Δύο σενάρια για το πως θα μπορούσαν οι ελληνικές τράπεζες να «καθαρίσουν» με το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων αναλύει η HSBC, σε έκθεσή της, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 2017, καταλήγοντας σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το πως μπορεί να εξελιχθεί η διαδικασία για τον εγχώριο κλάδο.
Τα βασικά συμπεράσματα είναι τα εξής:
1. Για να πουλήσουν όλα τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) που διαθέτουν και να λύσουν μια για πάντα το πρόβλημα, θα πρέπει η τιμή πώλησης να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο πάνω από 39 σεντς ανά ευρώ. Οποιαδήποτε χαμηλότερη τιμή ρίχνει τα εποπτικά τους κεφάλαια κάτω από το 12%.
2. Αν υποθέσουμε ότι τα NPEs πωληθούν στα 15 σεντς ανά ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορέσουν να ξεφορτωθούν το 24% του συνολικού όγκου των NPEs, χωρίς να υπάρξουν κεφαλαιακά προβλήματα.
Η HSBC εξετάζει την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν τα NPEs αναλύοντας δύο σενάρια πώλησης μεγάλων «πακέτων» δανείων. Και στα δύο σενάρια η βάση είναι το β'' τρίμηνο, για τα επίπεδα κεφαλαίων, NPEs και κάλυψης των δανείων, ενώ λαμβάνονται ως παραδοχές ότι (α) οι τράπεζες πρέπει να διατηρήσουν δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας τουλάχιστον 12% και (β) ότι η πώληση των NPEs οδηγεί σε ελάφρυνση σταθμισμένου ενεργητικού ίση με την καθαρή έκθεση μόνο για το μέρος του χαρτοφυλακίου που εμπίπτει σε μοντέλα.
Σενάριο 1: Πώληση όλων των NPEs: Στο πρώτο σενάριο, η HSBC εξετάζει την ελάχιστη τιμή που οι τράπεζες θα μπορούσαν να «αντέξουν» χωρίς να προκύπτουν κεφαλαιακά προβλήματα στην περίπτωση που προχωρούσαν στην πώληση του συνόλου των NPEs. Όσο χαμηλότερη είναι η τελική τιμή, τόσο πιο εφικτό είναι το συγκεκριμένο σενάριο. Συνολικά το σύστημα θα μπορούσε να «σηκώσει» μία τιμή της τάξης των 39 σεντς ανά ευρώ, που είναι πολύ υψηλότερο από τα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες χώρες.
Σενάριο 2: Πώληση του μέγιστου όγκου στα 15 σεντς/ευρώ: Στο δεύτερο σενάριο, ο οίκος υποθέτει ότι τα NPEs μπορούν να πωληθούν στα 15 σεντς ανά ευρώ, μία τιμή ανάλογη σε αυτή που υποτίθεται ότι εξασφάλισε η Unicredit για την συναλλαγή «Fino». Υπό αυτό το σενάριο, το σύστημα θα μπορούσε να πουλήσει συνολικά κατά μέγιστο, το 24% του συνολικού όγκου των NPEs.
Τι θα συμβεί με τα μελλοντικά κέρδη;
Τα δύο αυτά σενάρια δεν συνυπολογίζουν την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να παράξουν κεφάλαια μέσω της παραγωγής κερδών. Στην πράξη, αν οι τράπεζες αποφάσιζαν μία σημαντική συναλλαγή για να μειώσουν τα NPEs, πιθανότατα θα τους δινόταν το δικαίωμα να πέσουν κάτω από τα καθορισμένα όρια των κεφαλαιακών δεικτών, στην περίπτωση που κατέθεταν κάποια αξιόπιστα πλάνα αποκατάστασης των κεφαλαίων τους. Όμως θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι υπάρχουν πολλές μεταβλητές στην εξίσωση της ικανότητας των τραπεζών να δημιουργήσουν κεφάλαια καθώς μία η πώληση ενός πολύ μεγάλου πακέτου NPEs θα είχε αντίκτυπο στα κέρδη, στις δαπάνες και τις προβλέψεις.
Σύμφωνα με το «Σενάριο 1», η ελάχιστη τιμή υποχωρεί στα 35 σεντς ανά ευρώ ενώ στο «Σενάριο 2» τα NPEs που θα πωληθούν αυξάνονται στο 35% του συνολικού όγκου. Στην πράξη, η HSBC εκτιμά ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να εμφανίσουν υψηλότερα κέρδη από τις εκτιμήσεις του οίκου, στην περίπτωση που γινόταν μία τέτοια συναλλαγή, καθώς η απώλεια των εσόδων από τόκους θα υπερκαλυφθεί κατά πολύ από τα χαμηλότερα κόστη χρηματοδότησης, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και, το πιο σημαντικό απ'' όλα, τις χαμηλότερες προβλέψεις. Κατά συνέπεια, η ικανότητα των τραπεζών να μειώσουν τα NPEs είναι μεγαλύτερη από τα νούμερα που δείχνει η ανάλυση.
Αξίζουν, όμως, όλα αυτά;
Δεδομένης της υψηλής τιμής που προβλέπει το σενάριο 1, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί με ρεαλιστικό τρόπο να ξεφορτωθεί εξολοκλήρου τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Από την άλλη πλευρά, η κατά 24% μείωση των NPEs υπό το σενάριο 2 και πάλι δεν είναι αρκετή καθώς οι τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν μεγάλη έκθεση σε ανοίγματα, διαθέτοντας χαμηλότερα επίπεδα κεφαλαίων. «Αυτό ενισχύει την άποψή μας ότι η βασική μας υπόθεση για μία σταδιακή μείωση των NPEs είναι το πιο πιθανό σενάριο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα».