Φορολογικός κόφτης στην ανάπτυξη και το 2017

Φορολογικός κόφτης στην ανάπτυξη και το 2017

Του Βασίλη Γεώργα

Τα 3 δισ. ευρώ νέων φόρων που θα χτυπήσουν την οικονομία από τον Οκτώβριο και για τους επόμενους 14 μήνες είναι η σκληρή πραγματικότητα για πολίτες και επιχειρήσεις και οι επιπτώσεις τους δεν θα αργήσουν να καλύψουν τις φιλόδοξες εξαγγελίες της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για μείωση των φορολογικών βαρών με αντάλλαγμα τις περικοπές δημοσίων δαπανών.

Το ποσό αυτό, είτε πληρωθεί είτε γίνει τροφή για τις νέες γενιές των ληξιπρόθεσμων, θα αποτελέσει βαρίδι για τις αναπτυξιακές προσδοκίες της επόμενης χρονιάς καθώς έρχεται να επικαθίσει σωρευτικά στην υπερφορολόγηση της οικονομίας την τελευταία πενταετία η οποία ακόμη και στα καλύτερα σενάρια, είναι σχεδόν απίθανο να αρχίσει να περιορίζεται πριν το 2019.

Οι φορολογούμενοι έχουν ήδη κληθεί να πληρώσουν περίπου 1 δισ. ευρώ περισσότερους φόρους μέχρι και τον Ιούνιο και είναι εύλογη η ανησυχία είναι ότι τα επερχόμενα φορολογικά μέτρα δεν θα αφήσουν αλώβητη την πραγματική οικονομία, αλλά ούτε και τα δημόσια έσοδα.  Και αυτό επειδή η νέα φουρνιά των επιβαρύνσεων αφορούν ως επί το πλείστον σε αυξήσεις έμμεσων φόρων στα καύσιμα που με τη σειρά τους θα πυροδοτήσουν αλυσιδωτές εκρήξεις τιμών σε μια σειρά από δραστηριότητες και υπηρεσίες όπως η βιομηχανία, η μεταποίηση, η αγροτική παραγωγή οι μετακινήσεις, η θέρμανση, οι εξαγωγές κλπ.

Αρχής γενομένης από την αύξηση κατά 65% του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο από την 1η Οκτωβρίου, εν συνεχεία (15/10) την αύξηση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης και από την πρωτοχρονιά του 2017 σε βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης, υγραέριο κλπ, ο κίνδυνος είναι διπλός. Αφενός η κατανάλωση που επιδρά κατά 80% στο ΑΕΠ, να υποχωρήσει ακόμη χαμηλότερα το 2017 ψαλλιδίζοντας τις δυνατότητες αντιστροφής, και αφετέρου να καεί το σημαντικό πλεονέκτημα που απολαμβάνει η οικονομία, που είναι οι διεθνώς χαμηλές τιμές της ενέργειας.

Για το πραγματικό φορτίο των φόρων του νέου προϋπολογισμού που χτίζεται με άξονα τον στόχο της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 1,75% του ΑΕΠ (3,1 δισ. ευρώ), πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία εκτέλεσης του φετινού.

Στο υπουργείο Οικονομικών και στα επιτελεία των τραπεζών είναι αισιόδοξοι πως παρά τις ενδείξεις κόπωσης στο μέτωπο των φορολογικών εσόδων και την σταθερή αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών στις εφορίες κατά 1 δις. ευρώ το μήνα, το 2016 θα κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 0,8% του ΑΕΠ ή κοντά στο 1,4 δισ. ευρώ. Δηλαδή με σημαντική υπερκάλυψη έναντι του μνημονιακού στόχου για 0,5% του ΑΕΠ (875 εκατ. ευρώ).

Αν ο φετινός στόχος υπερκαλυφθεί, αυτό θα επιτρέψει ενδεχομένως να απελευθερωθούν κάποιοι πόροι προς την οικονομία για το 2017 προκειμένου να υποστηριχθούν οι φιλόδοξες προβλέψεις για ρυθμούς ανάπτυξης 2,7% την επόμενη χρονιά και για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ ή 3 δις. ευρώ.

Αλλά πριν φτάσουμε στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη ότι η φοροδοτική ικανότητα πολιτών και επιχειρήσεων θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται στα βάρη που προστέθηκαν και μονιμοποιήθηκαν τους προηγούμενους μήνες.

Βάρη τα οποία καθιστούν αβέβαιους όχι μόνο τους στόχους της επόμενης χρονιάς, αλλά κυρίως εκείνους του 2018. Όταν σύμφωνα με το πρόγραμμα ο προϋπολογισμός θα πρέπει να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 3,5% ή συνολικό ποσό άνω των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, όχι μέσω νέας αύξησης των φόρων ή της περικοπής δαπανών, αλλά μέσω της υψηλής ανάπτυξης και της αύξησης των εσόδων από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.