Γιατί δεν φτάνει η ρευστότητα - ρεκόρ των τραπεζών στην πραγματική οικονομία
Στο κράτος αντί των επιχειρήσεων τα δάνεια

Γιατί δεν φτάνει η ρευστότητα - ρεκόρ των τραπεζών στην πραγματική οικονομία

Στη χρηματοδότηση του Δημοσίου ανακυκλώνεται το μεγαλύτερο μέρος της άφθονης ρευστότητας που διέθεσε πέρυσι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις ελληνικές Τράπεζας,. Αντίθετα η καθαρή χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, παρά την εντυπωσιακή αύξηση των χορηγήσεων, διαμορφώθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

 ​​Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που παρέθεσε χθες ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στη Βουλή στη συζήτηση που διεξήχθη για τα κόκκινα δάνεια. 
Σύμφωνα με αυτά τη χρονιά που μας πέρασε οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτήθηκαν από την ΕΚΤ με το ποσό ρεκόρ των 33,8 δισ.ευρώ​, ενώ οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 12 δισ. ευρώ​. Από αυτά όμως​: 

-​ μόλις ​​5 δισ. ευρώ​​ κατέληξαν στην πραγματική οικονομία. 

​-​Τα υπόλοιπα 18 δισ. ευρώ ​κατατέθηκαν εκ νέου στην ΤτΕ, 

​-​άλλα 11 δισ. ευρώ τα χρησιμοποίησαν για να αποπληρώσουν δάνεια που είχαν λάβει ​​οι ​τράπεζες​ από τη διατραπεζική αγορά, 

​-​ενώ 12​ δ​ι​σ​ .ευρώ τα τοποθέτησαν σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.

 Στην τελευταία τοποθέτηση τους σε κρατικούς τίτλους κρύβεται εν πολλοίς και το μυστικό της επιτυχίας των δημοπρασιών που πραγματοποίησε το Υπουργείο Οικονομικών. Το 2020 το Δημόσιο άντλησε από την αγορά μέσω πέντε εκδόσεων ομολόγων 12 δι​σ​.ευρώ. 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε ο ​διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας​,​ τα ομόλογα αυτά βρέθηκαν στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες στη συνέχεια τα χρησιμοποίησαν ως ενέχυρο για να αντλήσουν πρόθεση ρευστότητα από την ΕΚΤ. 

Τούτο κατέστη εφικτό μετά την απόφαση που πήρε πέρυσι τον Μάρτιο η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ με την οποία η ΕΚΤ άρχισε και πάλι να δέχεται κατ΄εξαίρεση τα ομόλογα του Ελληνικού ομολόγου ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης, παρόλο που δεν διαθέτουν επενδυτική βαθμίδα. Η όλη διαδικασία απεδείχθη αρκετά επωφελής και για τις τράπεζες καθώς η ΕΚΤ στην ουσία τις επιδοτεί – ελέω αρνητικών επιτοκίων – για όλη αυτή τη ρευστότητα που τους προσέφερε

Όμως το σχήμα αυτό προφανώς δεν βοηθά την πραγματική οικονομία η οποία στην ουσία καλύπτει σε ένα βαθμό τις ανάγκες ρευστότητας από την επιστρεπτέα προκαταβολή και από τα εγγυημένα μέσω ΤΕΠΙΧ δάνεια του Δημοσίου. Τη μεγαλύτερη πίεση την δέχονται κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. 

​Στη χθεσινή συζήτηση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ​

 Σύμφωνα με τα στοιχεία πυ έδωσε ο Γ. Στουρνάρας κατά τη χθεσινή συζήτηση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα στη Βουλή,  τα νέα δάνεια του 2021 μοιράστηκαν ισομερώς σε μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όμως για τα δάνεια των δεύτερων το Δημόσιο παραχώρησε εγγυήσεις περίπου 1,5 δι​σ​.ευρώ. 

Όσο για τα νοικοκυριά η καθαρή ροή στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ήταν αρνητική κατά περίπου 1 δι​σ​.ευρ​ώ.

Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι τα 58 δισ.ευρώ κόκκινων δανείων που μεταφέρουν στα βιβλία τους οι ελληνικές τράπεζες, αποτελούν τροχοπέδη για μία πιο γενναία πολιτική χορηγήσεων.

 Μάλιστα η κληρονομιά της κρίσης εκτιμάται ότι θα αυξήσει το απόθεμα των δανείων αυτών κατά περίπου 10 δι​σ​.ευρώ

Έτσι παρόλο που οι ευρωπαϊκές αρχές έχουν χαμηλώσει τον πήχη των κεφαλαιακών απαιτήσεων από το 16% στο 11%, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούν ​ακόμη να αξιοποιήσουν το ευνοϊκό αυτό καθεστώς για να μεταφέρουν πόρους στην πραγματική οικονομία. 

 Παράλληλα όπως αποκάλυψε ο ​Γ​. Στουρνάρας οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δισ. ευρώ (8 δ​​ισ. ευρώ σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζών στα επιχειρησιακά τους σχέδια) σε σχέση με τις λεγόμενες ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) το οποίο υποχρεούνται να καλύψουν εντός των επομένων 4- 5 ετών.