"Φορτώνουν" στον κρατικό προϋπολογισμό την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στην ενέργεια

"Φορτώνουν" στον κρατικό προϋπολογισμό την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στην ενέργεια

Του Γιώργου Φιντικάκη

Να επιβαρύνεται απευθείας το κράτος με το κόστος άσκησης κοινωνικής πολιτικής στην ενέργεια, όπως επιτρέπει η κοινοτική νομοθεσία και συμβαίνει ήδη σε πάρα πολλές χώρες, και όχι οι καταναλωτές, όπως κατά στρεβλό τρόπο εφαρμόζεται δεκαετίες τώρα στην Ελλάδα. 

Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται η τελική πρόταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας προς το υπουργείο Ενέργειας, η οποία εισηγείται ότι πρέπει να επιβαρυνθεί το κράτος με τα 360 εκατ. ευρώ που δικαιούται να ανακτήσει αναδρομικά η ΔΕΗ (σσ: εκείνη διεκδικεί 735 εκατ.) για χρεώσεις Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), ποσά τα οποία η τελευταία ναι μεν έχει πληρώσει κατά τα έτη 2012-2015, δίχως όμως και να τα έχει εισπράξει μέσω αντίστοιχων αυξήσεων στα τιμολόγια. 

Ο καβγάς γίνεται για τις περίφημες ΥΚΩ, που οι καταναλωτές πληρώνουν μέσω των λογαριασμών ρεύματος (σσ: την περίοδο 2012-2015 πληρώσαμε το ιλιγγιώδες ποσό των 2,4 δισ ευρώ), προκειμένου να απολαμβάνουν οι νησιώτες τις ίδιες τιμές ρεύματος με τους υπόλοιπους καταναλωτές, και ταυτόχρονα να παρέχονται στους ασθενέστερους συνανθρώπους μας οι εκπτώσεις του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου.

Το πρόβλημα δεν θα είχε αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις, εφόσον όλα τα προηγούμενα χρόνια οι εκάστοτε υπουργοί Ενέργειας δεν μετακύλυαν τις ετήσιες αυξήσεις των ΥΚΩ για την επόμενη χρονιά, προκειμένου να αποφύγουν το πολιτικό κόστος από τις επιβαρύνσεις στα τιμολόγια. Σαν αποτέλεσμα το πρόβλημα φούσκωσε, και συσσωρεύθηκε ένας λογαριασμός πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, ο οποίος και τώρα εκκαθαρίζεται υπό την πίεση του μνημονίου. 

Στην εισήγησή της λοιπόν η ΡΑΕ, που παρόμοια δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν, προτείνει το κόστος αυτό των "παλιών" ΥΚΩ να το αναλάβει εξ ολοκλήρου η πολιτεία, αντί να επιμερισθεί μέσω σταδιακών αυξήσεων στα τιμολόγια των καταναλωτών κατά την περίοδο 2018-2022. Συγκεκριμένα προτείνει να επιστρέψει το υπ. Οικονομικών στον "Ειδικό Λογαριασμό ΥΚΩ", μέρος από το ποσό του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) που εισπράττει κάθε χρόνο το Δημόσιο από το πετρέλαιο το οποίο χρησιμοποιούν ώστε να δουλεύουν οι πανάκριβες μονάδες ντίζελ της ΔΕΗ στα νησιά. 

Το ποσό δεν είναι αμελητέο, παρά υπολογίζεται σε 180 εκατ ευρώ το χρόνο. Σύμφωνα με την Αρχή, ακόμη και τα μισά χρήματα από τον συγκεκριμένο ΕΦΚ, δηλαδή τα 90 εκατ ευρώ, να μεταφερθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό στον "Ειδικό Λογαριασμό ΥΚΩ", αρκούν ώστε να μην χρειασθούν αυξήσεις στα τιμολόγια. 

Η πρόταση, παρ' ότι συμβατή με το κοινοτικό πλαίσιο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα γίνει αποδεκτή, αφενός από το υπ. Οικονομικών, αφετέρου από τους θεσμούς, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα δημιουργηθεί μια ετήσια "τρύπα" στον κρατικό προϋπολογισμό, που θα πρέπει να καλυφθεί από κάπου αλλού. Αλλά πέρα από την λογιστική διάσταση, η εισήγηση της ΡΑΕ και του προέδρου της, Νίκου Μπουλαξή, είναι ρηξικέλευθη, με την έννοια ότι απαντά στην ρίζα του προβλήματος. 

Σε πολλές χώρες είναι το κράτος μέσω του προϋπολογισμού που ασκεί κοινωνική πολιτική, δηλαδή δεν επιβαρύνονται με τα έξοδα οι ΔΕΚΟ, και κατ'' επέκταση οι πελάτες τους. Εδώ αντίθετα έχουμε μιας ελληνικής εμπνεύσεως πολιτική, με την ΔΕΗ, που παρ' ότι εισηγμένη ανώνυμη εταιρεία, υποχρεούται κάθε χρόνο να ασκεί εκείνη την κοινωνική πολιτική του κράτους, διεκδικώντας μετά τα χρήματα μέσω αυξήσεων στα τιμολόγια. Χώρια που ακριβώς επειδή πολλοί καταναλωτές δεν πληρώνουν πλέον λογαριασμούς, η επιχείρηση υποχρεούται να κάνει τις απαραίτητες δαπάνες ακόμη και αν δεν εισπράττει στο τέλος τα χρήματα.

Στην πραγματικότητα η συζήτηση για τις ΥΚΩ καταδεικνύει με πόσο στρεβλό τρόπο οι ελληνικές κυβερνήσεις ασκούν διαχρονικά "κοινωνική πολιτική" στο ρεύμα, πατώντας στις πλάτες της ΔΕΗ, και των καταναλωτών, "ταΐζοντας" παράλληλα διαφόρων ειδών οικονομικά συμφέροντα, δηλαδή το χώρο των πετρελαιοειδών. Τόσα χρόνια, εταιρείες καυσίμων κερδίζουν τεράστια ποσά προμηθεύοντας με ντίζελ τις πετρελαϊκές μονάδες της ΔΕΗ στα νησιά, μόνο και μόνο επειδή καθυστερούν αδικαιολόγητα τα έργα διασύνδεσής τους με την ηπειρωτική χώρα, τα οποία και όταν γίνουν, στην ουσία θα τις καταργήσουν.

Εφόσον η πρόταση της ΡΑΕ δεν γίνει αποδεκτή, τότε τα 360 εκατ. ευρώ για την ανάκτηση των "παλιών" ΥΚΩ θα επιβαρύνουν τους καταναλωτές, μέσω αυξήσεων στους λογαριασμούς και σε ορίζοντα πενταετίας. Δηλαδή από το 2018 ως το 2022. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ΡΑΕ εισηγείται το κύριο βάρος των αυξήσεων να "πέσει" στην περίοδο μετά το 2020. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος του ποσού να ανακτηθεί οπισθοβαρώς, με την λογική ότι στο μεταξύ θα έχουν διασυνδεθεί με την ηπειρωτική χώρα οι Κυκλάδες και πιθανόν η Κρήτη, και επομένως οι τότε τρέχουσες ΥΚΩ, δηλαδή των ετών μετά το 2020, θα έχουν ελαττωθεί. 

Κοινωνική πολιτική αλλά με αυστηρά κριτήρια

Ανεξάρτητα αν γίνει ή όχι δεκτή η εισήγηση της ΡΑΕ, θα πρέπει να "διαβασθεί" ως προάγγελος αλλαγών για την από εδώ και πέρα άσκηση κοινωνικής πολιτικής στην ενέργεια. Μιλώντας τον περασμένο Απρίλιο στην Βουλή, ο επικεφαλής της Αρχής, Νίκος Μπουλαξής, είχε πει ότι με το λεγόμενο "χειμερινό πακέτο- winter package" για την ενεργειακή ένωση που είχε παρουσιάσει στα τέλη του 2016 η Κομισιόν, τέτοιου είδους χρεώσεις κοινωνικής πολιτικής θα πρέπει στο εξής να ξεχωρίσουν από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό της κάθε χώρας. 

Ταυτόχρονα, και η επικείμενη λειτουργία του υπερ-Ταμείου, στο οποίο και θα μεταβιβαστεί το 34% της ΔΕΗ, βάζει ένα είδους "κόφτη" στον στρεβλό τρόπο με τον οποίο ασκείται η κοινωνική πολιτική των ΔΕΚΟ στην Ελλάδα. Στο τελικό κείμενο του συμπληρωματικού Μνημονίου που έγινε γνωστό τον Μάιο, υπάρχει ρητή αναφορά στην κοινωνική πολιτική των ΔΕΚΟ, που θα πρέπει να γίνεται όχι στις πλάτες των καταναλωτών, προκειμένου να αποφεύγονται κάθε είδους καταχρήσεις. "Για κάθε είδους κοινωνική πολιτική που θα υλοποιεί μια ΔΕΚΟ, θα πρέπει να υπάρχει πλήρης αποτίμηση και τιμολόγηση του έργου, στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας και των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, προκειμένου να αποφεύγεται η υπερκοστολόγηση, δηλαδή η υπέρμετρη επιβάρυνση των πελατών της. Το κείμενο αναφέρει μάλιστα ότι "για κάθε ανάθεση στις ΔΕΚΟ υπηρεσίας άσκησης κοινωνικής πολιτικής μέσω του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του υπερ-Ταμείου, (και εφόσον αυτές δεν προκύπτουν από την νομοθεσία ή το καταστατικό τους), τότε η κρατική επιχείρηση θα αποζημιώνεται πλήρως από το κράτος για το κόστος της, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους".

Τι αλλάζει με τις χρεώσεις ΥΚΩ

Αλλαγές φέρνει η εισήγηση της ΡΑΕ και σε αυτές καθ' εαυτές τις χρεώσεις ΥΚΩ στα τιμολόγια ρεύματος, όπου το σημερινό καθεστώς οδηγεί σε σοβαρές στρεβλώσεις, καθώς ακόμη και μια μικρή υπέρβαση στις κλίμακες κατανάλωσης, συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση τους λογαριασμούς των καταναλωτών. Και αυτό καθώς σήμερα επιβαρύνονται με βάση την τιμολόγηση της επόμενης κλίμακας για το σύνολο της κατανάλωσης. 

Στο εξής αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος χρέωσης. Οταν ο καταναλωτής θα ξεπερνά τις 2.000 κιλοβατώρες, θα χρεώνεται με την χρέωση της υψηλότερης κλίμακας, μόνο για την επιπλέον ποσότητα ρεύματος. Πχ. Αν καταναλώσει 2.300 κιλοβατώρες, θα χρεωθεί με την υψηλότερη χρέωση μόνο για τις επιπλέον 300 kWh. 

Το νέο μοντέλο συνεπάγεται ελάφρυνση, της τάξης των 50-60 ευρώ, για καταναλώσεις από 2.000 έως 4.000 κιλοβατώρες το τετράμηνο. Το σκεπτικό είναι ότι με τον τρόπο αυτό προστατεύεται ο μέσος καταναλωτής όταν έρχεται αντιμέτωπος με απότομες αυξήσεις στην κατανάλωσή του, λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών, όπως ο καύσωνας το καλοκαίρι ή το πολύ κρύο το χειμώνα, όπως ακριβώς συνέβη τον περασμένο χειμώνα.

Επειδή ωστόσο τα χρήματα που θα λείψουν από τον "Ειδικό Λογαριασμό ΥΚΩ", από κάπου θα πρέπει να εισπραχθούν, οι αλλαγές φέρνουν και μικρές αυξήσεις σε όσους κάνουν χαμηλότερες καταναλώσεις. Ο λόγος είναι ότι το συνολικό ποσό των ΥΚΩ είναι συγκεκριμένο. Ετσι, η ΡΑΕ εισηγείται μηδενικές ή οριακές αυξήσεις, (εκτιμάται της της τάξης του 1-2 ευρώ το τετράμηνο) για τους λογαριασμούς με καταναλώσεις έως 2.000 κιλοβατώρες.

Τέσσερις νέες κατηγορίες ΚΟΤ

Αλλαγές έρχονται και στον τρόπο χορήγησης του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου μέσω του οποίου οι δικαιούχοι απολαμβάνουν σήμερα έκπτωση μέχρι 40% στην τιμή του ρεύματος. Το νέο σύστημα αναμένεται να οδηγήσει εκτός ΚΟΤ έναν σημαντικό αριθμό από τους 700.000 καταναλωτές που είναι σήμερα ενταγμένοι στις σημερινές κατηγορίες του. Συγκεκριμένα, η πρόταση της ΑΡΕ μιλά για αυστηρότερα κριτήρια ένταξης στο ΚΟΤ, μαζί με καθιέρωση τεσσάρων κατηγοριών, όπου σε κάθε μια θα αντιστοιχεί και έκπτωση από 20% έως και 80% επί του κανονικού τιμολογίου ρεύματος. Η έκπτωση 80% θα αφορά μόνο όσους δικαιούνται το λεγόμενο "εισόδημα αλληλεγγύης", δηλαδή τους εκατοντάδες χιλιάδες συνανθρώπους μας, που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Εννοείται ότι θα προηγείται αυστηρός έλεγχος, ώστε να μην εισχωρήσουν στο ευνοικό αυτό μέτρο και ευκατάστατοι καταναλωτές. Ταυτόχρονα, και για όλες τις κατηγορίες του "νέου ΚΟΤ", η διαδικασία χορήγησης γίνεται πιο αυστηρή, καθώς εκτός από εισοδηματικά κριτήρια, καθιερώνονται και περιουσιακά (καταθέσεις, ακίνητη περιουσία), πιθανόν ακόμη και το τεκμήριο των αυτοκινήτων που κατέχει μια οικογένεια.

ΔΕΗ: «Η κοινωνική και οικονομική πολιτική πρέπει να ασκείται από το κράτος»

Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, πηγές της ΔΕΗ τονίζουν πως η επιχείρηση «θεωρεί αυτονόητο ότι η κοινωνική και οικονομική πολιτική πρέπει να ασκείται από το κράτος» και συμπληρώνουν πως «δεν είναι νοητό ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και με μνημονιακή υποχρέωση τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά σε επίπεδα κάτω του 50%, να επωμίζεται η επιχείρηση ευθύνες που ανήκουν στην Πολιτεία».

Ειδικότερα οι ίδιες πηγές που επικαλείται το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, υποστηρίζουν πως «αναφορικά με τον ειδικό φόρο καυσίμου τον οποίο πληρώνει η ΔΕΗ για το Diesel και το Μαζούτ των μονάδων παραγωγής των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών η επιχείρηση, προκειμένου να μην επιβαρύνεται η ίδια αλλά και να μειωθούν τα ποσά των ΥΚΩ έχει ζητήσει την απαλλαγή της από το 2005 (!). Αίτημα απολύτως εύλογο καθώς η ίδια η Πολιτεία της έχει αναθέσει την τροφοδοσία των νησιών με τις ίδιες τιμές με αυτές της ηπειρωτικής χώρας. Το αίτημα αυτό της ΔΕΗ δεν έγινε δεκτό από την τότε κυβέρνηση με το αιτιολογικό της αποφυγής… λαθρεμπορίου καυσίμων!!!»

Και σημειώνουν ακόμη ότι «σε ότι αφορά στο κοινωνικό τιμολόγιο η ΔΕΗ φρονεί ότι οι δικαιούχοι καταναλωτές θα πρέπει να επιδοτούνται από το κράτος, π.χ. με ειδικά κουπόνια, και να επιλέγουν τον προμηθευτή της αρεσκείας τους. Με το ισχύον σήμερα καθεστώς οι εν λόγω καταναλωτές, όντας μη ελκυστικοί για τους άλλους προμηθευτές, παραμένουν αποκλειστικά (100%) στη ΔΕΗ. Έτσι αφενός η ΔΕΗ επιβαρύνεται με ποσά της τάξης των 80 εκατ. ευρώ το χρόνο, συνεπεία της υποανάκτησης των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας και της ασυνέπειας μεγάλου μέρους των καταναλωτών αυτών, και αφετέρου υφίσταται ένα ακόμη εμπόδιο στο άνοιγμα της αγοράς, καθώς η ενέργεια που καταναλώνεται για ΚΟΤ είναι της τάξης του 5 – 6% της συνολικής».

Και «σε ότι αφορά στα ποσά που δημοσιεύονται για την ανάκτηση από τη ΔΕΗ των ΥΚΩ από το 2012 και εντεύθεν, η Επιχείρηση επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί και να αξιολογήσει τις επίσημες αποφάσεις της ΡΑΕ» προσθέτουν. Τονίζεται ωστόσο ότι «δημόσιες προσωπικές τοποθετήσεις και διαρροές απάδουν προς το επιβαλλόμενο κύρος και την εγκυρότητα μιας Ανεξάρτητης Αρχής».

 

Φωτογραφία: SOOC