Πώς μπορεί να χαλάσει το μοτίβο της ανόδου στη Wall Street
Shutterstock
Shutterstock

Πώς μπορεί να χαλάσει το μοτίβο της ανόδου στη Wall Street

Το γνωστό μοτίβο της Wall Street, συνεχίζει να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας, δίχως να προκαλεί αντιδράσεις και ανησυχία. Το μοτίβο αφορά τις συμπεριφορές των αγοραστών και των πωλητών, οι οποίες και διαμορφώνουν τις τιμές των μετοχών που καταγράφονται στα χρηματιστηριακά ταμπλό. 

Εάν θα προσπαθούσαμε να περιγράψουμε με δυο λόγια την κατάσταση στη Wall Street, θα μπορούσαμε να πούμε ότι:

Οι insiders, δηλαδή οι μεγαλομέτοχοι και τα υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη των εισηγμένων εταιρειών, εξακολουθούν να πωλούν τις μετοχές τους, για τρίτο έτος στη σειρά.

Οι ίδιες οι εταιρείες, προβαίνουν σε μαζικές επαναγορές των ίδιων των μετοχών τους, γνωστές σαν «stock buyback» για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά.

Οι ιδιώτες επενδυτές - που κινούνται ως επί το πλείστον μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες συναλλαγών - συνεχίζουν να αγοράζουν για να μην μείνουν μακριά από το «χρηματιστηριακό πάρτι». 

Οι θεσμικοί επενδυτές δεν τολμούν να «πάνε κόντρα στο κλίμα» για να μην χάσουν τη δουλειά τους, ακολουθώντας περισσότερο την αγορά και λιγότερο τις αναλύσεις τους. 

Οι insiders έχουν αρχίσει να πωλούν τις μετοχές τους ήδη από το 2023, μετά την ισχυρή ανάκαμψη των τιμών των μετοχών μετά τη βύθιση του 2022. Κάτι που συνέχισαν το 2024 και επιταχύνουν μέσα στο 2025. Έτσι με βάση τα στοιχεία της SEC, της Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι ισχυροί μεγαλομέτοχοι, οι CEOs αλλά και άλλα στελέχη ακόμα και των τεχνολογικών εταιρειών προβαίνουν σε ρευστοποιήσεις των μετοχών τους. 

Στη σχετική λίστα, συναντάμε τον Ίλον Μασκ της Tesla, τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ της Meta Platforms Inc. / Facebook, τον Τζένσεν Χουάνγκ CEO της Oracle, τον Τεντ Σαράντος της Netflix και τους Πίτερ Θιλ και Στίβεν Κοέν της Palantir. 

Οι πωλήσεις των insiders δεν υποδηλώνουν απαραίτητα απαισιοδοξία για την μελλοντική πορεία των εταιρείες τους. Καθώς μπορεί να πραγματοποιούνται στα πλαίσια νέων επιχειρηματικών προσπαθειών ή διαφοροποίησης χαρτοφυλακίων. Ωστόσο οι πωλήσεις οριοθετούν κάποια επίπεδα «ωρίμανσης των τιμών των μετοχών» ή ακόμα και υπερβολής στο μυαλό των ανθρώπων που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα, την σημερινή αξία και την μελλοντική προοπτική των εταιρειών.

Το περίεργο και οξύμωρο είναι ότι την ίδια στιγμή που οι insiders ρευστοποιούν τις μετοχές τους, λαμβάνονται αποφάσεις για την επαναγορά μετοχών από τις ίδιες τις εταιρίες τους. Δηλαδή, ενώ οι ίδιοι θεωρούν ότι οι μετοχές είναι ακριβές, τις θεωρούν αντίθετα φθηνές όταν είναι να τις επαγοράσουν οι ίδιες εταιρείες, κάνοντας χρήση των ταμειακών διαθεσίμων τους. Μπορεί όμως μια μετοχή να είναι ταυτόχρονα και ακριβή και φθηνή; Προφανώς και ναι, όταν για την αποτίμηση της, χρησιμοποιούνται λεφτά τρίτων. Το γνωστό ΟΡΜ (other people’s money).

Με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία, τα κεφάλαια που είχαν διατεθεί το 2022 στα πλαίσια της επαναγοράς μετοχών («stock buybacks») εταιρειών του δείκτη S&P 500 ανέρχονταν στα $925 δισ., το 2023 είχαν δαπανηθεί $800 δισ. και το 2024 $945 δισ. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για το σύνολο του 2025, σύμφωνα με την Wall Street Journal πλησιάζουν το $1 τρισ., ενώ σύμφωνα με τους εξειδικευμένους αναλυτές του CBNC ξεπερνούν το $1,1 τρισ. Ήδη μέσα στο Q1 δαπανήθηκαν σύμφωνα με την χρηματιστηριακή εταιρεία Charles Schwab, περισσότερα από $290 δισ. σε αγορές «stock buyback». 

Και η σκέψη αρκετών επενδυτών επιστρέφει στην περίοδο 2005 - 2007. Δηλαδή, στην περίοδο πριν την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που είχε προκληθεί από τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ και την κατάρρευση της Lehman Brothers. Τι είχε συμβεί τότε; Οι πωλήσεις των insiders και οι επαναγορές μετοχών είχαν φτάσει στο απόγειο τους. Τα «stock buyback» του 2007 είχαν αγγίξει τα $600 δισ., μέγεθος το οποίο ξεπεράστηκε το 2018, δηλαδή μετά από 11 έτη, αμέσως μετά την εξαγγελία Τραμπ για μείωση της εταιρικής φορολογίας. 

Οι ιδιώτες επενδυτές, αυτοί που στην χρηματιστηριακή ορολογία χαρακτηρίζονται ως retail investors (και ελληνιστί «λιανοπούλι») από την πλευρά τους ζουν στον δικό τους Παράδεισο. Επενδυτές που δεν έχουν γνωρίσει κάποιο «κραχ» - πέραν του covid – ή ένα «bear market» διαρκείας, συνεχίζουν να αγοράζουν σαν να μην υπάρχει αύριο, σε μια αγορά που «όλα ανεβαίνουν». Κατηγορία επενδυτών, της οποίας τα μέλη ιστορικά «έμεναν με τον χρηματιστηριακό μουτζούρη στο χέρι», δίνουν σήμερα τον κυρίαρχο τόνο στις αγορές. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία της δημοφιλούς χρηματιστηριακής πλατφόρμας Robinhood, οι ιδιώτες επενδυτές στρέφονται στην Palantir (NASDAQ:PLTR), στην Alphabet (NASDAQ:GOOGL), στην Apple (NASDAQ:AAPL), στη NVIDIA (NASDAQ:NVDA), στην Coinbase (NASDAQ:COIN), στην Tesla (NASDAQ:TSLA) και στην μετοχή της ίδιας της Robinhood (NASDAQ:HOOD).

H απόλυτη βεβαιότητα, ότι οι αγορές «δεν θα γυρίσουν» διότι αυτή τη φορά όλα θα είναι διαφορετικά, είναι βαθιά εδραιωμένη στη συνείδηση των ιδιωτών επενδυτών. Το γεγονός ότι ο δείκτης S&P 500 διαπραγματεύεται σήμερα σε 26 φορές τα μελλοντικά του κέρδη, έναντι του ιστορικού μέσου όρου που είναι 18 φορές, δεν απασχολεί κανέναν.

Το γεγονός ότι όλοι όσοι παρακολουθούν τις αγορές και την οικονομία δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν την κυριαρχία ενός μονοθεματικού σεναρίου, είναι προβληματικό.

Το σύγχρονο χρηματιστηριακό Ιερό Δισκοπότηρο είναι οι επενδύσεις και οι δαπάνες για την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) οι οποίες θα στηρίζουν τα πάντα. Από το ΑΕΠ μέχρι τον δείκτη S&P 500. Η χρηματιστηριακή αγορά και η παγκόσμια ανάπτυξη έχει φορτώσει στην πλάτη της Τεχνητής Νοημοσύνης όλες της τις προσδοκίες.

Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων και οι θεσμικοί επενδυτές από την πλευρά τους, αδυνατούν να εφαρμόσουν τα συμπεράσματα των αναλύσεων τους και των εκθέσεων τους.

Αδυνατούν να εφαρμόσουν τις στρατηγικές τους. Καθώς η κλασσική επενδυτική λογική που ακολουθούν, διαψεύδεται καθημερινά στα χρηματιστήρια. Διότι μπορεί να έχουν δίκιο στη θεώρηση τους, την αντίληψη τους και την εκτίμηση τους για τις αγορές, ωστόσο οι πελάτες δεν ενδιαφέρονται για το ποιος «έχει δίκιο» στην αγορά, αλλά για το ποιος φέρνει τις αποδόσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε και με βάση την προσωπική μας εμπειρία από επαφές με σοβαρούς θεσμικούς επενδυτές, ότι οι εποχές είναι ιδιαίτερα δύσκολες για τους επαγγελματίες διαχειριστές κεφαλαίων. 

Αφού ενώ οι ίδιοι βιώνουν το «παράλογο» που προσφέρει αποδόσεις στους πελάτες τους, βρίσκονται διαρκώς με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Διότι όταν χαλάσει το μοτίβο της ανόδου, η έξοδος κινδύνου θα είναι ιδιαίτερα στενή και το προς αποχώρηση πλήθος, μεγάλο.