H σκοπιμότητα του τόπου συνάντησης ΗΠΑ-Ρωσίας στην Αλάσκα υπενθυμίζει ακόμα μια στρατηγική απώλεια της Ρωσίας λόγω των τεράστιων κοιτασμάτων χρυσού, πετρελαίου και φυσικών πόρων που διαθέτει. Οι Ρώσοι πούλησαν το 1867 την Αλάσκα για $7,2 εκ. (2 σεντς ανά στρέμμα) στις ΗΠΑ.
Η έκταση της είναι 15 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και 3 φορές μεγαλύτερη από την Ουκρανία. Παρά τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν μετά το 1989 για μετεξέλιξη της Ρωσίας σε μια σύγχρονη, αναπτυγμένη οικονομία ευρωπαϊκού τύπου, η πραγματικότητα αποδείχθηκε διαφορετική.
Η εισβολή στην Ουκρανία το 2022 και η παρατεταμένη διάρκειά της αποκάλυψαν και επιδείνωσαν διαρθρωτικές αδυναμίες, οδηγώντας τη χώρα σε μια αδιέξοδη στρατηγική. Η ρωσική οικονομία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια από τις σοβαρότερες κρίσεις της μετασοβιετικής εποχής. Εάν ο Πούτιν δεν θέλει να καταρρεύσει η οικονομία του πρέπει να προχωρήσει άμεσα στην ειρήνευση.
Τυχόν συνέχιση του πολέμου μοιάζει πλέον περισσότερο με πολιτική κίνηση αποφυγής της ήττας, παρά με στρατηγική επίτευξης νίκης. Αλλά και η κατάκτηση μόνο ενός μικρού τμήματος της Ουκρανίας σήμαινε ότι χάθηκαν πάρα πολλά για πολύ λίγα. Τα κυριότερα από τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας είναι:
1. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης: Η οικονομική ανάπτυξη, που στο παρελθόν έδινε την αίσθηση σταθερότητας, έχει επιβραδυνθεί αισθητά. Το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 1,1% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, σε σύγκριση με πάνω από 4% το 2024. Φυσικά η αύξηση του ΑΕΠ προέρχεται από την αύξηση των αμυντικών δαπανών και όχι από την πραγματική οικονομία. Πρόκειται για δραματική κάμψη που αντανακλά την κόπωση των βασικών τομέων της οικονομίας, ιδίως των πολιτικών βιομηχανιών. Ενώ η αμυντική βιομηχανία λειτουργεί σε υψηλές ταχύτητες, οι υπόλοιποι κλάδοι υποφέρουν από έλλειψη επενδύσεων, χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη πρόσβαση σε ξένες αγορές.
2. Η κατάρρευση των εσόδων από την ενέργεια: Ένα από τα πιο εμφανή προβλήματα είναι η απότομη πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Οι τιμές του αργού έπεσαν από περίπου 100 δολάρια το βαρέλι στην αρχή του πολέμου σε μόλις 60 δολάρια το 2025. Η μείωση αυτή είναι καταστροφική για μια οικονομία που το 2024 βασιζόταν κατά 30% στα ενεργειακά έσοδα. Το πλήγμα είναι διπλό: από τη μια, μειώνονται τα κρατικά έσοδα, και από την άλλη, πλήττεται η διεθνής θέση της Ρωσίας ως ενεργειακής υπερδύναμης, αφού Ευρώπη και Δύση έχουν βρει εναλλακτικούς προμηθευτές, ενώ η Κίνα και η Ινδία, παρότι συνεχίζουν τις αγορές, απαιτούν εκπτώσεις. Οι δευτερογενείς δασμοί προς Ινδία και άλλες χώρες θα μειώσουν περαιτέρω δραματικά τα έσοδα.
3. Το δημοσιονομικό έλλειμμα: Η συρρίκνωση των εσόδων έχει οδηγήσει σε εκρηκτική διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Τον Ιούλιο του 2025 το έλλειμμα ξεπέρασε τα $60 δισ., ξεπερνώντας ακόμη και την κορύφωση της πανδημίας Covid-19. Το κράτος αναγκάζεται να καταφεύγει σε αυξημένο δανεισμό και σε άντληση πόρων από το Εθνικό Ταμείο Πλούτου, μια τακτική που δεν μπορεί να συνεχιστεί μακροπρόθεσμα χωρίς σοβαρές συνέπειες.
4. Η αποστράγγιση του Εθνικού Ταμείου Πλούτου: Το Εθνικό Ταμείο Πλούτου, που είχε δημιουργηθεί για να λειτουργεί ως «μαξιλάρι» σε περιόδους κρίσης, κινδυνεύει να εξαντληθεί πλήρως μέχρι το τέλος του 2025. Αυτό θα στερήσει από την κυβέρνηση κάθε περιθώριο δημοσιονομικής ευελιξίας. Η απώλεια του ταμείου θα σημαίνει ότι μελλοντικά σοκ, όπως νέες κυρώσεις ή περαιτέρω πτώση στις τιμές ενέργειας, δεν θα μπορούν να απορροφηθούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο κατάρρευσης.
5. Η υπερχρέωση των εταιρειών: Το εταιρικό χρέος έχει εκτοξευθεί. Από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Νοέμβριο του 2024 ξεπέρασε το 70%, φτάνοντας τα $450 δισ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού αφορά στρατιωτικούς τομείς - βιομηχανίες όπλων, χαλυβουργίες, κ.λ.π. Το αποτέλεσμα είναι η συσσώρευση τεράστιων πιστωτικών κινδύνων, που μπορεί να οδηγήσουν σε κύμα χρεοκοπιών.
6. Οι τραπεζικοί κίνδυνοι και η απειλή κρίσης χρέους: Αρκετές από τις συστημικές τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να συζητούν την ανάγκη διάσωσης. Η κεντρική τράπεζα, για να αποφύγει πανικό, έχει χαλαρώσει τους κανόνες αναγνώρισης «κόκκινων» δανείων, κρύβοντας έτσι το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Όμως αυτή η τακτική θυμίζει τις πρακτικές της δεκαετίας του ’90, όταν η αδιαφάνεια οδήγησε τελικά σε τραπεζικές καταρρεύσεις. Εάν δεν υπάρξει ριζική αναδιάρθρωση, η Ρωσία μπορεί να βρεθεί σε βαθιά τραπεζική κρίση πολύ σύντομα.
7. Ο υψηλός πληθωρισμός: Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν πάνω από 10% στα μέσα του 2025. Η εκτίναξη στις τιμές βασικών αγαθών - όπως οι πατάτες, που έφτασαν ιστορικά υψηλά - πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλότερα στρώματα. Η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια, και σίγουρα αμφισβητεί την έλλειψη απτών αποτελεσμάτων.
8. Τα υψηλά επιτόκια: Η Τράπεζα της Ρωσίας αναγκάστηκε να αυξήσει το βασικό επιτόκιο πάνω από 20%, το υψηλότερο των τελευταίων δύο δεκαετιών. Η κίνηση αυτή είχε στόχο να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, αλλά στην πράξη επιβάρυνε τις τράπεζες που ήδη διαθέτουν χαμηλότοκα πολεμικά δάνεια, ενώ έφερε σε απόγνωση επιχειρήσεις και νοικοκυριά με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου. Η ασφυξία στην αγορά πίστωσης περιορίζει την ανάπτυξη και αυξάνει τον κίνδυνο ύφεσης.
9. Η ανισορροπία μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής οικονομίας: Στη Ρωσία σήμερα από τη μια πλευρά, η στρατιωτική βιομηχανία επεκτείνεται ραγδαία, απορροφώντας τεράστιους πόρους και κρατικές ενισχύσεις. Από την άλλη, οι πολιτικοί τομείς - γεωργία, υπηρεσίες, κατασκευές - συρρικνώνονται. Αυτή η ανισορροπία δημιουργεί ένα επικίνδυνο υπόδειγμα, όπου η ευημερία της χώρας εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τη συνέχιση του πολέμου, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο μοντέλο.
10. Ο κίνδυνος ύφεσης και η κοινωνική δυσαρέσκεια: Η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν εκδηλώνεται πλέον μόνο απέναντι στη Δύση και τις κυρώσεις, αλλά και απέναντι στην ίδια την κυβέρνηση, που δεν έχει καταφέρει να αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης, ενώ στο εσωτερικό οι πολίτες βλέπουν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται και οι απώλειες σε θανάτους και τραυματίες να φθάνουν σε δυσθεώρητα νούμερα.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι η ρωσική οικονομία το 2025 αντιμετωπίζει μια συνδυασμένη κρίση με υψηλό πληθωρισμό, καταρρέοντα ενεργειακά έσοδα, διογκούμενο έλλειμμα, τραπεζική αστάθεια και κοινωνική δυσαρέσκεια.
Εάν προστεθούν οι απώλειες επιρροής στον νότιο Καύκασο, στις Βαλτικές, στις Σκανδιναβικές χώρες, η διεθνή απομόνωση η αδυναμία να καταλάβει το Κίεβο όπως αρχικά επιχείρησε, κλπ., φέρνουν ακόμα σε ποιο δύσκολη θέση την Ρωσία.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η διεξαγωγή του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και το γεγονός ότι η Ρωσία έχει εγκλωβιστεί σε μια οικονομική λογική όπου η επιβίωση εξαρτάται από τη στρατιωτική σύγκρουση.
Χωρίς δομικές μεταρρυθμίσεις, τερματισμό του πολέμου και επανένταξη στις διεθνείς αγορές, η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί σε ύφεση και να χάσει το στρατηγικό της βάρος στον παγκόσμιο χάρτη.
