Την ανάγκη αποφασιστικής και οριστικής άρσης των εμποδίων που ορθώνουν διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και ομάδες, και τα οποία επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και εμποδίζουν την υλοποίηση νέων επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στο πλαίσιο ομιλίας του στη 2η Ευρω-Αραβική Σύνοδο που πραγματοποιείται στην Αθήνα.
Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε την ανάγκη ολοκλήρωσης της αξιολόγησης έως το τέλος του έτους και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με τον ίδιο, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό απόθεμα «κόκκινων» δανείων, σε συνδυασμό με την ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις με σκοπό τη βελτίωση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών, παραμένουν οι κύριες προκλήσεις για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Ο διοικητής της ΤτΕ ανέλυσε οκτώ βασικά θέματα οικονομικής πολιτικής προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις και να παραμείνει η οικονομία σε μια πορεία διατηρήσιμης ανάκαμψης. Ακολουθεί απόσπασμα από την ομιλία του κ. Στουρνάρα.
1. Προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων και αύξηση της εξωστρέφειας
Όπως προαναφέρθηκε, η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές βελτιώσεις στην Ελλάδα τα τελευταία επτά χρόνια είναι από τις μεγαλύτερες στα χρονικά. Μεταξύ άλλων οφελών, ελαχιστοποίησαν τους κινδύνους, έχουν καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις και έχουν δημιουργήσει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Ωστόσο, η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να καλύψει τις επενδυτικές ανάγκες, οι οποίες, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο πολύ χαμηλών επενδύσεων, είναι σημαντικές, αν και ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού παραμένει χαμηλός σε ορισμένους τομείς. Έτσι, εκτός από την αποκατάσταση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων και στην τραπεζική χρηματοδότηση, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν οι συνθήκες που θα προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, κυρίως ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ).
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις, πέραν του ότι συμβάλλουν στη μείωση του επενδυτικού κενού, προάγουν στενότερους εμπορικούς δεσμούς με χώρες και επιχειρήσεις με τεχνολογίες αιχμής. Αυτό διευκολύνει τη συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις και η συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας συμβάλλουν στην αναβάθμιση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, προωθούν την καινοτομία και βοηθούν στην ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας έτσι την παραγωγικότητα.
Οι εγχώριες και ξένες επενδύσεις και η ενσωμάτωση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας θα αυξήσουν την εξωστρέφεια και θα βελτιώσουν τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών. Αυτό με τη σειρά του θα επιταχύνει την ανακατανομή παραγωγικών πόρων προς τις εξαγωγές και θα αυξήσει το μακροπρόθεσμο δυνητικό προϊόν. Ταυτόχρονα, η παραγωγή αγαθών υψηλής τεχνολογίας και η παροχή υπηρεσιών έντασης γνώσης θα βελτιώσει την ικανότητα της χώρας να διατηρεί και να προσελκύει νέους ταλαντούχους επιστήμονες.
2. Υλοποίηση ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων και βελτίωση των θεσμών
Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, των μεταρρυθμίσεων και της ποιότητας των θεσμών. Οι ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες βρίσκονται σε ώριμη φάση πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα. Προκειμένου να προσελκυστούν τόσο εγχώριες όσο και ξένες επενδύσεις, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει την παραγωγικότητα και την απασχόληση.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι η ορθή λειτουργία των θεσμών έχει σημασία για την οικονομική ανάπτυξη και επιτρέπει στις χώρες να αντεπεξέρχονται σε σημαντικές προκλήσεις, επειδή επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων ώστε να επενδύουν σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής. Όπως έχει επισημανθεί στο σημαντικό έργο των Acemoglu and Robinson (2012), οι θεσμοί μπορούν να αυξήσουν τη συνολική οικονομική ανάπτυξη και να αμβλύνουν τις εισοδηματικές ανισότητες, επειδή εγγυώνται την προστασία των εμπράγματων και των ενοχικών δικαιωμάτων, παρέχοντας κίνητρα για επενδύσεις και καινοτομίες, ενώ το κράτος από την πλευρά του παρέχει επαρκή εκπαίδευση και ποσοτικά και ποιοτικά επαρκείς δημόσιες υποδομές που θα επιτρέψουν στα άτομα και στις επιχειρήσεις να ευδοκιμήσουν.
Ως εκ τούτου, οι αποτελεσματικοί θεσμοί επιτρέπουν την ανάπτυξη και τη μείωση της φτώχειας, ταυτόχρονα όμως ισχύει και το αντίστροφο: η οικονομική και κοινωνική πρόοδος διευκολύνει τη βελτίωση των θεσμών. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα πλην τιμών και κόστους, ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και μειώνουν τον κίνδυνο χώρας, οδηγώντας σε αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Συνεπώς, εκτός από τη μακροοικονομική και δημοσιονομική προσαρμογή, η αυξημένη οικονομική ευελιξία μέσω της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και οι υγιείς θεσμοί οδηγούν σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, ταχύτερη ανάκαμψη μετά από δυσμενείς διαταραχές και υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Οι θεσμοί έχουν βελτιωθεί σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των ετών. Για παράδειγμα, έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά η ανεξαρτησία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της κρίσης δημιουργήθηκαν νέα θεσμικά όργανα και ρυθμιστικές αρχές. Για παράδειγμα, η δημιουργία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου βελτιώνει την εποπτεία των δημόσιων οικονομικών. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά σε διάφορους τομείς.
Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών. Η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών. Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Ως εκ τούτου, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στη μείωση του κόστους συμμόρφωσης στο κανονιστικό πλαίσιο και στη διασφάλιση της προβλεψιμότητας και της σταθερότητας της νομοθεσίας, στη μείωση των εμποδίων εισόδου στους κλάδους δικτύων υποδομών, στο λιανικό εμπόριο και στα ελεύθερα επαγγέλματα, και στην ενίσχυση της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές, είναι σημαντικό να ενισχυθεί ο ρόλος και η διοικητική και οικονομική αυτονομία, καθώς και η λογοδοσία προς τη Βουλή, των αρχών που είναι αρμόδιες για τη ρύθμιση, την εποπτεία και τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στις αγορές.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να υλοποιηθούν συνεπάγονται μικρότερο βραχυπρόθεσμο κόστος σε σχέση με εκείνες που εφαρμόστηκαν νωρίτερα στο πρόγραμμα (δηλ. μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό). Όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν συνέργειες με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί, οι επερχόμενες μεταρρυθμίσεις αναμένεται να αποδώσουν άμεσα καθαρά οφέλη όσον αφορά την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη.
Επιπλέον, οι ευέλικτες οικονομικές δομές και οι καλύτεροι θεσμοί όχι μόνο οδηγούν σε υψηλότερη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, αλλά και μειώνουν την πιθανότητα σοβαρών υφέσεων.
3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Στον τραπεζικό τομέα, ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών εμποδίζουν το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Ήδη έχουν θεσπιστεί όλα τα αναγκαία μέτρα και έχει αναμορφωθεί το κανονιστικό πλαίσιο προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικής και γρήγορης επίλυσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, τα εισερχόμενα στοιχεία δείχνουν μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), γεγονός που οφείλεται κυρίως σε διαγραφές δανείων. Ωστόσο, οι τράπεζες πρέπει να αξιοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να μειώσουν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού και, ειδικότερα, να επιταχύνουν την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για να επιταχυνθεί η μείωση του όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, η νέα πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα πρέπει να καταστεί πλήρως λειτουργική το ταχύτερο δυνατόν. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει επίσης να δοθεί στην αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων και στην εκκαθάριση των μη βιώσιμων. Με αυτό τον τρόπο, θα απελευθερωθούν πόροι που μπορούν να κατευθυνθούν σε νέες και υπάρχουσες υγιείς επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Ο πρόσφατος εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου καθιστά δυνατή τη συνεργασία των τραπεζών με τις εταιρίες διαχείρισης δανείων και με διάφορους μη-τραπεζικούς φορείς και ιδιώτες επενδυτές, όπως επιχειρήσεις ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, για την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων.
4. Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει την υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των αντιπαραγωγικών δαπανών και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου. Αυτό είναι σημαντικό καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η περιουσία του Δημοσίου στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Ο περιορισμός του υπερτροφικού και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα και η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης θα έχουν ως αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών και θα διευκολύνουν τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών. Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία και την προτελευταία θέση όσον αφορά την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις (137η μεταξύ 137 χωρών) και εργασία (136η μεταξύ 137 χωρών).
5. Ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)1 αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας σε όρους απασχόλησης και ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2015, στις ΜΜΕ αντιστοιχούσε το 75,1% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και το 87,3% της απασχόλησης σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (που απασχολούν κάτω από 10 εργαζομένους) συγκέντρωναν το 59,1% της συνολικής απασχόλησης και το 35,9% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Η υψηλότερη συμμετοχή των ΜΜΕ στη συνολική απασχόληση σε σχέση με τη συμμετοχή τους στην ακαθάριστη προτιθέμενη αξία υποδηλώνει ότι υπάρχει πρόβλημα χαμηλής παραγωγικότητας, το οποίο είναι εντονότερο για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Δεδομένης της κυριαρχίας των ΜΜΕ στην ελληνική οικονομία, οι προσπάθειες της πολιτικής θα πρέπει να στοχεύσουν στην παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη συστάδων επιχειρήσεων (clusters), σε συνδυασμό με μέτρα για την προσφορά φθηνής χρηματοδότησης μέσω του τραπεζικού τομέα, των αγορών κεφαλαίου και του επίσημου τομέα με την αξιοποίηση διαφόρων πρωτοβουλιών της ΕΕ. Αυτές οι συντονισμένες προσπάθειες θα δώσουν τη δυνατότητα στις ΜΜΕ να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες και να εκμεταλλευθούν οικονομίες κλίμακας, καθώς θα αποκτήσουν πρόσβαση σε διεθνή δίκτυα διανομής και ξένες αγορές.
6. Άρση διαφόρων εμποδίων στις επενδύσεις
Πέραν της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της μείωσης της φορολογίας, είναι απαραίτητη η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ορθώνουν διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και ομάδες, και τα οποία επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και εμποδίζουν την υλοποίηση νέων επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.
Η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων χάρη στη σταδιακή βελτίωση της οικονομίας και η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα βελτιώσουν το επενδυτικό κλίμα και θα βοηθήσουν την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
7. Προαγωγή της καινοτομίας και αποτελεσματικότερη χρήση του ανθρώπινου κεφαλαίου
Η ανάπτυξη που βασίζεται στην καινοτομία και στηρίζεται στο κεφάλαιο έντασης γνώσης (άυλο κεφάλαιο) είναι κρίσιμη για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Οι προσπάθειες των προηγούμενων ετών, κυρίως μέσω της αξιοποίησης πόρων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία, έχουν οδηγήσει σε μερική βελτίωση των επιδόσεων της χώρας σε πολλούς τομείς, καθώς οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη βρίσκονται σε άνοδο την περίοδο 2011-2016. Οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη έφθασαν τα 1.733 δισεκ. ευρώ ή 0,99% του ΑΕΠ το 2016, από 1.391 δισεκ. ευρώ ή 0,67% του ΑΕΠ το 2011. Παρά τη συνεχιζόμενη άνοδο, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά την ένταση έρευνας και ανάπτυξης σε σύγκριση με τους εταίρους της στην ΕΕ (2,0% του ΑΕΠ).
Ωστόσο, η ανάπτυξη που βασίζεται στην καινοτομία δεν εξαρτάται μόνο από τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, αλλά και από ένα πολύ ευρύτερο φάσμα στοιχείων, όπως οι δεξιότητες και η κατάρτιση των εργαζομένων, οι επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ), η οργανωσιακή τεχνογνωσία, οι βάσεις δεδομένων, ο σχεδιασμός, το επώνυμο προϊόν και διάφορες μορφές διανοητικής ιδιοκτησίας.
Η αποτελεσματικότερη χρήση εγχώριου ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλών δεξιοτήτων απαιτεί την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν την επιχειρηματικότητα. Πρέπει να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις για να αυξήσουν τις επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη ούτως ώστε να βελτιώσουν την ικανότητά τους να καινοτομούν. Τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να συνεργαστούν με τον ιδιωτικό τομέα για την εμπορική εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων και των ιδεών που παράγει η έρευνα. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα προαγάγουν την καινοτομία, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και θα διευκολύνουν τη μετάβαση σε μια οικονομία που βασίζεται στη γνώση.
Η βελτίωση των θεσμών και η εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων θα παράσχουν κίνητρα για την εκκίνηση νέων επενδυτικών προγραμμάτων. Οι νέες επενδύσεις φέρνουν νέες θέσεις εργασίας και, συνεπώς, αναμένεται να διευκολύνουν τη μείωση του ανεπίτρεπτα υψηλού ποσοστού ανεργίας. Όμως, ορισμένα χαρακτηριστικά των μεταρρυθμίσεων και η διαδικασία σταθεροποίησης της οικονομίας μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τη διανομή του εισοδήματος. Γι' αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να δοθεί άμεση στήριξη στους ανέργους και σε όσους έχουν οριακή σύνδεση με την αγορά εργασίας μέσω της εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών της απασχόλησης και μέσω στοχευμένων κοινωνικών μεταβιβάσεων με σκοπό την αντιστάθμιση της προσωρινής απώλειας εισοδήματος και τη μείωση του χρόνου παραμονής στην ανεργία. Μεσοπρόθεσμα πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανεκπαίδευσης ώστε να μπορέσουν να ξαναβρούν οι άνεργοι εργασία, καθώς και στη βελτίωση της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελεί βασική προϋπόθεση για ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς.
8. Αντιμετώπιση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους
Χρειάζονται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Τον Ιούνιο το Eurogroup επιβεβαίωσε εκ νέου την προσήλωσή του στις αρχές που περιέχονταν στη δήλωση του Μαΐου του 2016 και έκανε ειδική αναφορά σε μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν, εφόσον χρειαστεί, για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση που προβλέπει μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον. Εάν υιοθετηθεί, αυτή η πρόταση θα στηρίξει τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας, ιδίως εάν συνδυαστεί με χαμηλότερο δημοσιονομικό στόχο, δηλ. πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ, αντί για 3,5%, και περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης έχει ζωτική σημασία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ενώ συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους. Θα ανοίξει επίσης το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία με τη σειρά της θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές, την επιστροφή περισσότερων καταθέσεων στις τράπεζες και, εν τέλει, την πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.