Αύξηση 0,3% σε μηνιαία βάση και 2,4% σε ετήσια, κατέγραψε για τον Ιανουάριο ο δείκτης προσωπικής καταναλωτικής δαπάνης (PCE) στις ΗΠΑ.
Η πορεία του συγκεκριμένου δείκτη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς είναι ένας από τους δείκτες - κλειδιά τον οποίο παρακολουθεί η Fed, με στόχο να εξαγάγει σημαντικά συμπεράσματα για την πορεία του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και να σχεδιάσει έτσι τις επόμενες κινήσεις σε ό,τι αφορά τα επιτόκια.
Η εξέλιξη του δείκτη προσωπικής καταναλωτικής δαπάνης για τον Ιανουάριο δεν παρουσιάζει απόκλιση από τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία δείχνουν μια επιμονή του συγκεκριμένου δείκτη να βρίσκεται σε επίπεδα πάνω από τον στόχο της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, τουλάχιστον δεν ξεπέρασε τις προβλέψεις της Wall Street. Παράλληλα υπάρχουν και ενδείξεις ότι οι καταναλωτικές δαπάνες παραμένουν εύρωστες.
Μετά την ανακοίνωση των στοιχείων οι δείκτες στη Wall Street γύρισαν θετικά ενώ και η κατάσταση στις ευρωπαϊκές αγορές βελτιώθηκε καθώς οι έντονες πτωτικές πιέσεις σταμάτησαν.
Ο δείκτης τιμών της προσωπικής καταναλωτικής δαπάνης εξαιρουμένων των δαπανών για τρόφιμα και ενέργεια αυξήθηκε κατά 0,4% για τον μήνα και κατά 2,8% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, όπως αναμενόταν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών του Dow Jones.
Σημαντική, ακόμη, ήταν η αύξηση κατά 1% για τα προσωπικά εισοδήματα, υψηλότερα του 0,4% που ανέμενε η αγορά, ενώ οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 0,1% έναντι της εκτίμησης για αύξηση 0,2%.
Παράλληλα, η ανακοίνωση από το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ, έδειξε ότι οι εταιρείες εξακολουθούν να είναι απρόθυμες να απολύσουν εργαζομένους.
Οι αρχικές αιτήσεις ανεργίας ανήλθαν σε 215.000 για την εβδομάδα που έληξε στις 24 Φεβρουαρίου, αυξημένες κατά 13.000 σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και περισσότερες από τις 210.000 που εκτιμούσαν οι αναλυτές του Dow Jones, αλλά εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνες με τις πρόσφατες τάσεις.
Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες αιτήσεις, οι οποίες τρέχουν με καθυστέρηση μιας εβδομάδας, αυξήθηκαν λίγο πάνω από τα 1,9 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 45.000 και υψηλότερη από την εκτίμηση του φορέα FactSet για 1,88 εκατομμύρια.