Ελαιόλαδο: Η ακτινογραφία της αγοράς και η αδυναμία της Ελλάδας να διεισδύσει στις μεγάλες αγορές
Shutterstock
Shutterstock

Ελαιόλαδο: Η ακτινογραφία της αγοράς και η αδυναμία της Ελλάδας να διεισδύσει στις μεγάλες αγορές

Η ελαιοκομική περίοδος 2025 - 2026 θα είναι η δεύτερη στη σειρά με χαμηλές τιμές παραγωγού και σταθερές τιμές στο ράφι των σουπερμάρκετ. Οι περίοδοι  2022-2023 και 2023-2024 συνοδεύτηκαν από την ξηρασία στην Ισπανία, τη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο με 1,5 εκατ. τόνους ετησίως.

Στις δύο αυτές περιόδους η παραγωγή στην Ισπανία δεν ξεπέρασε τους 700.000 τόνους ανά σεζόν και οι τιμές εκτινάχτηκαν παγκοσμίως αφού η ζήτηση δεν ικανοποιούνταν από την προσφορά. Οι τιμές παραγωγού «σκαρφάλωσαν» στα 9,5 ευρώ το κιλό το ελαιόλαδο.

Το 2024 - 2025 η κατάσταση ομαλοποιήθηκε καθώς η παραγωγή της Ισπανίας ανέκαμψε και οι τιμές παραγωγού μειώθηκαν έως και 50% με τα σούπερ μαρκετ όμως να «διορθώνουν» τις τιμές κατά 40%.

Πλέον η περίοδος 2025 - 2026 δείχνει ότι η αγορά έχει σταθεροποιηθεί και οι τιμές παραγωγού θα κυμανθούν μεταξύ 4,5 - 5,5 ευρώ το κιλό και οποιαδήποτε τιμή στο ράφι πάνω από 8,5 ευρώ το κιλό θα θεωρείται αισχροκέρδεια.

Φέτος οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια παραγωγή αναφέρουν ότι η Ισπανία θα φτάσει τους 1.380.000 τόνους. Στη δεύτερη θέση έχει περάσει η Τυνησία με 500.000 τόνους. Στην Τυνησία καλλιεργούν ελιές ακόμη και στην έρημο και τις ποτίζουν με τον υδροφόρο ορίζοντα της ερήμου κάτι το οποίο απαγορεύεται γιατί το νερό αυτό δεν ανανεώνεται αλλά υπάρχει ανοχή από το κράτος. Στην τρίτη θέση είναι η Ιταλία με 300.000 κιλά (+30% σε σχέση με πέρσι) και ακολουθεί το Μαρόκο με 240.000 τόνους (+40%), η Ελλάδα με 220.000 τόνους (-20%), η Τουρκία με 200.000 τόνους και η Πορτογαλία με 180.000 - 200.000 τόνους.

Το 80% των εξαγωγών αφορά σε χύμα ελαιόλαδο

Στην Ελλάδα οι 100.000 τόνοι της παραγωγής καλύπτουν τις ανάγκες της χώρας σε ελαιόλαδο και οι υπόλοιποι 120.000 τόνοι εξάγονται. Οι 100.000 τόνοι διακινούνται κυρίως με τενεκέδες, για αυτό και η πρόσφατη μεγάλη αντίδραση στα σχέδια της κυβέρνησης να επιβάλει φορολογία.

Από τους υπόλοιπους 120.000 τόνους το 80% (96.000 τόνοι) εξάγεται αλλά χύμα. Κυρίως πηγαίνει σε Ισπανία και Ιταλία όπου εκεί το αναμιγνύουν με ντόπια λάδια και το εμφανίζουν ως ισπανικό και ιταλικό. Από τους υπόλοιπους 24.000 τόνους των εξαγωγών το 50% (12.000 τόνοι) χρησιμοποιείται από μεγάλες αλυσίδες του εξωτερικού για παραγωγή private laber ελαιόλαδου με αναγραφή όμως την χώρα προέλευσης του λαδιού και μόνο το άλλο 50% (12.000 τόνοι) εξάγεται ως καθαρόαιμο ελληνικό brand. Πρόκειται για μια τεράστια στρέβλωση που δείχνει την αδυναμία του ελληνικού λαδιού να διεισδύσει στις ξένες αγορές παρά το γεγονός ότι το brand είναι διεθνώς αναγνωρίσιμο και η ετήσια παραγωγή της Ελλάδας την κατατάσσει μέσα στις πέντε πρώτες χώρες στον κόσμο.

 Στην Ελλάδα το  7% της παγκόσμιας παραγωγής 

Η παγκόσμια παραγωγή λαδιού είναι 3 εκατ. τόνοι. Η Ελλάδα με 220.000 τόνους αντιπροσωπεύει το 7% και το ποσοστό αυτό τριπλασιάζεται όταν πρόκειται για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο (το λάδι με τη χαμηλότερη οξύτητα). Αλλά ενώ η Ελλάδα έχει το 7% της παγκόσμιας παραγωγής η παρουσία της στις μεγάλες αγορές που εισάγουν ελαιόλαδο είναι υποπολλαπλάσια.

Στις ΗΠΑ, για τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς εισάγονται ετησίως 300.000 τόνοι, στη Βραζιλία 80.000 τόνοι και στην Ιαπωνία 70.000 τόνοι. Το ποσοστό ελληνικού ελαιόλαδου σε αυτές τις αγορές είναι 4,7% στις ΗΠΑ, 1% στη Βραζιλία και 2,3% στην Ιαπωνία. Μάλιστα το ποσοστό στις ΗΠΑ οφείλεται και στη μεγάλη παρουσία της ομογένειας. Οι Ιταλοί παραμένουν οι κορυφαίοι έμποροι στον κόσμο, αφού εισάγουν λάδι χύμα από Ισπανία και Ελλάδα, κάνουν μίξη, το τυποποιούν και το εξάγουν ως ιταλικό.