Κάποτε η Σουηδία ήταν το αγαπημένο «παιδί-βιτρίνα» της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς. Όποτε ήθελαν να δείξουν ότι «ο σοσιαλισμός μπορεί να δουλέψει», έδειχναν προς βορρά: υψηλή φορολογία, γενναιόδωρη πρόνοια, κοινωνική συνοχή. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν πιο πεζή: η «σοσιαλιστική Σουηδία» που πουλούσαν ήταν ένα στιγμιότυπο της δεκαετίας του ’70 — και μάλιστα αποτυχημένο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τις αρχές του ’90, η Σουηδία πειραματίστηκε με ακραία κρατική παρέμβαση. Οι δημόσιες δαπάνες εκτινάχθηκαν κοντά στο 60% του ΑΕΠ. Το περιβόητο «Σχέδιο Meidner» προέβλεπε τη σταδιακή μεταβίβαση των επιχειρήσεων στα συνδικάτα. Η ανάπτυξη κατέρρευσε, η ανεργία εκτινάχθηκε και οι επενδύσεις πάγωσαν. Μέχρι το 1991, το «πείραμα» είχε αποτύχει — και η χώρα έστριψε απότομα προς την ελεύθερη αγορά.
Αυτή η στροφή είναι η πραγματική ιστορία της σύγχρονης Σουηδίας. Από τη δεκαετία του ’90, η χώρα προχώρησε σε απορρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις και περικοπές δαπανών. Η κοινωνική ασφάλιση μετατράπηκε σε σύστημα ατομικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών. Εισήχθησαν κουπόνια (vouchers) στην εκπαίδευση, δίνοντας στους γονείς το δικαίωμα επιλογής σχολείου. Καταργήθηκαν φόροι κληρονομιάς, περιουσίας και δωρεών. Ο εταιρικός φόρος μειώθηκε σε επίπεδα χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Και το πιο εντυπωσιακό; Η Σουηδία έκανε κάτι που καμία «σοσιαλιστική» οικονομία δεν θα τολμούσε: έβαλε τον μέσο πολίτη μέσα στο χρηματιστήριο. Το 1984 λάνσαρε το πρόγραμμα Allemansspar — ειδικούς επενδυτικούς λογαριασμούς με φορολογικά κίνητρα, στους οποίους ο καθένας μπορούσε να βάζει μικροποσά και να τα επενδύει σε μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια. Ήταν η στιγμή που η ιδέα της μετοχικής συμμετοχής πέρασε από τις ελίτ στον μέσο εργαζόμενο.
Το 2012 ακολούθησε το Investeringssparkonto (ISK) — επενδυτικός λογαριασμός με ενιαία, χαμηλή φορολόγηση επί της αξίας του χαρτοφυλακίου, χωρίς γραφειοκρατία για κάθε πώληση ή μέρισμα. Η απλότητα και η χαμηλή φορολογική επιβάρυνση εκτόξευσαν τη συμμετοχή: σήμερα εκατομμύρια Σουηδοί είναι επενδυτές, συμμετέχοντας σε μια αγορά που καταγράφει περισσότερες εισαγωγές νέων εταιρειών (IPOs) από το σύνολο Γαλλίας, Γερμανίας, Ολλανδίας και Ισπανίας μαζί.
Το αποτέλεσμα; Η Σουηδία είναι σήμερα μία από τις πιο ελεύθερες οικονομίες στον κόσμο. Στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας του Fraser Institute κατατάσσεται στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών (αν εξαιρέσουμε το μέγεθος του κράτους). Στον αντίστοιχο δείκτη του Heritage Foundation (2025) βρίσκεται στην 12η θέση παγκοσμίως, πάνω από τις ΗΠΑ, με σκορ 77,9. Με άλλα λόγια: ό,τι ζηλεύουμε στη Σουηδία, είναι προϊόν φιλελεύθερης πολιτικής, όχι σοσιαλισμού.
Η ελευθερία επιλογών επεκτάθηκε και στην πρόνοια. Ο πολίτης μπορεί να επιλέξει ιδιωτικό ή δημόσιο πάροχο σε υγεία και εκπαίδευση, με το κράτος να πληρώνει τον λογαριασμό. Οι εργασιακές σχέσεις βασίζονται σε συλλογικές συμφωνίες εργοδοτών–συνδικάτων, αλλά χωρίς κρατικό καταναγκασμό, σε ένα περιβάλλον υψηλής παραγωγικότητας και εξειδίκευσης.
Εδώ βρίσκεται και η αιτία που οι σοσιαλιστές δεν μιλούν πια για τη Σουηδία. Γιατί η σημερινή Σουηδία καταρρίπτει τον μύθο τους. Δεν είναι το κράτος-πατερούλης που τάζει «δωρεάν» για όλους. Είναι ένα σύστημα που στηρίζεται σε χαμηλά εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, ισχυρά δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανοιχτό εμπόριο και σταθερούς δημοσιονομικούς κανόνες. Η πρόνοια υπάρχει, αλλά χτίζεται πάνω σε πλούτο που δημιουργείται από την αγορά — όχι το αντίστροφο.
Η Σουηδία μας δείχνει ότι μπορείς να έχεις κοινωνική προστασία χωρίς να στραγγαλίζεις την οικονομία. Ότι μπορείς να έχεις ισχυρό κράτος δικαίου χωρίς κρατικό μονοπώλιο. Κι ότι το μυστικό δεν είναι να μοιράζεις όλο και μεγαλύτερες φέτες μιας συρρικνούμενης πίτας, αλλά να μεγαλώνεις την πίτα μέσα από την ελευθερία.
Γι’ αυτό σήμερα, όταν οι σοσιαλιστές θέλουν να φτιάξουν παραδείγματα, δεν κοιτάνε πια τη Σουηδία. Γιατί η Σουηδία τους πρόδωσε. Ή μάλλον — τους διέψευσε.