Θετικό μήνυμα η έξοδος στις αγορές, αναφέρουν οι οικονομολόγοι του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεση τους, σημειώνοντας όμως ότι εάν οι μεταρρυθμίσεις δεν συνεχισθούν και δεν ολοκληρωθεί σύντομα η τρίτη αξιολόγηση, υπάρχει κίνδυνος η χώρα να επιστρέψει σε ύφεση, να δημιουργηθούν κοινωνικές εντάσεις, ενώ θα διευρυνθούν τα προβλήματα χρηματοδότησης από τις αγορές.
Οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι η έξοδος στις αγορές θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια κίνηση που εκφράζει την πρόθεση της κυβέρνησης να εκπληρώσει τις τρέχουσες συμφωνίες («συμπληρωματικό μνημόνιο συνεννόησης» και letter of intent προς το ΔΝΤ) και, έτσι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος. Αυτό όπως προαναφέρθηκε συνδέεται άμεσα με την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και κυρίως των 113 προαπαιτούμενων εκ των οποίων τα 95 θα πρέπει να γίνουν μέχρι το τέλος του έτους.
Στην έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού επικρίνει τις τακτικές της κυβέρνησης απέναντι στη Δικαιοσύνη και επί της ουσίας τις δηλώσεις κορυφαίων υπουργών αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού. Συγκεκριμένα αναφέρουν ότι: «η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση απελευθέρωσε αντιλήψεις που δεν συμβιβάζονται με βασικές αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας (rule of law, διάκριση των εξουσιών, οικονομία που λειτουργεί με ανταγωνιστικούς όρους και ανάλογο ρυθμιστικό πλαίσιο)».
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Γραφείου, ο δρόμος για την κανονικότητα θα είναι μακρύς και όλα δείχνουν ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας δεν θα έλθει το 2018, εκτιμώντας παράλληλα ότι οι αριθμοί που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για την ανάπτυξη του 2017 δεν αποκαλύπτουν τα προβλήματα της χώρας.
Στην έκθεση προβλέπεται θετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 1,5-1,6%, μικρότερος του προβλεπόμενου στον κρατικό προϋπολογισμό μερικούς μήνες πριν. Όπως σημειώνεται, ενώ το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης αισιοδοξεί ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης θα φθάσει το 2% το 2017 και το 2018 το 3%, η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη.
«Για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές, θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν υπάρξει πολιτική αστάθεια», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, τονίζεται ότι η οικονομική πορεία τα τελευταία δύο χρόνια ήταν καλύτερη από όσο πολλοί πρόβλεπαν, μολονότι αυτό ουδόλως δικαιολογεί το κόστος όσων συνέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η έξοδος στις αγορές, για να έχει συνέχεια, προϋποθέτει ισχυρή οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια. Ενδεικτικά, αν υποθέσουμε ότι έχουμε οικονομική μεγέθυνση σε χρηματικούς όρους της τάξης του 2% για τα επόμενα δέκα χρόνια, τότε με βάση την υπάρχουσα συζήτηση για το ύψος των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, το ύψος των χρηματοοικονομικών αναγκών για πληρωμή τόκων θέτει μικρές, διαχειρίσιμες αλλά υπαρκτές δοκιμασίες. Προϋποθέτει επίσης ότι γίνεται κατανοητό ότι μόνο επιμέρους και σταδιακές αλλαγές μπορούν να γίνουν στις συνιστώσες του δημοσιονομικού πλεονάσματος, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Συναφώς, η συζήτηση για το «μείγμα οικονομικής πολιτικής» πρέπει πλέον να κινηθεί μακριά από το «μακρο-επίπεδο». Με άλλα λόγια πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές κυρίως στη σύνθεση των δαπανών και των φόρων – πολλές από τις οποίες προδιαγράφει το συμπληρωματικό μνημόνιο. Όλα αυτά -με τη σειρά τους- προϋποθέτουν αλλαγή των αντιλήψεων για τις δαπάνες και τους φόρους.
Σε ότι αφορά την οικονομική συγκυρία, στην έκθεση γίνεται λόγος για «πρώιμες ενδείξεις ήπιας ανάκαμψης», τονίζεται ωστόσο ότι οι συστημικοί κίνδυνοι παραμένουν. Με δεδομένη την ένδειξη ότι έχει κλείσει ο κύκλος της βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την υπερ-επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα), είναι κρίσιμο οι προσπάθειες πλέον να μετατοπισθούν στη βελτίωση των συνθηκών στην «πραγματική οικονομία», προκειμένου η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από τη στασιμότητα που βρίσκεται την τελευταία τριετία (2014 – 2016), σημειώνεται.
Επιπρόσθετα, το Γραφείο απευθύνει έκκληση να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για να καλυφθούν οι απώλειες τις κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται επενδύσεις πάνω από €100 δισ. μέχρι το 2022. Είναι σαφές, ότι αυτό το ποσό μπορεί να καλυφθεί μόνο μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Για να πραγματοποιηθούν όμως οι ιδιωτικές επενδύσεις, θα πρέπει να αρθούν παράγοντες που αποτελούν τροχοπέδη, όπως:
- Η φορολογική πολιτική (υψηλή φορολογία, συχνές αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς) που εφαρμόζεται αποτελεί αντικίνητρο για επενδύσεις.
- Η άρση της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια (μείωση ρευστότητας, δανειοδοτήσεων, καθυστερήσεις στις επιστροφές ΦΠΑ, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων) η οποία προκαλεί πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, κάτι που προφανώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική οικονομία καθώς και τις προοπτικές για έξοδο από την κρίση.
- Η βελτίωση της λειτουργίας της Δημόσιας διοίκησης.
- Η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης
«Ο δρόμος για την κανονικότητα θα είναι μακρύς και όλα δείχνουν ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας δεν θα έλθει το 2018, παρά την σχετική αύξηση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πώς αυτό που πολλές φορές αποκαλείται 'εποπτεία' στο δημόσιο λόγο, χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τη μετάθεση ευθυνών σε άλλους στην άσκηση πολιτικής. Επίσης, δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η λεγόμενη ''πολυμερής εποπτεία'' είναι μέρος των νέων συνθηκών που διαμόρφωσε η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση, δηλαδή της θεμελιώδους αλλαγής της έννοιας της ''εθνικής κυριαρχίας''», αναφέρεται.
Αν για οποιονδήποτε λόγο η διαδικασία αυτή προς την κανονικότητα διακοπεί, τότε σύμφωνα με την έκθεση της Βουλής, η έξοδος στις αγορές θα αποδειχθεί πρόσκαιρη, τα πράγματα θα χειροτερεύσουν συνολικά, και θα πρέπει να θεωρούνται μονόδρομος η προληπτική γραμμή πίστωσης ή ακόμη και ένα 4ο μνημόνιο.
Αυτός είναι και ο λόγος που το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση καθώς "ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και των επόμενων θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων".
Το εγχείρημα είναι πολιτικά δύσκολο καθώς μέρος της τρίτης αξιολόγησης είναι το ευαίσθητο ζήτημα αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου προκειμένου οι απεργίες να προκηρύσσονται με το 50% των εργαζομένων, η πλήρης ανατροπή του χάρτη των κοινωνικών επιδομάτων, το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν ακόμη κλειστά, και οι αλλαγές στον Δημόσιο τομέα. Εκτός των παραπάνω, και τα υπόλοιπα μέτωπα της 3ης αξιολόγησης, μόνο εύκολα δεν είναι, καθώς αφορούν την ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές αγοράς έως τον Δεκέμβριο, τις νέες αλλαγές στο καθεστώς του ΦΠΑ, την αύξηση των ωρών διδασκαλίας για τους δασκάλους και τους καθηγητές, ενώ ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κινητικότητα στο Δημόσιο, καθώς και την επιλογή προϊσταμένων.
"Πιθανόν μάλιστα οι δυσκολίες εκπλήρωσης των ελληνικών δεσμεύσεων θα είναι μεγαλύτερες καθώς εισερχόμαστε στο όγδοο έτος δοκιμασίας της οικονομίας", αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Συνολικά μέχρι και την λήξη του προγράμματος το 2018, απομένουν ακόμη τέσσερις αξιολογήσεις: Τον Οκτώβριο του 2017, τον Ιανουάριο, Απρίλιο και Ιούλιο του 2018 καθώς και μια τελική αποτίμηση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Αξιολογήσεις που όπως εκτιμά η έκθεση της Βουλής πρόκειται να φέρουν στην επιφάνεια θέματα που εκκρεμούν από καιρό, όπως το ρυθμιστικό σύστημα των εργασιακών σχέσεων, με κίνδυνο να προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις.
Ιστορικό καθυστερήσεων
Σε κάθε περίπτωση, οι οικονομολόγοι της Βουλής θεωρούν ότι η θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί και πάλι πρόσκαιρη (όπως ακριβώς το 2014) εφόσον η κυβέρνηση στείλει αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και καθυστερήσει την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων. Πολλώ δε μάλλον όταν το μέχρι τώρα ιστορικό προηγούμενο της χώρας αναφορικά με τις αξιολογήσεις δεν είναι θετικό, όπως υπενθυμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Αντλώντας στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ, η έκθεση διαπιστώνει ότι το 2010 η μέση διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν 1,5 μήνας, το 2011 ανέβηκε σε 3 μήνες, το 2012 και το 2013 αυξήθηκε σε 4,5 μήνες, το 2014 εκτινάχθηκε στους 9,7 μήνες και, σήμερα, κυμαίνεται περί τους 8 μήνες. "Είναι στην ευχέρεια της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει μια ρήξη με το κακό ιστορικό παρελθόν", αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο της Βουλής.
Δείτε εδώ ολόκληρη την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
