«Εγγυήσεις» για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, παρέσχε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση της ΔιαΝΕΟσις, επισημαίνοντας πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για κούρεμα καταθέσεων.
«Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα, όμως αυτό που μπορούμε να εγγυηθούμε είναι ότι οι καταθέσεις δεν πρόκειται να πειραχτούν. Αυτή τη στιγμή οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια και προβλέψεις. Εάν ικανοποιήσουν τους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων, τα κεφάλαιά τους θα αυξηθούν και ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας θα ανέβει από το 16% επί του σταθμισμένου ενεργητικού, στο 18%. Οι τράπεζες δεν θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση. Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων είναι πίσω», επισήμανε.
Σε άλλο σημείο ο ίδιος σημείωσε πως «δεν υπάρχει απολύτως κανένας κίνδυνος. Με το βασικό σενάριο οι τράπεζες θα αυξήσουν τα κεφάλαιά τους τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια. Δεν θα χρειαστούν νέα κεφάλαια. Γιατί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων είναι πολύ μεγάλο, αλλά συγχρόνως είναι και πολύ μεγάλη ευκαιρία. Αυτή τη στιγμή τα δύσκολα είναι πίσω μας. Τα κόκκινα δάνεια μπορούν να πληρωθούν από τα κεφάλαια των τραπεζών, από τις προβλέψεις και από τις εξασφαλίσεις τους. Αν τα προσθέσεις όλα μαζί, είναι περίπου όσα είναι και τα κόκκινα δάνεια, άρα λοιπόν υπάρχουν πόροι. Αρκεί να εξασφαλίσουμε ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα πισωγυρίσουμε και θα έχουμε ανάπτυξη.
Και σχολίασε αναφερόμενος στην πολιτική σταθερότητας πως «ο λόγος που η Ελλάδα είναι εδώ «και δεν είμαστε Ιρλανδία ή Κύπρος, είναι ότι κάθε δύο χρόνια έπεφταν κυβερνήσεις που εφάρμοζαν προγράμματα. Ποιος έφταιγε για αυτό; Οι βουλευτές τους. Άρα είναι θέμα ωριμότητας του πολιτικού συστήματος να καταλάβουμε ότι πλέον δεν έχουμε άλλες δυνατότητες. Οι άλλες χώρες μπήκαν σε μνημόνιο και βγήκαν γιατί το πρόγραμμα το έφερε σε πέρας μια κυβέρνηση. Εμείς έχουμε αλλάξει τέσσερις ή πέντε από το 2010 μέχρι σήμερα. Σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που τα δύσκολα είναι πίσω μας. Σε εμάς επαφίεται να βγούμε από την κρίση. Η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και το σύνολο του πολιτικού κόσμου πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία, γιατί αν πάει η οικονομία καλά θα πάνε και οι τράπεζες καλά».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε στην ομιλία του:
Η δημοσιονομική εξυγίανση, παρά το υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, έχει πολύπλευρα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, εφόσον συνεχιστεί και στο μέλλον, πέρα από το θετικό αντίκτυπο στην υποχώρηση του περιθωρίου επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο (fiscal space), που επιτρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, δημιουργώντας κατά αυτόν τον τρόπο κίνητρα για αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης και συμβάλλοντας σε αύξηση του δυνητικού προϊόντος.
Σύμφωνα με προσομοιώσεις του υποδείγματος γενικής ισορροπίας της Τράπεζας της Ελλάδος, τα υψηλότερα μακροχρόνια οφέλη σε όρους ΑΕΠ επιτυγχάνονται, όταν ο δημοσιονομικός χώρος που προκύπτει από τη δημοσιονομική εξυγίανση χρησιμοποιείται για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Παράλληλα, οι προσομοιώσεις αυτές υποδεικνύουν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2010-2015 διαμόρφωσε ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανακατανομή των πόρων προς όφελος των δραστηριοτήτων με εξωστρεφή προσανατολισμό. Συγκεκριμένα, ο όγκος παραγωγής των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε κατά περίπου 5%, ενώ των μη εμπορεύσιμων μειώθηκε κατά περίπου 23%.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα των μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι η αναδιάρθρωση υπέρ των εμπορεύσιμων θα ήταν σημαντικά υψηλότερη (και κατά συνέπεια το βάθος της ύφεσης θα ήταν σημαντικά μικρότερο), αν είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση των δαπανών παρά στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Συγκεκριμένα, η δημοσιονομική προσαρμογή μέσω της μείωσης των κρατικών δαπανών βραχυχρόνια συνεπάγεται μείωση της εσωτερικής ζήτησης και συμβάλλει στη μείωση των τιμών και των αμοιβών, οδηγώντας σε βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τις εξαγωγές και, σε συνδυασμό με τον περιορισμό των εισαγωγών, λόγω περιορισμού του διαθέσιμου εισοδήματος, οδηγεί στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί προϋποθέσεις για ανακατανομή των πόρων υπέρ των διεθνώς εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων.
Αντίθετα, η δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επιδρά αρνητικά στο εισόδημα και τις αποδόσεις των επενδύσεων, επηρεάζοντας τα κίνητρα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για επενδύσεις και εργασία. Στο βαθμό που οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές αυξάνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και τις τελικές τιμές των αγαθών, δημιουργούν πληθωριστικές πιέσεις που επιδρούν αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις εξαγωγές. Ως αποτέλεσμα, η αρνητική επιβάρυνση είναι σχετικά μεγαλύτερη για τις διεθνώς εμπορεύσιμες δραστηριότητες.
Με όσα προανέφερα θέλω να υπογραμμίσω ότι το εύρος και η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, έχει σοβαρές επιπτώσεις και στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Έρχομαι τώρα στο θέμα των μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας και της απασχόλησης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2014 αναμένεται να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 5,6% περίπου σε ορίζοντα μιας δεκαετίας. Αν συνυπολογιστούν οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ήδη, ή πρόκειται να εφαρμοστούν σύμφωνα με το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, (European Stability Mechanism-ESM), η συνολική αυξητική επίδραση στο πραγματικό ΑΕΠ θα φθάσει περίπου το 13,4% στη δεκαετία και μάλιστα η εκτίμηση αυτή είναι ένα ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν εύκολα να ποσοτικοποιηθούν μεταρρυθμίσεις, όπως πχ η βελτίωση του δικαστικού συστήματος, η αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από αναλύσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι η κυριότερη επίδραση των μεταρρυθμίσεων αφορά την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Ειδικότερα:
· Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας που οδηγούν σε μείωση του μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,5% και σε αύξηση της απασχόλησης και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 3% και 4,5% αντίστοιχα.
· Η αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, μέσω της άρσης ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στη λειτουργία τους, οδηγεί σε μειώσεις του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων. Mια μείωση του περιθωρίου κέρδους των μη εμπορεύσιμων σε μόνιμη βάση κατά 10%, αναμένεται σε ορίζοντα δεκαετίας να οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4% και σε αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών επενδύσεων κατά 3,7% και 7% αντίστοιχα.
· Αναγκαία βεβαίως προϋπόθεση για να προκύψουν τα προαναφερθέντα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία είναι η αξιόπιστη και χωρίς καθυστερήσεις ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αν εκπληρωθούν μόνο τα 2/3 των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στις αγορές υπηρεσιών και εργασίας σε ορίζοντα πενταετίας, τα σωρευτικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις τα τρία πρώτα χρόνια της υλοποίησης σε όρους ΑΕΠ είναι κατά περίπου 4% μικρότερα σε σύγκριση με την περίπτωση όπου το 100% των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων υλοποιούνται μέσα στον ορίζοντα της πενταετίας.
Πρόσθετα μακροχρόνια οφέλη προκύπτουν όταν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν σε μόνιμη βάση την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και τη φορολογική βάση. Συνεπώς, δημιουργούν μέσο-μακροπρόθεσμα πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που επιτρέπει την πιο γρήγορη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
· Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα μακροχρόνια συμπληρωματικά οφέλη για το πραγματικό ΑΕΠ κυμαίνονται μεταξύ 0,5% και 4%, όταν μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και ταυτόχρονα υλοποιούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
· Τα μέγιστα οφέλη της τάξης του 4% προκύπτουν όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στα επιχειρηματικά κέρδη, ακολουθούμενα από οφέλη της τάξης του 1% όταν ο δημοσιονομικός χώρος χρησιμοποιείται για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα από εργασία.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας της οικονομίας. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσω δύο διαύλων: α) την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και β) την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και την αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καθίστανται πιο αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.
Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.
Κλείνοντας, πιστεύω ότι, με βάση τα παραπάνω, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η ελληνική οικονομία έχει σήμερα τις δυνατότητες να περάσει, σχετικά σύντομα, σε μια νέα αναπτυξιακή φάση, εφόσον βέβαια συνεχισθεί με επιτυχία η εφαρμογή του προγράμματος. Στα δεδομένα αυτά θέλω να προσθέσω και τις εύστοχες επισημάνσεις των συγγραφέων για τα «θετικά κεκτημένα» της κρίσης, στα οποία περιλαμβάνουν:
- Την ευρεία πολιτική και κοινωνική συνειδητοποίηση ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε στην υπερχρέωση, ούτε στην αμεριμνησία της προ-μνημονίων περιόδου, όπως αναφέρουν.
- Τη θετική κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων που έχουν πραγματοποιηθεί.
- Τις αναμενόμενες ωφέλειες από την επιτυχή εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος.
- Τη διακομματική συναίνεση στην υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου και τη στήριξη του ευρωπαϊκού δρόμου από ευρείες πολιτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες.