Εμπορικός πόλεμος: Οι 90 ημέρες που συγκλονίζουν τον κόσμο 

Εμπορικός πόλεμος: Οι 90 ημέρες που συγκλονίζουν τον κόσμο 

Θα πρέπει να βλέπουμε τον κόσμο όπως πραγματικά είναι και όχι όπως εμείς θα θέλαμε να είναι. Το σημερινό πολυμερές εμπορικό καθεστώς, είτε ενσαρκώνεται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) είτε στις διμερείς συμφωνίες, δημιουργήθηκε για να διευκολύνει την ελεύθερη ροή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων.

Ωστόσο, η αδιάλειπτη επέκτασή του βασίστηκε σε μια κρίσιμη –και συχνά λησμονημένη– υπόθεση: ότι όλοι οι βασικοί παίκτες θα τηρούν παρόμοιους κανόνες ανταγωνισμού, θα σέβονται τη συμμετρική πρόσβαση στις αγορές και δεν θα υποσκάπτουν τη διεθνή ισορροπία μέσω αθέμιτων πρακτικών. Σήμερα, αυτή η υπόθεση έχει καταστρατηγηθεί κατ’ εξακολούθηση.    

Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, απλώς θεωρούν ότι δεν αντέχουν άλλο τους κινδύνους εξάρτησης από προϊόντα που αφορούν την εθνική τους ασφάλεια, και τα κόστη που επιφέρει το $1,2 τρισ. εμπορικό έλλειμα, για αυτό θέλουν να το ξανασχεδιάσουν τουλάχιστον όσον αφορά αυτές,  απομακρύνοντας τις αθέμιτες πρακτικές που ακολουθούν μερικές χώρες για να έχουν εμπορικά πλεονάσματα, όπως: μη‑δασμολογικά εμπόδια, τεχνητή υποτίμηση του νομίσματος, εμπόδια στην αμοιβαία πρόσβαση στο εμπόριο, επιβάλουν δασμούς, επιδοτήσεις στην εργασία και στη βιομηχανία, ευνοϊκά δάνεια σε εξαγωγικές επιχειρήσεις, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων στους κατοίκους τους για να μην εισάγουν αγαθά κλπ. 

Όταν μια χώρα επιβάλει δασμούς  στις εισαγωγές ή κεφαλαιακούς ελέγχους ώστε να μην εισάγουν αγαθά ή υπηρεσίες οι κάτοικοι της και συγχρόνως επιδοτεί τις εξαγωγές· αυτό είναι μια έμμεση και συγκαλυμμένη μορφή τεχνητής υποτίμησης του νομίσματος, δηλαδή μια από τις πιο σημαντικές αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Οι εισαγωγές ακριβαίνουν τεχνητά για τους πολίτες της, ενώ τα δικά της προϊόντα γίνονται φθηνότερα στο εξωτερικό· το εμπορικό της πλεόνασμα διογκώνεται εις βάρος τρίτων χωρών που επιβαρύνονται με ελλείματα.   

Για να έχει εμπορικά πλεονάσματα μια χώρα κάποια άλλη χώρα θα πρέπει να έχει εμπορικά ελλείματα. Το 2024 οι ΗΠΑ είχαν τα μεγαλύτερα εμπορικά ελλείματα $1,2 τρισ. από τα οποία τα $320 δισ. με την Κίνα και τα $240 δισ. με την ΕΕ. Η Κίνα είχε τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα ύψους $1,2 τρισ.
 
Θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός των δασμών που οι ΗΠΑ επιβάλουν σε δύο κατηγορίες:  

i) Γεωπολιτικούς δασμούς που αφορούν την φαρμακοβιομηχανία, βιομηχανία χάλυβα, αλουμινίου, ημιαγωγών κ.λπ.) οι οποίοι είναι μη διαπραγματεύσιμοι δασμοί. Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει μια γεωπολιτικά επικίνδυνη εξάρτηση από βιομηχανικά αγαθά που προέρχονται κυρίως από την Κίνα. Η οικονομική ασφάλεια είναι εθνική ασφάλεια και το αντίστροφο. Εδώ θα ακολουθήσουν προστατευτική πολιτική και δεν θα διαπραγματευτούν την μείωση των δασμών, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.  

ii) Εμπορικούς δασμούς που είναι διαπραγματεύσιμοι και παρουσιάστηκαν ευρέως την 2/4/2025.  Η ανακοίνωση των δασμών της 2 Απριλίου έχουν ως  στόχο να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι χώρες με εμπορικά πλεονάσματα και αντίστοιχα εμπορικά ελλείματα με τις ΗΠΑ.  Η προθεσμία των 90 ημέρων για την έναρξη ισχύος των δασμών, δίνει τον χρόνο στις πλεονασματικές χώρες να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις συνάπτοντάς διμερής συμβάσεις οι οποίες θα αυξάνουν τις εξαγωγές των ΗΠΑ και θα εξαλείφουν ή θα περιορίζουν το εμπορικό έλλειμα και τις αθέμιτες πρακτικές στο εμπόριο μεταξύ αυτών των χωρών. 
  
Οι ΗΠΑ κατέγραψαν το 2024 εμπορικό έλλειμμα περίπου $1,2 τρισ.,  πρόκειται για το 4 % του ΑΕΠ. Παράλληλα το ομοσπονδιακό δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε σε $1,8 τρισ. (περίπου 6,3 % του ΑΕΠ), ενώ το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στα 36 τρισ. – το υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία της χώρας. Ο συνδυασμός αυτών των «δίδυμων ελλειμμάτων» οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο όπου η υπερβάλλουσα κρατική δαπάνη αυξάνει το δημοσιονομικό έλλειμα.  Το κράτος δανείζεται όλο και περισσότερο από το εξωτερικό, όπου το 20 % των ομοσπονδιακών εσόδων κατευθύνεται ήδη στην πληρωμή τόκων.   Οι αυξημένες εισαγωγές για την κάλυψη της αμερικανικής ζήτησης προσθέτουν κι άλλο βάρος στο εμπορικό ισοζύγιο.   

Η αυξημένη κρατική δαπάνη, οδηγεί σε μεγαλύτερο έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, μειώνει το εθνικό ποσοστό αποταμίευσης και αυξάνει το εμπορικό έλλειμμα. Ένα μέρος του ελλείμματος του προϋπολογισμού χρηματοδοτείται ουσιαστικά μέσω της αύξησης του συνολικού ποσού που δανείζονται οι Αμερικανοί από το εξωτερικό αυξάνοντας την εξάρτηση της από τους ξένους δανειστές. 
 
Επομένως, η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι απλώς λογιστικό μέγεθος· αποτελεί προϋπόθεση για βιώσιμες διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Συνεπώς, καμιά εμπορική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πετύχει χωρίς σύγχρονη δημοσιονομική εξυγίανση. Μειωμένες επιδοτήσεις, ανακατεύθυνση πόρων στην παραγωγική επένδυση και ευθυγράμμιση δαπανών-εσόδων είναι αναγκαίες προϋποθέσεις.   
 
Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο μεγαλύτερος οικονομικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ είναι ταυτόχρονα στρατιωτικός ανταγωνιστής. Η Κίνα αποτελεί την πιο ανισόρροπη οικονομία της σύγχρονης ιστορίας, διότι: α) το ποσοστό των εξαγωγών της ως προς το παγκόσμιο εμπόριο είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το ΑΕΠ της, β) η κατανάλωση των νοικοκυριών αντιστοιχεί μόλις στο 38 % του κινεζικού ΑΕΠ (στις ΗΠΑ 68 %), γ) κυριαρχεί ο κρατικά επιδοτούμενος βιομηχανικός τομέας, εις βάρος των υπηρεσιών και της εσωτερικής ζήτησης, καθώς ευνοούν την παραγωγή και τη μεταποίηση έναντι της κατανάλωσης. Σε σχέση με το ποσοστό τους στον παγκόσμιο πληθυσμό και ΑΕΠ, εξάγουν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. 

Αν η Κίνα συνεχίσει να συσσωρεύει τεράστια πλεονάσματα  εφαρμόζοντας αθέμιτες πρακτικές στο διεθνές εμπόριο, η παγκόσμια ανισορροπία θα επιδεινωθεί. Ωστόσο, οι ίδιοι οι Κινέζοι αναγνωρίζουν –έστω διστακτικά– την ανάγκη εξισορρόπησης: λιγότερη μεταποίηση, περισσότερη κατανάλωση, ενίσχυση κοινωνικών δικτύων ασφαλείας. Η πιο σημαντική διαπραγμάτευση θα είναι αυτή με την Κίνα.  Οι στόχοι των διαπραγματεύσεων των ΗΠΑ με την Κίνα θα είναι:  α) Κοινή δέσμευση αύξησης κατανάλωσης στην Κίνα με απορρόφηση εξαγωγών από τις ΗΠΑ, β) Σταδιακή απόσυρση κρατικών επιδοτήσεων στην βαριά βιομηχανία και άλλων αθέμιτων πρακτικών, γ) Εξισορρόπηση: η Κίνα στρέφεται προς κατανάλωση· οι ΗΠΑ μειώνουν τη δική τους κατανάλωση και αναβιώνουν μέρος της βιομηχανικής βάσης για λόγους εθνικής ασφαλείας.   
 
Στην παραδοσιακή θεωρία διαπραγματεύσεων, ο «πρώτος που συμφωνεί» εισπράττει τη μεγαλύτερη ωφέλεια. Όσες οικονομίες, λοιπόν, προτείνουν νωρίς συγκεκριμένα βήματα (άνοιγμα αγορών, άρση επιδοτήσεων, ενίσχυση εσωτερικής ζήτησης) θα εξασφαλίσουν ευνοϊκότερους όρους. Για τις χώρες που οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν εντός των 90 ημερών και θα συμφωνηθεί το αρχικό πλαίσιο, θα μειωθούν δραστικά οι υψηλοί δασμοί που ανακοινωθήκαν την 2/4/25. 
 
Η Ιστορία δείχνει ότι τα περισσότερα αυτοκρατορικά συστήματα κατέρρευσαν βίαια: η Βρετανία αποσύρθηκε μεταπολεμικά υπό δημοσιονομική ασφυξία· η σοβιετική οικονομία λύγισε το 1991. Οι ΗΠΑ, όμως, δεν υπήρξαν κλασική αυτοκρατορία. Χωρίς απειλή χερσαίας εισβολής και με προνομιακή γεωγραφία (ήπειρος με ωκεανούς-φυσικά σύνορα), η Αμερική μπορεί να αναδιπλωθεί χωρίς ταπείνωση, αρκεί να:  περιορίσει τις υπερβάλλουσες δαπάνες,  να ανακτήσει μερική βιομηχανική αυτάρκεια σε κρίσιμους τομείς,  και να  επιβάλει αμοιβαιότητα στους εμπορικούς εταίρους.   
 
Η Αμερική βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα στρατηγικής ισορροπίας: ή θα διατηρήσει τον σημερινό ρόλο «καθολικού εγγυητή» και αποδέχεται ασύμμετρα βάρη και συνεχίζει να υπερχρεώνεται, ή περνά σε μια συμμετρική παγκοσμιοποίηση όπου κάθε χώρα μοιράζεται το κόστος και το όφελος όπου τα εμπορικά πλεονάσματα θα περιοριστούν.   
 
Οι δασμοί δεν είναι το κατάλληλο μέσο για την διόρθωση των αθέμητων πρακτικών στο διεθνές εμπόριο, διότι καταστρέφουν τις εξαγωγές και αναγκάζουν τις  κυβερνήσεις  να επιδοτούν τις εξαγωγές. Αν υπάρχει μια υψηλή τεχνητή τιμή στο εσωτερικό, υψηλότερη από την παγκόσμια, κανένας στον κόσμο δεν θα αγοράσει αυτά τα προϊόντα, εκτός κι αν κάποιος του τα πουλήσει στην παγκόσμια χαμηλότερη τιμή. Και για να γίνει αυτό θε πρέπει ο εξαγωγέας να επιδοτηθεί. Έτσι, ένα σύστημα τεχνητά υψηλών τιμών π.χ. στα σιτηρά  στο εσωτερικό, επειδή προστατεύονται από τους δασμούς επί των εισαγωγών, απαιτεί αναγκαστικά ένα σύστημα κυβερνητικών επιδοτήσεων για τις εξαγωγές σιταριού. Αυτό δεν εξυπηρετεί ούτε τον Αμερικανό καταναλωτή, ούτε τον φορολογούμενο, και μακροπρόθεσμα ούτε τον ίδιο τον αγρότη. 
 
Το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, όπως λειτουργεί, είναι δομικά άδικο για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και για κάθε χώρα με χρόνιο εμπορικό έλλειμμα. Οι πρακτικές τεχνητής υποτίμησης, οι αθέμιτες επιδοτήσεις και οι κεφαλαιακοί φραγμοί υπονομεύουν την ισότιμη ανταλλαγή. Ταυτόχρονα, η αμερικανική μακροοικονομική πολιτική υπερδανεισμού ενισχύει την εξάρτηση από ξένα πλεονάσματα.   
 
Αντί για δασμούς, μια νέα συμφωνία τύπου «συμμετρικής εξισορρόπησης» –με αυξημένη κατανάλωση από τις πλεονασματικές χώρες, μειωμένη υπερκατανάλωση από τις ελλειμματικές χώρες και κοινή κατάργηση κρατικών στρεβλώσεων– μπορεί να περιορίσει τις ανισορροπίες χωρίς να χρειαστεί να ξεσπάσουν εμπορικοί πόλεμοι. Προϋπόθεση είναι η ταχεία προσέλευση όλων ή των περισσότερων ελλειμματικών και πλεονασματικών χωρών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια ρεαλιστική δέσμη κανόνων για επιδοτήσεις, νομισματικές πρακτικές και δημοσιονομική διαφάνεια.  Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται. Οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται μόνες τους από την πλευρά των ελλειμματικών χωρών, καθώς οι άλλες ελλειμματικές χώρες δεν χαράσσουν κοινή στρατηγική με τις ΗΠΑ,  αντιμετώπισης του αθέμιτου ανταγωνισμού.   
 
Αν οι διαπραγματεύσεις επιτύχουν, η Αμερική θα μειώσει το δίδυμο έλλειμμά της, θα ανασυγκροτήσει μια ανταγωνιστική –όχι προστατευμένη– μεταποίηση και θα απεξαρτηθεί σταδιακά από ξένες πιστώσεις. Ίσως και άλλες ελλειμματικές χώρες ακολουθήσουν τέτοιες ενέργειες. 

Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, η παγκόσμια οικονομία θα πορευθεί προς νέα πεδία αντιπαράθεσης, όπου τα δασμολογικά και νομισματικά εργαλεία θα υποκαταστήσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
  
Ερώτημα παραμένει τι θα κάνουν οι άλλες ελλειμματικές χώρες για να αντιμετωπίσουν, τον διεθνή αθέμιτο ανταγωνισμό.  Κυρίως τι θα κάνει η ΕΕ για να αντιμετωπίσει τα δικά της εμπορικά ελλείματα και κυρίως το εμπορικό έλλειμα με την Κίνα ύψους $380 δισ., καθώς οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται για να αρθούν οι αθέμιτες πρακτικές του διεθνούς εμπορίου προς αυτές και όχι προς τις άλλες ελλειμματικές χώρες.  

Μήπως οι διαπραγματεύσεις για ένα δίκαιο διεθνές εμπόριο χωρίς αθέμιτες πρακτικές θα έπρεπε να γίνονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ); Άραγε ο ΠΟΕ έχει την δυνατότητα να κάνει τέτοιες διαπραγματεύσεις να πραστατεύσει και τις άλλες ελλειμματικές χώρες από τον αθέμιτο ανταγωνισμό; Και εάν έχει την δυνατότητα γιατί δεν απέτρεψε μέχρι τώρα τέτοιες αθέμιτες πρακτικές; Γιατί δεν αναλαμβάνει κάποια πρωτοβουλία έστω και τώρα; Μήπως τελικά οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλη επιλογή αφού ο ΠΟΕ δεν κάνει σωστά την δουλειά του;

Μήπως και η ΕΕ θα πρέπει να ακολουθήσει παρόμοιες ενέργειες με αυτές των ΗΠΑ για να προστατευθεί από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, αφού ο ΠΟΕ δεν μπορεί να την προστατεύσει; Μέχρι τώρα η ΕΕ κάλυπτε εν μέρει το εμπορικό έλλειμα με την Κίνα των $380 δισ. από το εμπορικό πλεόνασμα των $240 δισ. που είχε με τις ΗΠΑ. Τώρα που θα χαθεί το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος με τις ΗΠΑ, τι θα συμβεί; Και επιπλέον το εμπορικό της έλλειμα με την Κίνα θα διευρυνθεί καθώς ότι η Κίνα δεν πουλάει πλέον στις ΗΠΑ θα το προωθεί στην ΕΕ σε πολύ χαμηλές τιμές. 

Σε μια εποχή βαθιών γεωπολιτικών αναδιατάξεων, η ισορροπία μεταξύ παγκόσμιου εμπορίου, δημοσιονομικής πειθαρχίας και εθνικής ασφάλειας δεν είναι πολιτική πολυτέλεια - είναι υπαρξιακή αναγκαιότητα, όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά για όλες τις χώρες με εμπορικά ελλείματα.  


*Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης και Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.