Οι συμφωνίες Αθήνας - Ουάσιγκτον ενοχλούν Μόσχα και Πεκίνο

Οι συμφωνίες Αθήνας - Ουάσιγκτον ενοχλούν Μόσχα και Πεκίνο

Εν μέσω διασταυρούμενων πυρών από Μόσχα και Πεκίνο βρέθηκε η Αθήνα δύο εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη στο Ζάππειο (R-TEC), που επισημοποίησε την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας και τη μετατροπή της σε κρίσιμο κόμβο για τη λειτουργία του Κάθετου Διαδρόμου, από τον οποίο θα τροφοδοτείται με ενέργεια η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η Ουκρανία.

Τη Διάσκεψη του Ζαππείου ακολούθησε και η επίσκεψη Ζελένσκι στην Αθήνα, όπου ο ρόλος αυτός της χώρας μας, μέσω του οποίου ακυρώνεται η εξάρτηση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια επικυρώθηκε, καθώς επίσης δρομολογήθηκε και η συνεργασία σε θέματα ασφάλειας, με τη δυνατότητα μάλιστα κοινής παραγωγής θαλάσσιων drones, τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα για την Ελλάδα.

Οι κινήσεις αυτές έδειξαν ότι η Ελλάδα επενδύει σταθερά  στη στρατηγική επιλογή της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ και δεν αμφιταλαντεύεται, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι δεν τηρεί τις αναγκαίες ισορροπίες όταν τα εθνικά συμφέροντα το απαιτούν.

Τα πυρά εκτοξεύθηκαν ευθέως από την πλευρά της Μόσχας, ενώ από το Πεκίνο έφθασαν εμμέσως στην Αθήνα, καθώς αρχικά στόχευσαν την Αμερικανίδα πρέσβη Κίμπερλι Γκίλφοιλ. Και οι δύο πλευρές όμως είχαν ως στόχο, με διαφορετικό τόνο και ύφος (καθώς η κινεζική πλευρά δεν ξεφεύγει των ορίων, όπως συνήθως πράττει η κ. Ζαχάροβα), να στείλουν προειδοποιήσεις για αυτό που βλέπουν ως ολοένα και μεγαλύτερη πρόσδεση της Ελλάδας στις ΗΠΑ.

Η Κίνα δεν αμφισβήτησε βεβαίως ποτέ το γεγονός ότι η Ελλάδα, με την οποία έχει μια αμοιβαία επωφελή σχέση, είναι μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και σαφώς προσανατολισμένη και τοποθετημένη στο στρατόπεδο της Δύσης, ούτε έχει ψευδαισθήσεις για την επιλογή της Ελλάδας όσον αφορά τη θέση της στον κόσμο.
Όμως η Κίνα θέλει να γίνεται η «δουλειά» : να γίνονται σεβαστές οι συμφωνίες που έχει συνάψει και να μην αιφνιδιάζεται.

Οι ενεργειακές συμφωνίες της Ελλάδας με τις ΗΠΑ για εισαγωγή και επανεξαγωγή LNG προς τον Κάθετο Διάδρομο δεν αφορούν άμεσα την Κίνα. Όμως ο ενθουσιασμός που ακολούθησε τη Διάσκεψη του  Ζαππείου και η «επιθετική» ατζέντα και ρητορική της κ. Γκίλφοιλ, που φάνηκε να βάζει στο στόχαστρο την κινεζική παρουσία στο λιμάνι του Πειραιά, σήμανε συναγερμό στο Πεκίνο, το οποίο θεώρησε αναγκαίο να αντιδράσει και να στείλει τα κατάλληλα μηνύματα, όχι μόνο  προς την Αμερικανίδα πρέσβη, αν και σε αυτήν απευθυνόταν η δήλωση της κινεζικής πρεσβεία, αλλά και  προς την ελληνική κυβέρνηση.

Και μάλιστα με μορφή φιλικής προειδοποίησης, ώστε να μην επιχειρηθεί κάποια αλλαγή στο status του λιμανιού του Πειραιά, όπου η COSCO έχει το πλειοψηφικό πακέτο 67% από το 2016, όταν της παραχωρήθηκε από την κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα.

 Η Αθήνα πάντως, αρχικά με την εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ Λ. Ζωχιού αλλά κατόπιν και με τις δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη, ξεκαθάρισε ότι οι συμφωνίες του παρελθόντος πρέπει να γίνονται σεβαστές και έτσι στάλθηκαν καθησυχαστικά μηνύματα προς το Πεκίνο, καθώς πάντως και στην ελληνική κυβέρνηση θεωρούν ότι η παρουσία της COSCO στον Πειραιά, η οποία ξεκίνησε όταν δεν υπήρξε ενδιαφέρον από καμία άλλη χώρα για επενδύσεις στην Ελλάδα, είναι αμοιβαία επωφελής.
Και στην Αθήνα βεβαίως θεωρούν ότι η συμφωνία αυτή με την Κίνα κάθε άλλο παρά είναι απαγορευτική για την ανάπτυξη συνεργασιών με τις ΗΠΑ σε νέους διαδρόμους εμπορίου και δεδομένων.

Και έτσι προέκυψε και η συζήτηση για την Ελευσίνα, όπου θα δοθεί ισχυρό κίνητρο για ανάπτυξη της περιοχής των Ναυπηγείων από την ONYX (που έχει ήδη δεχθεί ενίσχυση από αμερικανικό κρατικό επενδυτικό ταμείο), σε ένα μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο που πιθανόν να εξυπηρετηθεί με τη δημιουργία και σύγχρονου λιμανιού.

Η Ελλάδα δεν θα είναι η μόνη χώρα, εξάλλου, που ενώ έχει σχέσεις συνεργασίας με την Κίνα και θέση στον εξαγωγικό διάδρομο της BRI, επιδιώκει να συμμετέχει και σε ανταγωνιστικά σχέδια, όπως είναι ο IMEC και τα παραδείγματα δεν εξαντλούνται μόνο στη Σ. Αραβία και στο Ισραήλ.

Διαφορετικής κλίμακας και περιεχομένου ήταν, βεβαίως, η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της Ελλάδας η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ Μ. Ζαχάροβα, με πρόσχημα τη συμφωνία Αθήνας–Κιέβου για αμυντική συνεργασία, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, θα περιλαμβάνει και τη μεταφορά τεχνογνωσίας για κατασκευή θαλάσσιων drones. Έναν τομέα στον οποίο ήδη η Ουκρανία βρίσκεται μπροστά, έχοντας επιφέρει ισχυρά πλήγματα στη ρωσική ναυτική παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα.

Η κ. Ζαχάροβα, η οποία μάλιστα επανέλαβε τις κατηγορίες εναντίον της Ελλάδας ότι έσπευσε από τις πρώτες να ενισχύσει στρατιωτικά την Ουκρανία, κάνοντας μάλιστα και υπαινιγμούς ότι με αυτά τα όπλα χτυπήθηκαν οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί στο Ντονμπάς, κατέληξε απειλητικά λέγοντας ότι η Μόσχα έχει «αξιολογήσει τέτοιες αντιρωσικές ενέργειες συλλογικά του Δυτικού Κόσμου με στόχο να προκαλέσουν την ήττα της Ρωσίας και θα υπάρξει η ανάλογη αντίδραση».

Είναι προφανές ότι η νευρικότητα της κ. Ζαχάροβα δεν οφειλόταν στη συμφωνία για τα θαλάσσια drones, που ουσιαστικά θα πρόκειται για μεταφορά ουκρανικής τεχνογνωσίας στην Ελλάδα, ούτε φυσικά λόγω κάποιας ευαισθησίας της για τους ελληνικής καταγωγής πολίτες της Μαριούπολης και του Ντονμπάς. Εξάλλου, η κ. Ζαχάροβα, πριν ασχοληθεί με τα θαλάσσια drones, θα έπρεπε να είχε καταγγείλει και να είχε λάβει η χώρα της αντίμετρα προς την Τουρκία, η οποία όχι μόνο υποστηρίζει με εξελιγμένα όπλα την Ουκρανία, αλλά έχει λειτουργήσει και εργοστάσιο κατασκευής των drones από την  Bayraktar σε ουκρανικό έδαφος.

Όμως είναι σαφές ότι η κ. Ζαχάροβα, χωρίς να το ομολογεί, επιτέθηκε στην Ελλάδα επειδή, με τις ενεργειακές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, «σπάει» ένα μονοπώλιο που για δεκαετίες έθρεψε τη ρωσική οικονομία και την πολεμική μηχανή της. Ο Κάθετος Διάδρομος και οι διαδρομές του αμερικανικού LNG προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη υπονομεύουν μόνιμα πλέον τη σχέση εξάρτησης που είχε χτίσει το Κρεμλίνο, εξασφαλίζοντας έτσι και την πολιτική επιρροή του στις χώρες αυτές αλλά και στην Ευρώπη.

Και η στοχοποίηση της Ελλάδας αποτελεί για τη Μόσχα προσφιλή τακτική, καθώς εκτιμά,  ότι έτσι απευθύνεται σε μια κοινή γνώμη, ένα μέρος της οποίας είναι πρόθυμο να ακούσει τη ρωσική προπαγάνδα ως «αντισυστημική» ρητορική.