Οι ΗΠΑ έχουν διαμορφώσει μια νέα στρατηγική όπου, αφήνουν σε συμμάχους και εταίρους να αναλάβουν την ασφάλεια στις περιοχές τους και χρησιμοποιεί δασμούς για να διορθώσει εμπορικές ανισορροπίες, να προστατεύσουν κρίσιμες αμερικανικές βιομηχανίες, να ευθυγραμμίσουν και να αναδιαμορφώσουν τους παγκόσμιους εμπορικούς κανόνες ώστε να είναι δίκαιοι προς όλους.
Σε αυτή τη στρατηγική, προτεραιότητα έχουν την Ρωσία και την Κίνα. Η Ουάσιγκτον έπρεπε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, πιέζοντας τη Ρωσία να αποδεχθεί διαπραγματευτική λύση.
Η Ρωσία έχει ανάγκη από οικονομικές συμφωνίες για να λύσει τα οικονομικά της προβλήματα για να περάσει στην Τεχνητή Νοημοσύνη και να την διαχύσει στην οικονομία της.
Και αυτό πρόκειται να γίνει με τσιπς των αμερικανικών προδιαγραφών καθώς η Ρωσία εξαντλημένη οικονομικά δεν έχει τα κεφάλαια να αναπτύξει την Τεχνητή Νοημοσύνη σε δικά της τσιπ.
Έτσι, την 15η Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν μυστικές διαπραγματεύσεις στην Αλάσκα, μια τοποθεσία με συμβολική αλλά και γεωπολιτική αξία. Η Ουάσιγκτον απείλησε τη Μόσχα με μεγαλύτερες ζημιές, δίνοντας ενίσχυση στις ρωσικές φωνές που επιδιώκουν ειρήνη.
Παράλληλα, επιβλήθηκε στις 6 Αυγούστου δασμός 25% στα ινδικά προϊόντα, ανεβάζοντας το σύνολο των δασμών στο 50%. Αυτή η κίνηση είχε στόχο να τιμωρήσει τη συνέχιση των ινδικών εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου, στέλνοντας έμμεσο μήνυμα στη Ρωσία αλλά και στην Ινδία, ότι η στρατηγική της ανεξαρτησία έχει κόστος.
Αν και οι σχέσεις ΗΠΑ–Ινδίας παραμένουν σημαντικές, η Ουάσιγκτον επανεξετάζει το βάθος αυτής της συνεργασίας, σε περίπτωση που δεν ευθυγραμμίζετε με τις κυρώσεις προς την Ρωσία και ειδικά εάν η Κίνα καταστεί πιο προβλέψιμος εταίρος και επέλθει εμπορική συμφωνία.
Αφού διαμορφώθηκε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης με τη Ρωσία, σειρά είχε η Κίνα. Η πρόσφατη απελευθέρωση εξαγωγών των αμερικανικών τσιπς Η20 προς την Κίνα με επιβολή εξαγωγικού δασμού 15% στην Nvidia και στην AMD, δείχνουν μια διαπραγμάτευση όπου οι ΗΠΑ θα εισάγουν σπάνιες γαίες από την Κίνα με αντάλλαγμα την εξαγωγή τσιπς ώστε η Κίνα να ακολουθήσει την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης με τσιπ δυτικών προδιαγραφών.
Τα κινεζικά τσιπς υστερούν στην εκτέλεση (όταν δίνουν απαντήσεις) κατά την χρήση των μεγάλων γλωσσικών μοντέλων όπως το κινέζικο DeepSeek.
Εάν η Κίνα αποκηρύξει τις αναθεωρητικές της βλέψεις (π.χ. κατάληψη της Ταϊβάν) και περιορίσει τις αθέμιτες πρακτικές στο εμπόριο, τότε η συνεργασία μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη για όλες τις πλευρές. Μάλιστα, αν η Ταϊβάν –που διαθέτει τριπλάσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Κίνα– αποτελέσει πρότυπο ανάπτυξης, αυτό μπορεί να συμβάλει στην εξομάλυνση της γεωπολιτικής έντασης.
Σε ευρύτερο επίπεδο, η επιτυχία διαπραγματεύσεων με Ρωσία, Κίνα και Ιράν και ο περιορισμός των αναθεωρητικών βλέψεων άλλων δυνάμεων, όπως η Τουρκία, θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια σταθερότερη παγκόσμια τάξη. Σε συνθήκες ειρήνης και συνεργασίας, η ανθρωπότητα μπορεί να αξιοποιήσει την Τεχνητή Νοημοσύνη και άλλες νέες τεχνολογίες, με σύνεση προς όφελος της ανθρωπότητας, για να αυξήσει την παραγωγικότητα, να μειώσει τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας και να διασφαλίσει ευημερία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι ευχής έργον η ελληνική διπλωματία και η πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων να παρακολουθούν στενά αυτές τις εξελίξεις και να προσαρμόζουν έγκαιρα τη στρατηγική τους, ώστε να διασφαλίσουν το εθνικό συμφέρον σε ένα ρευστό και μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων