Ο κίνδυνος επανάληψης του εφιάλτη της κρίσης, τα ορόσημα του νέου έτους και τα μόνιμα βαρίδια που κρατούν πίσω την ανάπτυξη, τα κράτη του ευρωπαϊκού κέντρου στο κατώφλι των ευρωεκλογών, η μετατόπιση της ελληνικής κοινωνίας και η πορεία των κομμάτων ενόψει του πολλαπλά εκλογικού 2019, είναι τα θέματα του πρώτου Δελτίου Ανάλυσης κι Εκτίμησης της νέας χρονιάς του Δικτύου, που υπογράφουν η Δρ. Μαρίλη Μέξη, διευθύντρια και ο Γιώργος Παπούλιας, πολιτικός επιστήμονας και συνεργάτης του Δικτύου.
2019: Χρονιά σταθμός ή εφιάλτης;
Το νέο έτος που μετράει μόλις λίγα 24ωρα είναι έτος εκλογικό σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Από τα αποτελέσματα θα κριθεί η πορεία της Ελλάδας και της Ευρώπης για τα επόμενα χρόνια. Ειδικά για τη χώρα μας, θα φανεί αν θα αποτελέσει το 2019 τον επίλογο της δεκαετούς οικονομικής δυσχέρειας ή αν θα ανοίξει ένα ακόμα, σωρευτικά επώδυνο, κεφάλαιο διατήρησης και επέκτασής της. Αν συνεχιστεί πάντως η οικονομική πολιτική ως έχει, το πιο ενοϊκό σενάριο θα είναι ο στατικός βάλτος της μη ανάπτυξης. Κι αυτό γιατί ήδη πληθαίνουν οι τοποθετήσεις διεθνών αναλυτών, που συμπυκνώνονται στην θέση που εξέφρασε ο Έλληνας πρώην Πρωθυπουργός και καθηγητής Κ. Σημίτης, πως η προσφυγή της Ελλάδας σε νέο δανεισμό από τον ESM θα είναι αναπόφευκτη. Όσο οι πόρτες των αγορών παραμένων κλειστές η πιθανότητα αυτή μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Εξάλλου το ΔΙΚΤΥΟ από τον περασμένο Σεπτέμβριο (Δελτίο αρ. 64)1 είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου μιας νέας χρεοκοπίας. Ας δούμε πως αιτιολογείται αυτή η δυσμενής πρόβλεψη αλλά και ορισμένα χαρακτηριστικά ορόσημα του νέου έτους τα οποία θα διαμορφώσουν κατά κύριο λόγο την πορεία του.
Ελληνική οικονομία: To 2018 έφυγε, ζήτω το… 2010!
Οι πρώτοι μήνες που βρήκαν τη χώρα μας τυπικά εκτός των προγραμμάτων στήριξης, χωρίς δηλαδή πηγή εξωτερικού δανεισμού πέραν των αγορών, παρήλθαν χωρίς να την καταστήσουν ικανή και αξιόπιστη για αυτόνομη έξοδο στις αγορές. Παρά την δεδομένη αποκατάσταση της δημοσιονομικής τάξης με τα συνεχή πλεονάσματα, οι αγορές συνεχίζουν να μην εμπιστεύονται την ελληνική οικονομία ως επενδυτικό πεδίο και μάλιστα με την διαφορά στα επιτόκια του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου να είναι πάνω από τις 410 μονάδες βάσης. Αυτή η διαφορά του Δεκ' 2018, είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2010 που κατέστησε μη βιώσιμη την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και ανάγκασε την χώρα μας να προσφύγει για βοήθεια στο ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους ετέρους. Πέρασαν 8 χρόνια υλοποίησης προγραμμάτων στήριξης, έντονης λιτότητας, ισχυρών δεσμεύσεων και κοινωνικών θυσιών, για να αξιολογείται ξανά η ελληνική οικονομία με την ίδια επισφάλεια που κρινόταν και το 2010!
Η ελληνική κυβέρνηση χρέωσε επιπόλαια την υψηλή απόδοση των ελληνικών ομολόγων στην ιταλική κρίση του φθινοπώρου, η οποία όμως παρήλθε πολύ σύντομα, με αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων και με τα αντίστοιχα ελληνικά να μένουν ανεπηρέαστα.
Εκτός από την βασική αιτία της ελληνικής ιδιαιτερότητας, την οποία είχε περιγράψει ο επικεφαλής του ESM Κ. Ρέγκλινγκ τον Ιούνιο 2017,1 επιβεβαιώνεται η εκτίμησή μας πως τα αίτια της αναξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας παραμένουν αμιγώς εγχώρια και αφορούν την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Ως επιπλέον επιβαρυντικά χαρακτηριστικά των μηνών που πέρασαν από τον «συμβολικό» προηγούμενο Αύγουστο, προστίθεται η επιλογή της κυβέρνησης να διοχετεύσει το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος σε άμεσες χρηματικές παροχές προς στοχευμένες κοινωνικές ομάδες, με κύρια πηγή την υψηλή, άμεση και έμμεση φορολογία. Αν συνυπολογίσουμε σε αυτές και μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που αφορούν την καταβολή υπέρογκων μισθοδοτικών δαπανών του δημοσίου (ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ), κινδυνεύει να ισοπεδωθεί πλήρως ο,τι με τόσο κόπο και αιματηρές θυσίες χτίστηκε κατά την δεκαετία υλοποίησης των προγραμμάτων στήριξης. Η χώρα πληρώνει υψηλότατο κόστος σταθερότητας και αξιοπιστίας, σε επιλογές οι οποίες ενισχύουν την κατανάλωση και τις εισαγωγές, με αδύναμους έως ανύπαρκτους μηχανισμούς ελέγχου της κοινωνικής τους αναγκαιότητας και ταυτόχρονα παρατηρείται τεράστια υστέρηση στις δημόσιες επενδύσεις και σε αναπτυξιακές πολιτικές που θα «γεννήσουν» θέσεις εργασίας και θα επιταχύνουν την υγιή οικονομική ανάκαμψη. Η κυβέρνηση προσφέρει ένα γεύμα με ψάρι, αντί για την βάρκα, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση για ψάρεμα, ώστε η κοινωνία να παράγει και η οικονομία να αναπτύσσεται.
Και βρεγμένοι και… δαρμένοι
Πέραν των σημαντικών περιπτώσεων άνισης και αντιπαραγωγικής ανακατανομής που συνεπάγεται η επιδοματική πολιτική, αν υπολογίσουμε το ύψος των έμμεσων φόρων αλλά και αμετάβλητες νομοθετικές παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, μεγάλο μέρος αυτών των παροχών «κατάσχεται» ξανά από τα εισοδήματα, ακόμα και των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία φορολογικής πολιτικής που δημοσιεύει η ΑΑΔΕ,1 το 2018 το 58,42% επί των φορολογικών εσόδων προήλθε από έμμεσους φόρους όταν το 2014 το ποσοστό αυτό ήταν 53,76%. Με την αύξηση δηλαδή κατά 5% περίπου της μαζικής και κάθετης φορολογίας «επί δικαίων και αδίκων» επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, στην ουσία η κυβέρνηση απορροφά και επαν-εισπράττει την όποια κοινωνική βοήθεια φαίνεται να προσφέρει. Αντίστοιχα, με την εφαρμογή του επανυπολογισμού των προσωπικών διαφορών 2 εκατ. Συνταξιούχων όλων των ταμείων (πλην του ΟΓΑ) με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου πραγματοποιήθηκαν άμεσες μειώσεις από 37 έως και 487 ευρώ, με βάση τα σχετικά ενημερωτικά σημειώματα που απεστάλησαν εντός του περασμένου Δεκεμβρίου. Εν προκειμένω παρατηρούμε δηλαδή την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που και τα λάθος μηνύματα στέλνει σε επενδυτές, αγορές και δανειστές αλλά και στην ουσία συνεχίζει να επιβαρύνει και ναι υπονομεύει περαιτέρω τα εισοδήματα των πολιτών, ακόμα και των πιο αδύναμων!
Τα μόνιμα βαρίδια
Στα παραπάνω δείγματα μη συμμόρφωσης στις απαιτήσεις αξιοπιστίας, ώστε να θεωρείται η ελληνική οικονομία πεδίο πρόσφορο για δανεισμό και ξένες επενδύσεις, συνυπολογίζονται και ορισμένα προβλήματα που «παγιώθηκαν» από το 2015 και μετά:
1) Οι δεσμεύσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ
2) Η οριακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και οι συνεχείς κεφαλαιακές ανάγκες μέχρι την διευθέτηση του ζητήματος των κόκκινων δανείων, μαζί με τους κεφαλαιακούς ελέγχους που παραμένουν.
3) Ο κίνδυνος να προσφύγει το δημόσιο στην άντληση πόρων από το λεγόμενο «κεφαλαιακό μαξιλάρι» ή cash buffer των 30 δισεκ. για χρήση πέραν από εξόφληση δανείων του ΔΝΤ. Κάτι το οποίο θα στείλει εξαιρετικά αρνητικό μήνυμα στις αγορές.
4) Η απροθυμία για τομές και μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν το επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια.
5) Το κλίμα πολιτικής αστάθειας που προκαλεί η ακραία και διχαστική πολιτική αντιπαράθεση, η οποία δεν επιτρέπει στους εξωτερικούς παρατηρητές την μακροπρόθεσμη προσέγγιση της ελληνικής οικονομίας.
Η εκτίμηση μας είναι πως ο μόνος τρόπος απαλλαγής από τις εγκατεστημένες αυτές παθογένειες, είναι η αντιμετώπιση των κύριων και πραγματικών αιτιών που προκάλεσαν το βάθος και την ένταση της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, στο βαθμό που δεν συνέβη και καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Όσο οι ουσιαστικές λύσεις αναβάλλονται τόσο το ρολόι θα μηδενίζεται και θα επιστρέφουμε ξανά και ξανά σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και χρεοκοπίας.
Δείτε εδώ αναλυτικά ολόκληρο το Δελτίο Ανάλυσης κι Εκτίμησης της νέας χρονιάς του Δικτύου.