέπει να πετυχαίνει η οικονομία μέσα από εκτεταμένες περικοπές δαπανών και υψηλή φορολογία για πολλά χρόνια.
Διαβάστε ακόμη
- Handelsblatt: Εξετάζεται ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με εξαγορά των δανείων του ΔΝΤ από τον ESM