Monte Paschi, RBS και AIB, οι τράπεζες με τις χειρότερες επιδόσεις στα ευρωπαϊκά stress tests

Monte Paschi, RBS και AIB, οι τράπεζες με τις χειρότερες επιδόσεις στα ευρωπαϊκά stress tests

 

(για μεγαλύτερο μέγεθος κάντε κλίκ ΕΔΩ)

 

Η ιταλική Monte dei Paschi, η βρετανική Royal Bank of Scotland και η ιρλανδική Allied Irish Banks ήταν οι τρεις τράπεζες με τις χειρότερες επιδόσεις στα stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Τα αποτελέσματα σε γενικές γραμμές έδειξαν ότι οι 51 κορυφαίες τράπεζες της Ε.Ε. διαθέτουν επαρκή κεφάλαια ώστε να αντιμετωπίσουν μια ακόμα ενδεχόμενη χρηματοπιστωτική κρίση, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι η προσομοίωση δεν προέβλεπε κάποιο συγκεκριμένο όριο επιτυχίας/αποτυχίας. Υπενθυμίζεται επίσης ότι στην άσκηση δεν συμμετείχαν οι ελληνικές και οι πορτογαλικές τράπεζες.

To γερμανικό τραπεζικό σύστημα είχε σχετικά χαμηλές επιδόσεις. Τέσσερις από τις τράπεζες με τη μεγαλύτερη επιδείνωση στο δείκτη CET1 είναι γερμανικές, ενώ η Deutsche Bank και η Commerzbank είναι ανάμεσα στις 10 τράπεζες με τις χαμηλότερες τελικές αναλογίες CET1.

Στην Ιταλία, η UniCredit είχε τον έκτο πιο αδύναμο δείκτη CET1 σε fully loaded βάση και το τέταρτο πιο αδύναμο σε μεταβατική βάση. Ωστόσο, αναμένεται ότι θα αντλήσει περίπου 10 δισ. ευρώ κεφαλαίων από την έκδοση δικαιωμάτων και πώληση παγίων. Η Intesa Sanpaolo, τα πήγε σχετικά καλά, με τελικό σημείο fully loaded αναλογίας CET1 στο 10,21%, πάνω από το μέσο όρο των 9,2%.

Σε ό,τι αφορά την ιταλική Monte dei Paschi -που λίγες ώρες πριν την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ανακοίνωσε αύξηση κεφαλαίου 5 δισ. ευρώ και πώληση κόκκινων δανείων 9,2 δισ. ευρώ-  ήταν η μοναδική τράπεζα που στο δυσμενές σενάριο ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ήταν αρνητικός, κάτι που σημαίνει ότι η τράπεζα θα χρεοκοπούσε.

Το δυσμενές σενάριο της άσκησης υπέθεσε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ της Ε.Ε. κατά 1,2% το 2016, κατά 1,3% το 2017 και κατά 0,7% το 2018 – ένα σενάριο που είναι κατά 7,1% δυσμενέστερο σε σχέση με το «βασικό σενάριο».

Συνολικά για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, ο μέσος όρος κεφαλαιακής επάρκειας στο δυσμενές σενάριο διαμορφώνεται σε 9,20%.

Να σημειωθεί ότι τα συνολικά αποτελέσματα έδειξαν βελτιωμένη εικόνα σε σχέση με την προηγούμενη άσκηση της ΕΚΤ το 2014, στην οποία είχαν επανεκτιμηθεί οι ισολογισμοί σε σχεδόν 130 τράπεζες και είχε δοθεί εντολή στον τραπεζικό τομέα να αυξήσει την κεφαλαιακή του επάρκεια κατά 25 δισ. ευρώ.?Οι δοκιμές αυτές είχαν απαξιωθεί από την αγορά ως μη αρκούντως σκληρές, κάτι που ωστόσο ενδέχεται να συμβεί και τώρα.

