Η Σύρος, οι παραγγελίες και ο «δρόμος» για Ελευσίνα και Σκαραμαγκά

Η Σύρος, οι παραγγελίες και ο «δρόμος» για Ελευσίνα και Σκαραμαγκά

Την ώρα που η αναβίωση της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας βρίσκεται στην πλέον κρίσιμη καμπή της με δύο διαγωνισμούς για τον Σκαραμαγκά σε εξέλιξη, αλλά και την εξυγίανση της Ελευσίνας σε τροχιά υλοποίησης, τα μηνύματα για την εξέλιξη τους, με βάση τα αποτελέσματα της Σύρου, «δείχνουν» τον δρόμο καθώς κινούνται με «φουλ» τις μηχανές και πληρότητα στο 100% σε αντίθεση με την πορεία των ευρωπαϊκών ναυπηγείων.

Έχοντας προσελκύσει πελάτες από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, την Μέση Ανατολή αλλά και το Ισραήλ αλλά κυρίως έχοντας κατακτήσει την εμπιστοσύνη και στήριξη των Ελλήνων πλοιοκτητών στα Ναυπηγεία στη Σύρο, επικρατεί το αδιαχώρητο, με τις θέσεις για το 2021 να έχουν κλείσει προ πολλού και να έχουν συμπληρωθεί θέσεις ακόμη και από το 2022.

Η επιτυχία της εξυγίανσης στη Σύρο αλλά και το μοντέλο λειτουργίας που έχει υιοθετηθεί δεν έχει αφήσει αδιάφορους εκτός από τους πλοιοκτήτες και άλλα ναυπηγεία της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου που θέλουν να αλλάξουν το status τους και υπό αυτό το πρίσμα έχουν προσεγγίσει, σύμφωνα με πληροφορίες, την ιδιοκτήτρια εταιρεία των Ναυπηγείων για συνεργασία.

Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν σαφώς, ότι βασικό μέλημα της εταιρείας ONEX, με τη συμβολή του κρατικού χρηματοδοτικού οργανισμού των ΗΠΑ, Development Finance Corporation (DFC), είναι η αναβίωση της ελληνικής ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας και οι προσπάθειες αλλά και οι δυνάμεις της εστιάζονται στο εγχείρημα της δημιουργίας της «Τρίαινας» Σύρος, Ελευσίνα, Σκαραμαγκάς.

Άλλωστε η ONEX, «τρέχει» τη διαδικασία εξυγίανσης και στα Ναυπηγεία Ελευσίνας όπου ο έλεγχος της Ernst & Young (EY) ανέδειξε υποχρεώσεις περίπου μισού δις. ευρώ, με τη σχετική έκθεση να έχει παραδοθεί στην κυβέρνηση. Οι συζητήσεις ανάμεσα στον επενδυτή και τους πιστωτές των Ναυπηγείων θα οδηγήσουν στην κατάθεση της αίτησης εξυγίανσης, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 106 ΒΔ του πτωχευτικού δικαίου.

Όσον  αφορά δε την Σύρο και την προσφορά της σε αυτό το εγχείρημα περιέγραψε  πρόσφατα ο CEO της Star Bulk, Πέτρος Παππάς δηλώνοντας ότι:

«Για εμάς τους Έλληνες πλοιοκτήτες αποτελεί μεγάλη ανακούφιση, διότι δεν είχαμε πουθενά αλλού να στείλουμε τα πλοία μας, όταν βρισκόμασταν στο δυτικό ημισφαίριο και αναγκαστικά καταλήγαμε σε τουρκικά ναυπηγεία. Η δουλειά που γίνεται είναι υψηλής ποιότητας και σε χρονικά πλαίσια που ανταγωνίζονται ακόμα και τα κινεζικά ναυπηγεία. Η εταιρεία μας έχει ήδη στείλει 7 από τα πλοία της στο ναυπηγείο της Σύρου και θα συνεχίσουμε με πολλά περισσότερα στο μέλλον».

Η πορεία των Ναυπηγείων Σύρου υπό την ηγεσία του ελληνοαμερικανικού Ομίλου ONEX, είναι σε πλήρη αντιδιαστολή με τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά Ναυπηγεία τα οποία, λόγω της πανδημίας επηρεάστηκαν καταγράφοντας πτώση 96% στα κρουαζιερόπλοια και τα επιβατηγά πλοία, με τις παραγγελίες να μην ξεπερνούν το 1 δισ. δολάρια, ενώ συνολικά το 2020, οι παραγγελίες τους σημείωσαν πτώση κατά 64% σε ό,τι αφορά τη χωρητικότητά και κατά 72% σε ό,τι αφορά την αξία, συγκριτικά με το 2019. 

Παράλληλα και η παραγωγή των ναυπηγείων μέσα στη χρονιά έπεσε στα χαμηλότερα επίπεδα των 15 τελευταίων ετών, αφού για πολλούς παρέμειναν κλειστά για υγειονομικούς λόγους με το παγκόσμιο βιβλίο παραγγελιών έχει πέσει κατά 6% σε σχέση με το 2019 και ως ποσοστό του εν ενεργεία στόλου βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 31 ετών, μόλις 7%.

Οι Έλληνες αλλά και διεθνείς πλοιοκτήτες φαίνεται ότι αναγνωρίζουν στο Νεώριο φερεγγυότητα, προγραμματισμό, ανταγωνιστικό κόστος  αλλά και ποιότητα κατασκευής η οποία τα τοποθετεί στις πρώτες επιλογές στην περιοχή, καθώς για κάθε ένα πλοίο, την επισκευή του οποίου αναλαμβάνει η μονάδα της Σύρου, αλλά 7,7 παραμένουν σε αναμονή.

Το τελευταίο αυτό στοιχείο μάρτυρα και τη δυναμική που φέρεται να έχει αποκτήσει ύστερα από δεκαετίες απαξίωσης η ελληνική ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία.

Η ποιότητα της δουλειάς και οι χρόνοι παράδοσης θεωρούνται ιδιαιτέρως ανταγωνιστικοί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, τα ελληνικά ναυπηγεία έχουν αρχίσει να επιλέγονται από σειρά ναυτιλιακών διαχειριστριών εταιρειών, παρά το γεγονός ότι ενδεχομένως να υπάρχουν καλύτερες τιμές στα τούρκικα ναυπηγεία ή και σε αυτά της Μάλτας, δείχνοντας έτσι ότι η ανάκτηση της αξιοπιστίας για την ελληνική ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία έχει ήδη κατακτηθεί.

Παράλληλα, η ανάκαμψη της ζήτηση για ναυπηγοεπισκευαστικές υπηρεσίες στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες συντήρησης και επιχειρησιακών μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού, διαμορφώνουν και το αυξημένο ενδιαφέρον για τις μονάδες της Ελευσίνας και  του Σκαραμαγκά, οι οποίες αναμένεται να σηκώσουν,  αν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες εξυγίανσης εγκαίρως και οι απαραίτητες επενδύσεις, το βάρος του εξοπλιστικού προγράμματος των 5 δις. ευρώ του Πολεμικού Ναυτικού που βρίσκεται σε εξέλιξη.