Μπορεί να βγει έγκαιρα η Ελλάδα στις αγορές;

Μπορεί να βγει έγκαιρα η Ελλάδα στις αγορές;

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Μετά από ένα δραματικό α' τρίμηνο, στο οποίο μειώθηκαν οι καταθέσεις, αυξήθηκαν τα «κόκκινα» δάνεια και όλα τα τραπεζικά ζητήματα πήγαν πίσω ελέω των καθυστερήσεων στη διαπραγμάτευση, το κυβερνητικό επιτελείο έρχεται να διαβεβαιώσει ότι θα βελτιωθούν αισθητά στο άμεσο μέλλον οι συνθήκες ρευστότητας.

Όπως ανέφερε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους των τραπεζών, προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής διευκόλυνσης της ρευστότητας στην αγορά θα λειτουργήσουν: α) η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, β) η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και γ) η δυνατότητα διάθεσης κρατικών ομολόγων στις διεθνείς αγορές.

Παρόμοια... ευχολόγια για ένταξη στο QE και έξοδο στις αγορές ακούγονται από κυβερνητικά χείλη εδώ και πολλούς μήνες (ακόμη και η αξιολόγηση θεωρείται κλεισμένη από πέρσι τον Δεκέμβριο), χωρίς, ωστόσο, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ξένοι και εγχώριοι οικονομολόγοι με τους οποίους επικοινώνησε το liberal.gr, χαρακτηρίζουν ανέφικτη την έξοδο στις αγορές έγκαιρα – πριν δηλαδή ολοκληρωθεί το τρίτο μνημόνιο – καθώς αυτή εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων που πολύ δύσκολα μπορούν να συνδυαστούν στη συγκεκριμένη συγκυρία.

Και όπως είναι γνωστό, αν το δημόσιο δεν καταφέρει να ανακτήσει κανονική πρόσβαση στις αγορές, τότε η υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου είναι μονόδρομος. Το ζητούμενο, λοιπόν, για την Ελλάδα δεν είναι να βγει μία διερευνητική φορά στις αγορές όπως το 2014, αλλά να μπορεί να δανείζεται με «βιώσιμο» επιτόκιο σε τακτική βάση, έτσι ώστε να απεμπλακεί από τα μνημόνια.

«Αν δεν υπάρξουν σύντομα συγκεκριμένα μέτρα απομείωσης του χρέους, δεν υπάρχει φως στο τούνελ γιατί πολύ απλά δεν… υπάρχει τούνελ», σημειώνει ο κ. Χάρρυ Παπαπανάγος, καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και αναλύει το αισιόδοξο και απαισιόδοξο σενάριο για την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον κ. Παπαπανάγο, το αισιόδοξο σενάριο προβλέπει ότι το τεχνικό κομμάτι της αξιολόγησης θα κλείσει στις 22 Μαΐου, με την τεχνική συμφωνία, που συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα απομείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, στα οποία θα έχουν συμφωνήσει οι θεσμοί. «Αν αυτό έχει συμβεί στις 22 Μαΐου αμέσως θα δούμε μία περαιτέρω σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα κάτω του 6,4%. Έτσι λύνονται τα χέρια του Mario Draghi να εντάξει την Ελλάδα, έστω και την τελευταία στιγμή, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο σημαίνει φθηνό δανεισμό για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που είναι αναγκαίος για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και της ανάπτυξης. Κατά συνέπεια θα ανοίξει ο δρόμος  για την έξοδο στις αγορές και θα λέγαμε επίσης θα είναι η αρχή της εξόδου της Ελλάδας από την εννιάχρονη οικονομική κρίση».

Δυστυχώς, όμως, το σενάριο αυτό δεν θα επαληθευτεί, όπως εκτιμά ο ίδιος. Οι λόγοι είναι οι εξής:

- Κατ' αρχάς, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη η υπογραφή της τεχνικής συμφωνίας στις 22 Μαΐου, καθώς μπορεί να καθυστερήσει πολύ περισσότερο απ' ότι φανταζόμαστε.

- Δεύτερον, ακόμη και αν υπάρχει υπογεγραμμένη τεχνική συμφωνία στις 22 Μαΐου, θεωρείται απίθανο στην παρούσα φάση να υπάρξει δέσμευση της Γερμανίας σε συγκεκριμένα μέτρα για την απομείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για ένταξη της Ελλάδας στο QE καθώς αναγκαία συνθήκη για συμμετοχή είναι το ελληνικό δημόσιο χρέος να είναι βιώσιμο.

- Η μη ένταξη της Ελλάδας στο QE ουσιαστικά σημαίνει μείζον πρόβλημα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Καθώς παρατηρείται συνεχής εκροή καταθέσεων, τουλάχιστον σε ότι αφορά το «νέο χρήμα» (χρήμα που δεν υπάγεται σε κεφαλαιακούς περιορισμούς) και καμία επιστροφή καταθέσεων από «παλαιό χρήμα», με συνέπεια τη μη δυνατότητα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων και την ανάγκη ανακεφαλαιοποίσης του τραπεζικού συστήματος.

- Η μη ένταξη στο QE θα οδηγήσει σε νέες αυξήσεις των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων με αποτέλεσμα η έξοδος στις αγορές να μην καταστεί σύντομα εφικτή, ενώ ακόμη και μετά τις γερμανικές εκλογές θα χρειαστούν αρκετοί μήνες για να συμφωνήσει η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας, μεταθέτοντας τις όποιες αποφάσεις για το 2018.

Αναλυτής ξένου οίκου, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι για να βγει η Ελλάδα στις αγορές θα πρέπει να επιτύχει ένα επιτόκιο της τάξης του 5% αρχικά, για να στείλει μήνυμα επιστροφής. Από κει και πέρα, θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να αποδείξει ότι μπορεί να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της χωρίς τον στενό έλεγχο της Τρόικας. «Έλεγχος θα υπάρχει πάντα και αυτό γιατί η Ελλάδα χρωστάει 315 δισ. ευρώ, για τα οποία οι δανειστές θα θέλουν πάντοτε τις σχετικές εγγυήσεις ότι η χώρα δεν θα επανέλθει στις πολιτικές του παρελθόντος. Όμως είναι άλλο να μπορείς να δανείζεσαι από τις αγορές και άλλο να περιμένεις τη δόση των δανειστών η οποία δεν εκταμιεύεται χωρίς σκληρά μέτρα», τονίζει υπό καθεστώς ανωνυμίας.

Ο ίδιος εξηγεί ότι το επιτόκιο που μπορεί να πιάσει το ελληνικό δημόσιο ακόμη και αν εισέλθει στο QE δεν θα έχει καμία σχέση με τα επιτόκια των δανείων των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ, ωστόσο σταδιακά θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να διαχειρίζεται τις υποχρεώσεις της με αποτελεσματικό μακροπρόθεσμα τρόπο, ενώ θα έχει περιθώρια ευελιξίας στην εφαρμογή ορισμένων πολιτικών. Επιπλέον, το επιτόκιο θα υποχωρεί όσο η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια πραγματικής ανάκαμψης.

«Μετά από εννιά χρόνια κρίσης οι επενδυτές αναμένουν ενδείξεις σοβαρής ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας», συμπληρώνει, εκτιμώντας παράλληλα πως το στοιχείο της πολιτικής σταθερότητας ήταν αυτό που δεν επέτρεψε στην Ελλάδα να βγει βιώσιμα στις αγορές μετά την πρώτη έξοδο του 2014.