Μπορούν οι τράπεζες να αποτελέσουν μέρος της λύσης; 

Μπορούν οι τράπεζες να αποτελέσουν μέρος της λύσης; 

Συχνά διαβάζουμε ότι οι τράπεζες μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν μέρος της λύσης. Για παράδειγμα, ο πρώην Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Mark Carney, δήλωσε ότι, σε αντίθεση με την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι τράπεζες σήμερα μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης στο οικονομικό πρόβλημα του κορονοϊού.

Αυτό σίγουρα το κατάλαβε, αν και με κάποια μικρή χρονική καθυστέρηση και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) Christine Lagarde η οποία κάνει ότι μπορεί προκειμένου να διατηρηθεί το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη χαμηλό. Πράγματι, η Lagarde αρχικά (στις 12 Μαρτίου) είχε δηλώσει, μάλλον άκομψα, ότι δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να «κλείνει» την διαφορά απόδοσης μεταξύ των ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης (εννοούσε την Ιταλία η οποία δοκιμάζεται τα «μέγιστα» από το κορoνοϊό) και των Γερμανικών ομολόγων. Την συγκεκριμένη δήλωση ακολούθησε «έκρηξη» στην απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου το οποίο κατέγραψε αύξηση κατά 58 μονάδες βάσης στο 1,76% μέσα σε μία ημέρα. Ανάλογη, δυστυχώς, «πίεση» δέχθηκε και το κόστος δανεισμού των ελληνικών ομολόγων.

Βέβαια, η Lagarde αμέσως ανασκεύασε σημειώνοντας ότι δουλειά της ΕΚΤ είναι να αποφύγει την Ευρωζώνη πολλαπλών ταχυτήτων με την μορφή μεγάλων και παρατεταμένων αποκλίσεων στο κόστος δανεισμού των μελών της. Και, βέβαια, ακολούθησε και το πακέτο στήριξης 750 δισ ευρώ (ECB announces €750 billion Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP) ) της αγοράς δημοσίων και ιδιωτικών ομολόγων, αλλά και της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης. Και τούτο παρά το γεγονός ότι, ακόμα και σήμερα, τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν την «τιμή» να αξιολογούνται, από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, ως ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας. Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στο να μειωθεί το κόστος δανεισμού για το 10ετές ελληνικό από το 4% περίπου στα μέσα Μαρτίου κοντά στο 2% σήμερα.

Παρά ταύτα, οι δείκτες χρηματοοικονομικού stress οι οποίοι λαβάνουν υπόψιν τις κινήσεις στην αγορά μετοχών και ομολόγων βρίσκονται σε ανοδική πορεία. Μόνο τον Φεβρουάριο (τελευταίο μήνα για τον οποίο υπάρχουν επίσημα στοιχεία), οι τιμές των συγκεκριμένων δεικτών υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με τον Ιανουάριο. Τον Απρίλιο μάλιστα, οι τιμές θα ανεβούν περαιτέρω. Κάτι που συνηγορεί στις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ ότι η ύφεση θα είναι βαθειά και το χρέος θα εκτιναχθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ. 

Η ύφεση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί η ΕΚΤ παρενέβη δραστικά με νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης. Εκείνο που όμως δεν έχει συζητηθεί είναι για ποιο λόγο η ΕΚΤ δε θα έπρεπε να αφήσει το κόστος δανεισμού των ιταλικών ομολόγων να εκτροχιασθεί. Βέβαια, σε όρους ΑΕΠ, η Ιταλία είναι η τρίτη, σε ισχύ, οικονομία της Ευρωζώνης (μετά την Γερμανία και την Γαλλία). Συνεπώς, οι όποιες αρνητικές (χρηματο)οικονομικές εξελίξεις στην Ιταλία μπορούν να λειτουργήσουν ως επίδραση-ντόμινο στην λοιπή Ευρωζώνη. Εδώ λοιπόν, πρωτεύοντα παράγοντα στο αρνητικό ντόμινο παίζουν τα Ιταλικά ομόλογα για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για την Μεγάλη Βρετανία. 

Πιο συγκεκριμένα, το ντόμινο θα μπορούσε να λάβει χώρα μέσω των ευρωπαϊκών τραπεζών και του βαθμού έκθεσής τους στο ιταλικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος. Τι εννοώ ακριβώς; Στο γράφημα που ακολουθεί, παρουσιάζω στατιστικά στοιχεία για το πόσο εκτεθειμένες είναι οι γερμανικές, γαλλικές, ολλανδικές, ισπανικές, ιρλανδικές, βρετανικές, πορτογαλικές και ελληνικές τράπεζες σε ιταλικό χρέος. Η πηγή των στοιχείων μου είναι η Bank of International Settlements.


Από το γράφημα, αντλούμε τα ακόλουθα ενδιαφέροντα:

1.Οι γαλλικές τράπεζες έχουν την μεγαλύτερη έκθεση σε ιταλικό χρέος. Πράγματι, το 10,2% του χαρτοφυλακίου των γαλλικών τραπεζών βρίσκεται σε ιταλικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος. 

2.Τις γαλλικές τράπεζες ακολουθούν οι πορτογαλικές τράπεζες οι οποίες, μάλιστα, ενίσχυσαν σημαντικά την έκθεση τους σε ιταλικά ομόλογα από το 2% το 2012 (όταν, δηλαδή, ο Draghi δήλωσε ότι θα κάνει ότι χρειάζεται προκειμένου να διασωθεί το ευρώ) στο περίπου 9,5% στα τέλη του 2019. 

3.Οι γερμανικές τράπεζες έχουν πολύ μικρή έκθεση, της τάξεως του 3,9% του συνολικού τους χαρτοφυλακίου, σε ιταλικά ομόλογα. Οι δε ολλανδικές τράπεζες έχουν έκθεση σε ιταλικό χρέος κάτω από το 2%. Εδώ υπενθυμίζω ότι οι γερμανικές (και ολλανδικές) αρχές εναντιώνονται με σφοδρότητα στην έκδοση (ευρω)κορονο-ομολόγων. Εναλλακτική λύση, αποτελεί η έκδοση ομολόγων με ρήτρα ανάπτυξης την οποία δύσκολα θα αρνηθούν Γερμανοί και Ολλανδοί καθώς αυτό το ομόλογο θα αποπληρώσει ανάλογα με τις οικονομικές επιδόσεις του κάθε μέλους της Ευρωζώνης. Θα επανέλθω σε αυτό σύντομα.

4.Οι λοιπές τράπεζες της Ευρώπης έχουν, και αυτές, μικρή έκθεση σε ιταλικά ομόλογα. Όμως, θα πρέπει να σημειώσω ότι οι ελληνικές τράπεζες διπλασίασαν την έκθεση τους σε ιταλικό χρέος από το 2% πριν την χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009, στο περίπου 4,4% του συνολικού χαρτοφυλακίου τους στα τέλη του 2019.

5.Παρεμπιπτόντως, η κατοχή ελληνικού χρέους δεν αποτελεί πρόβλημα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Πράγματι, πρόσφατη εργασία μου με τους συναδέλφους Θεολόγο Δεργιαδέ και Θεόδωρο Παναγιωτίδη από το Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας δείχνει ότι η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ελληνικό χρέος είναι αμελητέα καθώς αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 0,20% του συνολικού τους χαρτοφυλακίου.

Από τα παραπάνω θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι, μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης, η Γαλλία, η Πορτογαλία αλλά και (βέβαια) η Ελλάδα, είναι ιδιαίτερα «ευάλωτες» σε πιθανή έκρηξη του ιταλικού κόστους δανεισμού το οποίο θα δυσχεράνει τα μέγιστα την αποπληρωμή δανείων τόσο από το ιταλικό κράτος όσο και από τον ιταλικό ιδιωτικό τομέα. Πόσο μάλλον στην σημερινή οικονομική συγκυρία κατά την οποία η Ιταλία (και όχι μόνο) δέχεται διπλό, οικονομικό και υγειονομικό (από τον κορονοϊό) σοκ.

Είχε λοιπόν δίκιο ο Mark Carney που «έβλεπε» τις τράπεζες σήμερα ως μέρος της λύσης στο οικονομικό πρόβλημα του κορονοϊού. Αυτό πράγματι ισχύει. Όπως όμως ανέφερα και παραπάνω, η αύξηση του κόστους δανεισμού, η οποία θα ελάμβανε χώρα ελλείψει νέου γύρου ποσοτικής χαλάρωσης, σίγουρα θα έφερνε, και πάλι τις τράπεζες, στο επίκεντρο του προβλήματος.