Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στα... ψιλά γράμματα έκθεσης για τις ελληνικές τράπεζες την οποία έδωσε χθες στη δημοσιότητα, η Bank of America Merrill Lynch αναφέρεται στον κίνδυνο μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης για τις ελληνικές τράπεζες. Ο εν λόγω κίνδυνος συνδέεται με δύο ενδεχόμενα με αρνητικό αντίκτυπο: α) τη σημαντική επιδείνωση των μακροοικονομικών στοιχείων και β) να ζητήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την επιτάχυνση της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Το πρώτο ενδεχόμενο αποτελεί μέρος ενός δυσμενούς σεναρίου κατά το οποίο η Ελλάδα δεν καταφέρνει να ανακάμψει και η οικονομία παραμένει σε μία θανάσιμη στασιμότητα, σε περιβάλλον πολιτικής αστάθειας και ισχνών οικονομικών επιδόσεων. Αυτό είναι ένα... εύλογο «κακό σενάριο» για την Ελλάδα, όμως οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας δεν είναι οι πρώτοι που το αναφέρουν. Με άλλα λόγια είναι συνηθισμένο να αναφέρεται ως το σενάριο των δυσμενών εξελίξεων.
Το δεύτερο, ωστόσο, ενδεχόμενο που επισημαίνει η BofAML προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Θα μπορούσε η ΕΚΤ να επιδιώξει να «πνίξει» τις ελληνικές τράπεζες, ζητώντας τους να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους από τα «κόκκινα» δάνεια πιο γρήγορα από το τέλος του 2019;
Διότι σε μία τέτοια περίπτωση, είναι δεδομένο ότι χωρίς εκρηκτική ανάπτυξη και ευνοϊκό χρηματοοικονομικό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες θα βρεθούν σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Αφενός δεν θα μπορούν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια μέσω αναδιαρθρώσεων και ενίσχυσης της ικανότητας των δανειοληπτών να τα εξυπηρετούν. Αφετέρου, αν η ΕΚΤ απαιτήσει την επίσπευση του τριετούς πλάνου, είναι βέβαιο ότι θα αναγκαστούν να προβούν σε «αναγκαστικές» πωλήσεις δανείων, που σημαίνει ότι θα πρέπει να βρουν κεφάλαια για να καλύψουν τη διαφορά μεταξύ της τιμής που προσφέρουν τα ξένα funds και της αποτίμησής τους στα βιβλία τους.
Και όλοι γνωρίζουν ότι ακόμη και σήμερα οι ελληνικές τράπεζες πολύ δύσκολα θα κατάφερναν να «σηκώσουν» κεφάλαια από τις αγορές, πόσω μάλλον αν οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί. Το αποτέλεσμα θα είναι να ενεργοποιηθεί ο κανόνας του bail-in που προβλέπει «κούρεμα» καταθέσεων.
Αναλυτές με σημαντική εμπειρία σε τραπεζικά θέματα αλλά και συμμετοχή σε όσα συζητούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για την επόμενη ημέρα του τραπεζικού κλάδου, υποστηρίζουν ότι στην ΕΚΤ υπάρχει ένα βασικό σχέδιο για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
Σύμφωνα με τους ίδιους, το σχέδιο για τις ελληνικές τράπεζες είναι να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις, διαγραφές, ρευστοποιήσεις και εισπράξεις δανείων στο πρώτο μισό του χρονοδιαγράμματος και στη συνέχεια να αρχίσουν τις πωλήσεις, οι οποίες θα εντείνονται προς το τέλος του 2019. Συνολικά, έχουν υπολογιστεί πωλήσεις δανείων ύψους 7,4 δισ. ευρώ. Για να απαιτήσει η ΕΚΤ την αύξηση των πωλήσεων (που είναι ο πιο γρήγορος τρόπος να ξεφορτωθούν δάνεια από τον ισολογισμό) θα πρέπει να υπάρξουν σοβαρές ενδείξεις αποτυχίας των υπόλοιπων εργαλείων και να κινδυνεύει το πλάνο με εκτροχιασμό.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα συμβεί στο χειρότερο σενάριο, καθώς ο Draghi γνωρίζει ότι στην Ελλάδα το bail-in ισοδυναμεί με «κούρεμα» καταθέσεων. Αυτή τη στιγμή, όλη η Ευρώπη λειτουργεί βάσει του βασικού σεναρίου, ενώ ακόμη και στην περίπτωση της Ιταλίας καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να περιοριστεί η χρήση του bail-in.
Η UniCredit, που είναι η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ιταλία, άντλησε 13 δισ. ευρώ από τις αγορές και πούλησε δάνεια 17,7 δισ. ευρώ, σε μία δραστική «κάθαρση». Η Monte Pschi, δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο και αποφασίστηκε μία «προληπτική ανακεφαλαιοποίηση» που περιορίζει το bail-in, με αντάλλαγμα ένα δραστικό σχέδιο αναδιάρθρωσης με απολύσεις και μείωση δαπανών.
Τι έχουν κάνει, τι πρέπει να κάνουν
Για να γλιτώσουν το... στενό μαρκάρισμα της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει μέσα στους επόμενους πέντε μήνες να κάνουν τα αδύνατα δυνατά και να αρχίσουν να μειώνουν «πραγματικά» τα «κόκκινα» δάνεια, ήτοι να πιάνουν πιο δύσκολους στόχους. Ορόσημο θεωρείται το δ'' τρίμηνο του 2017 όταν θα πρέπει να εμφανίσουν συνολική μείωση 3,8 δισ. ευρώ, από τα 7,6 δισ. ευρώ που είναι ο στόχος όλου του έτους. Ο στόχος του 2018 διαμορφώνεται στα 14,9 δισ. ευρώ και του 2019 στα 16,6 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρει η BofAML, είναι πολύ νωρίς να βγάλει κανείς συμπεράσματα για τη συμπεριφορά των ελληνικών τραπεζών, όμως μέχρι στιγμής έχουν διαλέξει διαφορετικούς δρόμους. Η Eurobank, για παράδειγμα, έχει καταφέρει να προβεί στις καλύτερης ποιότητας αναδιαρθρώσεις, που σημαίνει ότι εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων δανείων που περνούν στην κατηγορία των «εξυπηρετούμενων ρυθμισμένων» (41%). Ακολουθεί η ΕΤΕ με 29%, η Alpha Bank με 28% και η Τρ. Πειραιώς με 25%.
Η Alpha Bank είναι η τράπεζα με τις περισσότερες ρυθμίσεις δανείων, καθώς έχει ρυθμίσει το 30% του συνολικού χαρτοφυλακίου. Ακολουθεί η Eurobank με 26%, η ΕΤΕ με 24% και η Τρ. Πειραιώς με 23%.
Σύμφωνα με την BofA, μέσα στους επόμενους 12 μήνες, η Τρ. Πειραιώς είναι αυτή που θεωρείται πιο πιθανό να εκπλήξει θετικά, σε ότι αφορά τις αναδιαρθρώσεις δανείων, από τη στιγμή που από το σύνολο των ρυθμισμένων δανείων, το 57% ανήκει στα μη εξυπηρετούμενα ρυθμισμένα, άρα εμφανίζουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Η Εθνική, τέλος, ενώ ήταν η λιγότερο ενεργητική στις αναδιαρθρώσεις και δεν ήταν η πιο επιτυχημένη σε αυτές, έχει προβεί στις περισσότερες διαγραφές (6,2% των NPEs).
(Φωτογραφία: SOOC)