Καμπανάκι από τον SSM για τα σχέδια ανάκαμψης των τραπεζών

Καμπανάκι από τον SSM για τα σχέδια ανάκαμψης των τραπεζών

Αναθεωρημένα σχέδια για την μείωση των κόκκινων δανείων καλούνται να υποβάλουν οι ελληνικές τράπεζες προκειμένου να συμπεριλάβουν στους υπολογισμούς τους τις επιπτώσεις από την πανδημία. Η εποπτική αρχή των τραπεζών διαπιστώνει ότι η κρίση του Covid έχει αναδείξει σοβαρές αδυναμίες των τραπεζών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά «ακραίες καταστάσεις» - όπως αυτή που βιώνουμε- οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν πιέσεις στη ρευστότητα τους αλλά και διάβρωση της κεφαλαιακής τους βάσης. 

Τα σχέδια που έχουν υποβάλλει οι τράπεζες, όπως προκύπτει από την αξιολόγηση που έκανε ο SSM, αφήνουν σημαντικά κενά  στους παραπάνω κρίσιμους τομείς, τα οποία μάλιστα θα μπορούσαν  να προκαλέσουν  μια γενικότερη αστάθεια στο σύστημα.
Αν επαληθευτούν τα ακραία ταυτόχρονα, θα  οι τράπεζες σύμφωνα με το SSM  θα αντιμετωπίσουν  σημαντική επιδείνωση του  βασικού κεφαλαιακού δείκτη  CET1, κατά 60% κατά μέσο όρο.
     Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις ελληνικές τράπεζες καθώς όντας υπερφορτωμένες με κόκκινα δάνεια, βρίσκονται σε πιο δυσμενή θέση σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές.  Έτσι ενώ ετοιμάζονται αντλήσουν από τις αγορές  3 δισ.ευρώ, είτε μέσω ομολόγων (Alpha Βank), ή να προχωρήσουν σε αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου όπως η Πειραιώς, ο SSM  εμφανίζεται προβληματισμένος  για το κατά πόσο οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν επιτυχώς σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

       Oπως προκύπτει από τα ευρήματα του SSM  το  καθεστώς αυξημένης πίεσης που έχει δημιουργήσει η πανδημία μπορεί να «φρενάρει» σημαντικά την διαδικασία ανάκαμψης των τραπεζών. Με άλλα λόγια περιορίζονται οι εναλλακτικές δυνατότητες  που έχουν στη διάθεση τους τα πιστωτικά ιδρύματα  για να ανακάμψουν από μία «στρεσογόνο κατάσταση».  Με πιο απλά λόγια η αναταραχή που προκαλεί στις αγορές η πανδημία,  αποδυναμώνει όχι μόνο την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών αλλά και τα μέσα που διαθέτουν οι διοικήσεις τους για να την ανακτήσουν. Είτε αυξάνοντας το μετοχικό τους κεφάλαιο είτε διαθέτοντας  θυγατρικές εταιρείες.  Ωστόσο όπως προειδοποιεί ο SSM  σε  μια συστημική  κρίση , οι κεφαλαιαγορές θα μπορούσαν ξαφνικά να κλείσουν, για τις τράπεζες. Επίσης, μετά την κρίση, οι επενδυτές ενδέχεται να είναι λιγότερο πρόθυμοι να αγοράσουν τη θυγατρική μιας τράπεζας σε λογική τιμή.

                Στο μέτωπο της ρευστότητας διαπιστώνεται ότι μία επιδείνωση της κατάστασης στη χρηματαγορά, η οποία είναι σημαντικότερη πηγή άντλησης, θα οδηγούσε σε μία μείωση κατά 27%  την ικανότητα των τραπεζών να ανταπεξέλθουν. 

Η αδυναμία αυτή όπως αποδέχεται και ο SSΜ είναι σαφώς λιγότερο σοβαρή από  την προηγούμενη που οδηγεί σε δραματική επιδείνωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας CET1. Παρά ταύτα και ο χρόνος ο οποίος εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί για την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αμελητέος.
      
      Σε αυτό το περιβάλλον, οι  ελληνικές τράπεζες  θα πρέπει να υποβάλλουν τα αναθεωρημένα σχέδια τους για την μείωση των κόκκινων δανείων προκειμένου να συμπεριλάβουν σε αυτά και τις επιπτώσεις της πανδημίας.  Ήδη, στο τέλος Ιανουαρίου καλούνται να ενημερώσουν αναλυτικά για τον πιστωτικό κίνδυνο που κρύβουν τα  δάνεια που έχουν «παγώσει» λόγω της πανδημίας. Ο στόχος της κίνησης αυτής ήταν να διαχωριστούν οι δανειολήπτες σε βιώσιμους και μη και κατ’ επέκταση να υιοθετήσουν και την ανάλογη πολιτική νέων προβλέψεων. Όλα αυτά θα συνυπολογιστούν στον προσδιορισμό των νέων στόχων  για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα θέσουν οι τράπεζες. 

Τα αρχικά σχέδια που είχαν υποβάλλει τον περασμένο Οκτώβριο πριν το νέο κύμα της πανδημίας προέβλεπαν  μονοψήφιο ποσοστό – κάτω από το 10% για τα  κόκκινα δάνεια ως το τέλος του 2022.

 Ο στόχος αυτός ήταν ήδη αρκετά φιλόδοξος αν ληφθεί υπόψη ότι στο  τέλος του α΄ εξαμήνου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τεσσάρων συστημικών στην Ελλάδα ήταν 56,8 δισ. ευρώ (61 δισ. ευρώ σε επίπεδο ομίλων) και ο δείκτης NPEs ήταν στο 36%. Επομένως η μείωση τους για τα δύο προσεχή χρόνια ξεπερνούσε τα 40 δισ. ευρώ.  Ωστόσο όταν είχαν υποβληθεί τα σχέδια, δεν είχαν τεθεί σε αναστολή πληρωμής δάνεια περίπου 20 δισ. ευρώ, ενώ και οι προοπτικές της οικονομίας ήταν σαφώς καλύτερες.