Οι βασικές επικρίσεις συνίστανται στο γεγονός ότι τα stress tests δεν περιλάμβαναν σενάρια με τον αντίκτυπο σοκ όπως το Brexit και τη διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων. Συγκεκριμένα, παρόλο που περιείχαν υποθέσεις σοκ της αγοράς πιο σοβαρές από τη ψήφο του Brexit, ωστόσο δεν υπολόγιζαν το τεράστιο κίνδυνο που θα αποτελέσει αυτό για ορισμένες τράπεζες.

Όπως ανακοίνωσε η ΕΒΑ, στο δυσμενές σενάριο των test, η μέση μείωση του κεφαλαίου ήταν 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, πάνω δηλαδή από τις 2,6 ποσοστιαίες μονάδες των stress tests του 2014. Ωστόσο, χάρη σε στο υψηλότερο επίπεδο κεφαλαίων και άλλες βελτιώσεις από το 2014, ο μέσος όρος των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας CET1 για τις τράπεζες που συμμετείχαν, στο δυσμενές σενάριο διαμορφώθηκε στο 9,2%, σε σύγκριση με το 8,6% το 2014.

Με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η επικεφαλής τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ, Daniele Nouy, δήλωσε ότι «Τα αποτελέσματα αντανακλούν τη σημαντική αύξηση των κεφαλαίων και τις πρόσθετες βελτιώσεις ισολογισμών από τις τράπεζες κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Ο τραπεζικός τομέας σήμερα είναι πιο ανθεκτικός και μπορεί να απορροφήσει πολύ καλύτερα οικονομικές κρίσεις πριν από δύο χρόνια».

«Παρόλο που η φετινή άσκηση ήταν πιο σκληρή, βγαίνουμε πιο ισχυροί από ό,τι το 2014», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, John Cryan. Όπως επισήμανε, «το αποτέλεσμα είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και πολλών μικρών βημάτων προς τα εμπρός, με τα stress test να δείχνουν ότι η τράπεζα είναι εφοδιασμένη απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις», ενώ πρόσθεσε ότι «είμαστε σε καλό δρόμο για την επίτευξη μιας αναλογίας κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) τουλάχιστον 12,5% μέχρι το τέλος ου 2018».

«Τα αποτελέσματα των τεσσάρων (σ.σ. βρετανικών) τραπεζών είναι αντίστοιχα με τα προηγούμενα stress tests που είχε διενεργήσει η Τράπεζα της Αγγλίας» ανακοινώθηκε εκ μέρους της BoE. Όπως σημειώνει η βρετανική Κεντρική Τράπεζα, τα αποτελέσματα «αποδεικνύουν ότι οι βασικές τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν την απαραίτητη ανθεκτικότητα προκειμένου να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία, ακόμα και στο δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο».

 

Από τα επιμέρους στοιχεία των αποτελεσμάτων, ξεχώρισαν επίσης τα εξής:

- Σε ό,τι αφορά το λεγόμενο conduct risk (δηλαδή τους κινδύνους που προκύπτουν από τη συμπεριφορά μιας τράπεζας), ένας παράγοντας που συνυπολογίζεται για πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά stress tests μετά τα πρόστιμα δεκάδων δισ. τα οποία έχουν κληθεί να καταβάλουν τα προηγούμενα χρόνια διάφορες ευρωπαϊκές τράπεζες, το συνολικό κόστος για τον κλάδο σε βάθος τριών ετών διαμορφώνεται σε 71 δισ. ευρώ.

- Σε ό,τι αφορά τις ζημιές από πιστωτικό κίνδυνο, από δάνεια που θα "κοκκίνιζαν" στο δυσμενές σενάριο, ο τελικός λογαριασμός διαμορφώνεται σε 349 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, το μεγαλύτερο μέρος θα προερχόταν από την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία και τη Γαλλία.

- Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο αγοράς -συμπεριλαμβανομένου του hedging και του high-frequency trading- στο δυσμενές σενάριο οι συνολικές καθαρές ζημιές σε βάθος τριετίας διαμορφώνονται σε 8 δισ. ευρώ.

*Δείτε ΕΔΩ τα πλήρη αποτελέσματα των stress tests