Μετά από 11 χρόνια οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές βλέπουν Ελλάδα

Μετά από 11 χρόνια οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές βλέπουν Ελλάδα

Έχουν περάσει δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τότε που η Ελλάδα έπεσε από την πιστοληπτική αξιολόγηση «Α» στα χαμηλότερα σκαλοπάτια της επενδυτικής βαθμίδας, για να έρθουν στη συνέχεια οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις, η χρεοκοπία και η οικονομική κατάρρευση. Και ενώ η ελληνική οικονομία πέρασε από χίλια κύματα όλα αυτά τα χρόνια, ήταν λιγοστοί οι επενδυτές που είδαν μακροπρόθεσμες ευκαιρίες στη χώρα μας και αποφάσισαν να δεσμεύσουν τα χρήματά τους για μεγάλο ορίζοντα. Αυτό σήμερα αλλάζει και η Ελλάδα συγκρίνεται πλέον… στα ίσια με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και όχι μόνο.

Τα όσα ανέφερε χθες ο Φίλιπο Ταντέι της Goldman Sachs σε συνέντευξή του στο Liberal και στον Νικόλα Ταμπακόπουλο και η σύσταση που έδωσε η JPMorgan για μακροπρόθεσμη τοποθέτηση των επενδυτών στα ελληνικά ομόλογα, αποδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μία νέα φάση. Είναι βέβαιο ότι δεν θα γίνουμε επενδυτικός παράδεισος εν μία νυκτί, ωστόσο μετά τις απανωτές κρίσεις που πέρασε η ελληνική οικονομία, είναι η πρώτη φορά που οι προοπτικές της αλλάζουν τόσο εντυπωσιακά προς το καλύτερο.

Βέβαια, και το 2019 είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ανάλογο κλίμα αλλά μας πρόλαβε η πανδημία, οπότε καλό είναι να κρατάμε μικρό καλάθι…

Χθες, η JPMorgan εκτίμησε ότι είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσει η Ελλάδα την «επενδυτική βαθμίδα» μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2022 και συνέστησε την τοποθέτηση των επενδυτών στα ελληνικά ομόλογα. Είναι δυνατόν η μεγαλύτερη τράπεζα του κόσμου να συστήνει την αγορά ελληνικών ομολόγων και μάλιστα μακροπρόθεσμα; Είναι η πρώτη φορά από το μακρινό 2009 που τα ελληνικά ομόλογα μπαίνουν ξανά στα ραντάρ των επενδυτικών οίκων, όχι ως distressed ή αναδυόμενα assets αλλά ως μακροπρόθεσμη επιλογή.

Ένας από τους λόγους είναι αναμφίβολα οι προοπτικές που ανοίγονται για την ελληνική οικονομία μέσω των ευρωπαϊκών πόρων που θα διοχετευθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ένας άλλος είναι οι μεταρρυθμίσεις που ανεβάζουν την Ελλάδα στους δείκτες που παρακολουθούν οι επενδυτές.

Ένας τρίτος λόγος είναι η στάση της ΕΚΤ. Στις 12 Δεκεμβρίου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αναμένεται να αποφασίσουν για το καθεστώς που θα ισχύσει μετά τη λήξη του PEPP, τον ερχόμενο Μάρτιο. Αυτή τη στιγμή οι πιθανότητες είναι υπέρ της διατήρησης του waiver για την Ελλάδα, της κατ’ εξαίρεση δηλαδή αποδοχής τους στο QE και γενικότερα στις πράξεις της ΕΚΤ.

Όσον αφορά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, η JPMorgan «βλέπει» το spread του 10ετούς να υποχωρεί στο α’ τρίμηνο του 2022 στις 125 μονάδες βάσης, από 158 μονάδες βάσης σήμερα και ακόμη περισσότερο στις 110 μονάδες βάσης στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου 2022. Σημειώνεται ότι το spread των ελληνικών τίτλων έχει πάρει την ανιούσα τους τελευταίους μήνες καθώς κυριάρχησε μία τάση φυγής από τα ομόλογα διεθνώς, ωστόσο το γερμανικό δέχθηκε μικρότερες πιέσεις γιατί θεωρείται ασφαλές καταφύγιο. Αποτέλεσμα ήταν, από τις 95 μονάδες βάσης που βρέθηκε στις αρχές Ιουνίου, να εκτιναχθεί στο επίπεδο των 160 μονάδων στα τέλη Νοεμβρίου.

Από την πλευρά της, η Capital Economics εκτιμά ότι μέσα στο 2022 το spread τόσο των ελληνικών όσο και των υπόλοιπων ομολόγων της περιφέρειας θα αυξηθεί ελαφρώς έναντι των γερμανικών. Διότι από τη στιγμή που θα τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, η ΕΚΤ θα θελήσει να αλλάξει σταδιακά την πολιτική της. Αυτό δεν αναμένεται να συμβεί πριν το τέλος του 2023, όμως οι αγορές θα αρχίσουν να το προεξοφλούν από τα μέσα του 2022 και η ΕΚΤ δεν θα επεμβαίνει με τον ίδιο ζήλο στην αγορά για να κρατάει χαμηλά τα spread.

Αν ωστόσο η ΕΚΤ διατηρήσει το waiver και δούμε μία ηχηρή αναβάθμιση στο α’ τρίμηνο του 2022, τότε είναι πολύ πιθανό να αλλάξουν τα δεδομένα και ως προς το spread αφού η επενδυτική κοινότητα θα αναμένει την πολύτιμη αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα. Όπως και να’ χει, οι ξένοι οίκοι αντιμετωπίζουν την ελληνική οικονομία πλέον ως μία κανονική οικονομία της Ευρωζώνης και όχι ως μία οικονομία που λειτουργεί με δεκανίκια και είναι στο χέρι της να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο το κλίμα με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Γιατί αν σημειωθούν μεγάλες καθυστερήσεις ή αδυναμία απορρόφησης κονδυλίων, το κλίμα μπορεί εύκολα να αντιστραφεί…