Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Θηλιά για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών αποδεικνύεται η... περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η φημολογία για την πραγματοποίηση μίας νέας, τέταρτης στη σειρά ανακεφαλαιοποίησης, καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνεχίζει να πιέζει για τη διενέργεια ελέγχων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Ακόμα και αν οι πιέσεις του ΔΝΤ αποτελούν έναν μοχλό πίεσης προς την ευρωπαϊκή και την ελληνική πλευρά, στο πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού παιχνιδιού, με φόντο την ελάφρυνση του χρέους, τη λήξη του μνημονίου και την έξοδο του Ταμείου από το πρόγραμμα, το κακό έχει ήδη γίνει. Οι ελληνικές τράπεζες μοιάζουν να βρίσκονται για πολλοστή φορά αντιμέτωπες με κερδοσκοπικές πιέσεις καθώς δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αρνητική εξέλιξη.
Οποιαδήποτε αναφορά – και όχι κατ'' ανάγκη είδηση – που έχει αρνητική χροιά για τις τράπεζες επηρεάζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό το κλίμα, ενώ οι θετικές ειδήσεις αδυνατούν να γείρουν την πλάστιγγα προς το μέρος των αγοραστών. Και όλα αυτά, σε μία εποχή που οι ελληνικές τράπεζες το τελευταίο που χρειάζονται είναι τη φυγή των επενδυτών.
Αναλυτές εκτιμούν ότι το βάρος των «κόκκινων» δανείων είναι τόσο μεγάλο που κάνει εξαιρετικά επιφυλακτικούς τους επενδυτές με αποτέλεσμα σε κάθε αφορμή να σημειώνονται ακραία φαινόμενα ρευστοποιήσεων. Διότι μέχρι σήμερα οι τράπεζες δεν έχουν δείξει ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν εργαλεία όπως οι πλειστηριασμοί και οι πωλήσεις δανείων, κάτι που σημαίνει ότι αν δεν υπάρξουν απτά αποτελέσματα στο εγγύς μέλλον, η στάση των επενδυτών δεν αποκλείεται να είναι ακόμη πιο αρνητική.
Πριν από σχεδόν είκοσι ημέρες οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα α'' εξαμήνου, αποδεικνύοντας ότι βρίσκονται... εντός στόχων. Τόσο σε ότι αφορά την επιστροφή στην κερδοφορία για τη χρήση του 2017, όσο και στην επίτευξη των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων. Μάλιστα, σύσσωμες οι τραπεζικές διοικήσεις αναφέρθηκαν στον «εφικτό» όπως τον χαρακτήρισαν στόχο μηδενισμού του ELA και στην ολοκλήρωση των σχεδίων αναδιάρθρωσης.
Τότε, γιατί οι τραπεζικές μετοχές δέχονται το ένα «χτύπημα» μετά το άλλο στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, καταγράφοντας σοβαρές απώλειες;
Μπορεί σήμερα οι τράπεζες να κάνουν απόπειρα αντίδρασης, όμως μόνο την τελευταία εβδομάδα η πτώση τους θυμίζει... γκρεμό, με τον τραπεζικό δείκτη να παραπαίει στις 831 μονάδες, ενώ σε επίπεδο μήνα πραγματικά προκαλεί ίλιγγο, καθώς στα τέλη Αυγούστου βρισκόταν στις 1.086 μονάδες, πάνω από 20% υψηλότερα από το σημερινό επίπεδο.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Οδηγούμαστε σε ένα νέο τραπεζικό σίριαλ, μετά από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και με τον κανόνα του bail-in να τρομάζει μετόχους, ομολογιούχους και – κυρίως – τους καταθέτες; Γιατί η πορεία των τραπεζικών μετοχών δεν αντανακλά τα θετικά στοιχεία που κατά καιρούς ανακοινώνονται (π.χ. μείωση ELA) και δεν ακολουθούν το... success story της κυβέρνησης;
Χθες, για παράδειγμα, είδε το φως της δημοσιότητας έκθεση της Morgan Stanley, στην οποία ο αμερικανικός οίκος υποβαθμίζει μεν τις τιμές-στόχους για τρεις από τις τέσσερις τραπεζικές μετοχές, «βλέπει» δε περιθώρια ανόδου μεταξύ 14%-53%. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι τιμές-στόχοι που δίνουν οι επενδυτικές τράπεζες έχουν ορίζοντα 12 μηνών, ωστόσο αντικατοπτρίζουν την υφιστάμενη εικόνα και μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που επικρατούν.
Το θέμα είναι ότι η αγορά δεν αντέχει ένα νέο κατρακύλισμα και μάλιστα χωρίς εμφανή «δικαιολογία». Ανώτερες τραπεζικές πηγές τονίζουν ότι οι τράπεζες θα πρέπει γρήγορα να ξεκινήσουν την επιθετική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων – ακόμη και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων– και μάλιστα πριν το τέλος του έτους.
Στόχος θα πρέπει να είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η αποσύνδεση των τραπεζών από τη γενικότερη αβεβαιότητα που συνοδεύει τις αξιολογήσεις του προγράμματος. Η τρίτη αξιολόγηση ξεκινά τον Οκτώβριο και παρά τις «προβλέψεις» της κυβέρνησης για ολοκλήρωσή της τον Δεκέμβριο ή το πολύ μέσα στον Ιανουάριο, η παράδοση των αξιολογήσεων θέλει πολύμηνες καθυστερήσεις. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι τράπεζες δεν θα πρέπει να βρεθούν εγκλωβισμένες στη διελκυστίνδα μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ, καθώς ήδη βλέπουμε τι προκαλεί η αβεβαιότητα. Οι μετοχές κατρακυλούν και οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν...