Η ιστορία των πολέμων βρίθει παραδειγμάτων ηγετών που υποτίμησαν τον αντίπαλο. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία, με τον Βλαντίμιρ Πούτιν να έχει διαπράξει αυτό το στρατηγικό λάθος, είναι μέρος μιας διαχρονικής «ασθένειας» της στρατηγικής σκέψης.
Όπως ο Χίτλερ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υποτίμησε τη Σοβιετική Ένωση, έτσι και ο Πούτιν υπολόγισε εσφαλμένα την αντοχή, την αποφασιστικότητα και τη δυτική στήριξη προς την Ουκρανία. Δεν αντιλήφθηκε ότι η πρόοδος των πολιτισμών βρίσκεται στην επιδίωξη της ειρήνης και της ευημερία και όχι προς το κοινωνικό χάος που δημιουργούν οι πόλεμοι.
Μετά την πτώση του ολοκληρωτισμού το 1989, πολλοί πίστεψαν ότι η Ρωσία θα μετασχηματιζόταν σε μια ευρωπαϊκού τύπου οικονομική δύναμη. Αυτή η προσδοκία δεν επαληθεύτηκε.
Σήμερα, η χώρα αντιμετωπίζει μια σοβαρή τραπεζική κρίση, με επιτόκια καταθέσεων γύρω στο 20%, ανάγκη για στήριξη από την κεντρική τράπεζα και κίνδυνο εμπορικής απομόνωσης. Η εσωτερική δυσαρέσκεια είναι διάχυτη, όχι απαραίτητα για την έναρξη του πολέμου, αλλά για τον τρόπο που διεξάγεται και την έλλειψη απτών αποτελεσμάτων.
Ο Ρώσος πρόεδρος έχει φέρει τη χώρα του σε σημείο όπου η στρατιωτική της αξιοπιστία έχει τρωθεί σοβαρά. Μετά από πάνω από τρία χρόνια πολέμου, οι ρωσικές δυνάμεις ελέγχουν μόλις περίπου το 20% της Ουκρανίας, πολύ μακριά από τους αρχικούς στρατηγικούς στόχους της πλήρους κατάληψης ή του καθεστωτικού ελέγχου στο Κίεβο.
Η συνέχιση του πολέμου μοιάζει πλέον περισσότερο με πολιτική κίνηση αποφυγής της ήττας, παρά με στρατηγική επίτευξης νίκης. Η αδυναμία προόδου στο πεδίο των μαχών, ωθεί στον βομβαρδισμό αμάχων στις πόλεις, που δείχνει σε πόση δύσκολη θέση βρίσκεται.
Η παραδοχή της αποτυχίας θα είχε τεράστιο πολιτικό κόστος για τον ίδιο τον Πούτιν, αλλά η παράταση της σύγκρουσης κοστίζει ανθρώπινες ζωές, οικονομικούς πόρους και διεθνές κύρος.
Οι ΗΠΑ έχουν εφαρμόσει μια συνδυασμένη στρατηγική στρατιωτικής αποτροπής και οικονομικής πίεσης. Στον Νότιο Καύκασο, η Ουάσιγκτον ελέγχει κρίσιμες υποδομές, όπως ο διάδρομος Zangezur, που λειτουργεί ως εργαλείο αναδιάταξης του περιφερειακού χάρτη.
Παράλληλα, η Αμερική έχει επιβάλει δασμούς 50% στην Ινδία, όχι απευθείας στη Ρωσία, ως μήνυμα προς τον Πούτιν ότι οποιαδήποτε χώρα συνεχίζει να συναλλάσσεται μαζί της με όρους που υπονομεύουν τις κυρώσεις θα υποστεί σημαντικό οικονομικό πλήγμα.
Η επιλογή της Ινδίας, μιας μεγάλης χώρας με παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Δύση, υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της αμερικανικής πρόθεσης αν λήξει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πρόκειται λιγότερο για τιμωρία της Ινδίας και περισσότερο για στρατηγική προειδοποίηση προς τη Μόσχα.
Η οικονομική αυτή διάσταση είναι κρίσιμη, καθώς η Ρωσία, αν χάσει πρόσβαση σε μεγάλες αγορές ενέργειας, θα δει τα έσοδά της να μειώνονται δραματικά. Η στρατηγική των ΗΠΑ είναι να πνίξουν οικονομικά τη Μόσχα χωρίς να εμπλακούν στρατιωτικά άμεσα.
Παρά τις συχνές αναφορές σε μια πιθανή ρωσοκινεζική συμμαχία, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Η Κίνα εξαρτάται από τις ΗΠΑ σε πολλούς τομείς και έχει τις δικές της εντάσεις με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων ιστορικών διαφορών όπως η περιοχή της Εξωτερικής Μαντζουρίας (σημερινό Βλαδιβοστόκ), που προσαρτήθηκε το 1860. Η Κίνα ήδη άρχισε να ζητά την επιστροφή της εξωτερικής Μαντζουρίας έκτασης σχεδόν σαν της Ουκρανίας.
Η κινεζική κριτική στη ρωσική εισβολή και η περιορισμένη της στήριξη — κυρίως μέσω εμπορικών συναλλαγών και όχι στρατιωτικής βοήθειας — δείχνουν ότι η Μόσχα δεν μπορεί να υπολογίζει άνευ όρων στη στήριξη του Πεκίνου. Η πιθανή αποξένωση της Κίνας από τη Ρωσία θα μπορούσε να απομονώσει περαιτέρω τον Πούτιν διεθνώς.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στον πόλεμο χαρακτηρίζεται από διπλή φύση: Ρητορική στήριξη στην Ουκρανία και επιβολή κυρώσεων, αλλά ταυτόχρονα δισταγμός για άμεση στρατιωτική εμπλοκή και επαρκή αμυντική στήριξη.
Η εξάρτηση πολλών ευρωπαϊκών χωρών από ρωσικούς ενεργειακούς πόρους, σε συνδυασμό με εσωτερικές πολιτικές πιέσεις, έχει οδηγήσει σε μια προσεκτική και συχνά αργή λήψη αποφάσεων.
Αυτό αφήνει τις ΗΠΑ να διαδραματίζουν τον κυρίαρχο ρόλο στη στήριξη της Ουκρανίας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αμερικανική κόπωση και αλλαγή προτεραιοτήτων. Η Ουκρανία βρίσκεται σε δύσκολη θέση γιατί δεν έχει επιλογές.
Η εσωτερική πολιτική θέση του Πούτιν είναι πιο αδύναμη από όσο φαίνεται. Αν αποδεχτεί μια μερική συμφωνία, η ερώτηση «γιατί πολεμήσαμε;» θα τον ακολουθεί. Αν συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς προοπτική νίκης, η φθορά θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Μια πιθανή διέξοδος θα ήταν μια συμφωνία με τις ΗΠΑ που θα περιλάμβανε οικονομικά ανταλλάγματα και στενότερους εμπορικούς δεσμούς. Ωστόσο, ακόμη και μια τέτοια συμφωνία θα ήταν πολιτικά επώδυνη και πιθανότατα θα ερμηνευόταν ως παραδοχή αποτυχίας.
Η Ιστορία διδάσκει ότι χώρες που επικεντρώνονται στην αρπαγή ξένων εδαφών συνήθως καταλήγουν ζημιωμένες. Οι κατακτήσεις φέρνουν μαζί τους καταστροφή των ίδιων των περιοχών για τις οποίες γίνεται ο πόλεμος, καθιστώντας δύσκολη την εκμετάλλευσή τους.
Το παράδειγμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι χαρακτηριστικό: Η ανικανότητα των πολιτικών να προβλέψουν τις συνέπειες και η υπερίσχυση των στρατηγών οδήγησαν σε εκατόμβες θυμάτων χωρίς ουσιαστικά κέρδη. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες της Ευρώπης κατέρρευσαν, ανοίγοντας τον δρόμο σε ακραίες ιδεολογίες και ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Η διατήρηση μιας διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες δεν είναι μόνο πολιτική αναγκαιότητα, αλλά και ηθική υποχρέωση. Οι αυταρχικές χώρες που επενδύουν σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς για την ικανοποίηση των ηγεμονικών φιλοδοξιών τους στερούν πόρους από την κοινωνία τους, διατηρώντας τους πολίτες στη φτώχεια και τρέφοντάς τους με εθνικιστικές υποσχέσεις.
Μετά την πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας — την οποία οι ΗΠΑ είχαν αποτινάξει ήδη από τα χρόνια της ανεξαρτησίας τους — δεν υπάρχει χώρος για νέες αυτοκρατορίες.
Το μήνυμα αυτό φαίνεται να πλησιάζει η ώρα να το λάβει και η Τουρκία, η οποία επιδιώκει μεθοδικά την επέκταση της επιρροής της με κατακτήσεις εδαφών άλλων χωρών.
Η αδυναμία του Πούτιν να διαπραγματευθεί δεν είναι μόνο προϊόν προσωπικών επιλογών ή πολιτικού εγωισμού, είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς λανθασμένων εκτιμήσεων, τόσο στρατιωτικών όσο και γεωπολιτικών.
Με την οικονομία σε κρίση, τις διεθνείς συμμαχίες να φθίνουν και την εσωτερική δυσαρέσκεια να αυξάνεται, η θέση του αποδυναμώνεται σταθερά. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι πόλεμοι που δεν οδηγούν σε ξεκάθαρη νίκη καταλήγουν σε διαπραγματεύσεις — συχνά με πολιτικό κόστος για τον ηγέτη που αναγκάζεται να τις δεχτεί.
Για τον Πούτιν, η επιλογή είναι ανάμεσα σε μια επώδυνη συμφωνία που θα μπορούσε να σταθεροποιήσει προσωρινά τη Ρωσία ή στη συνέχιση μιας σύγκρουσης που διαβρώνει αργά αλλά σταθερά την ισχύ του.
Η ικανότητά του να ελιχθεί πολιτικά και να διαπραγματευτεί ουσιαστικά θα κρίνει όχι μόνο το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και τη θέση της Ρωσίας στον παγκόσμιο χάρτη τις επόμενες δεκαετίες.
Δεν είναι καιροί για αυτοκρατορίες πλέον. Η ιστορία μας διδάσκει ότι εάν θέλουμε να εκπροσωπούμε ένα πολιτισμό που επιδιώκει την πρόοδο, έχουμε ηθική επιταγή να μην επιτρέψουμε σε αυταρχικές χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία, το Ιράν, η Κίνα κλπ., να αναβιώσουν τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες των ηγετών τους που μέσα από τον φόβο και τη βία στερούν τον πλούτο από τους λαούς τους.
Αυτόν τον όποιο πλούτο, τον μετατρέπουν σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς για να ικανοποιήσουν τις προσωπικές ή τις κομματικές φιλοδοξίες τους κρατώντας τους λαούς τους στη φτώχεια και στη στέρηση «ταΐζοντάς» τους με υποσχέσεις για νέες εδαφικές κατακτήσεις.
Μετά την πτώση της βρετανικής αυτοκρατορίας, την οποία οι ΗΠΑ ήταν οι πρώτες που την αποτίναξαν πολλά χρόνια νωρίτερα, δεν υπάρχει χώρος για νέες αυτοκρατορίες.
Το μήνυμα το έλαβαν ήδη Ιράν και Ρωσία. Πλησιάζει η σειρά της Τουρκίας να λάβει το σχετικό μήνυμα, μια χώρα που ακόμα και σήμερα, σκέπτεται με όρους του 1453 μετατρέποντας την Αγ. Σοφία σε τζαμί για να σηματοδοτήσει τις αυτοκρατορικές τη φιλοδοξίες.
Ατσαλάκωτης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων