Δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη χώρα

Δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη χώρα

Του Γιώργου Φιντικάκη

Στην Ελλάδα η πλειοψηφία της κοινωνίας συνεχίζει να θεωρεί φυσιολογικό μια μεγάλη επένδυση, εν προκειμένω το Ελληνικό, να βρίσκεται στο μηδέν τρία χρόνια μετά την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας.

Ούτε την ξενίζει όταν ακούει έναν υπουργό, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο να λέει ότι οραματίζεται «χώρους εργασίας, όπου δεν θα κυριαρχεί μόνο η βούληση του εργοδότη», παρ' ότι ο ίδιος καλείται να καταργήσει το δικαίωμα στην απεργία αν δεν συμφωνεί με αυτό το 50% συν ένα των εργαζομένων.

Αν όχι για όλους, αλλά επίσης για ένα μεγάλο ποσοστό, είναι αυτονόητο ένας υπουργός, ο Αλέκος Φλαμπουράρης, να λέει ότι δεν αξιοποιήσαμε το πακέτο Juncker αφού για να ενταχθεί εκεί ένα έργο, απαιτείται business plan, και επειδή κυβερνάμε μόλις δύο χρόνια, αυτά δεν γίνονται από την μια ημέρα στην άλλη.

Τέτοιες περιπτώσεις μιας κοινωνίας, όπου η στασιμότητα θεωρείται κατάκτηση και όπου το παράδειγμα το δίνει η ίδια η κυβερνώσα παράταξη, βρίσκει αν ψάξει κανείς πολλές. 

Όχι, δεν είναι ότι έχουμε εθιστεί στο σουρεαλισμό της ελληνικής πραγματικότητας. Είναι ότι για πολλούς ακόμη, το ζητούμενο δεν είναι μια καινούργια χώρα, αλλά να πάρουν πίσω εκείνη την Ελλάδα που έχασαν. Και η κυβέρνηση κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να συντηρεί τέτοιες αντιλήψεις. Ίσως να έχει καταλάβει πως ακόμη και κάτι καινούργιο, προκειμένου να πετύχει στην Ελλάδα, χρειάζεται να μοιάζει με παλιό.

Το μήνυμα αυτό περνάει η υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Όλγα Γεροβασίλη όταν δικαιολογεί την άρνηση των δημοσίων υπαλλήλων να αξιολογηθούν, λέγοντας ότι το κάνουν επειδή έχουν τραυματικές εμπειρίες, καθώς κάποιοι παλαιότερα είχαν απολυθεί. Τι και αν είναι γνωστό πως δίχως ένταξη στα μνημόνια το κράτος θα είχε χρεοκοπήσει και δεν θα υπήρχαν σήμερα χρήματα για να πληρωθούν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων.

Το ίδιο μήνυμα περνάει ο πατέρας ενός υπουργού (Στέλιος Παπάς) όταν αναλαμβάνει ένα δημόσιο οργανισμό βουλευτής, όπως φυσικά και ο βουλευτής (Γιάννης Τραγάκης), όταν αντιμετωπίζει την έδρα του ως οικογενειακή περιουσία.

Το ίδιο ισχύει με τη φοροδιαφυγή. Στην πατρίδα μας, μπορεί να γκρινιάζουμε, αλλά τελικά θεωρούμε φυσιολογικό οι γιατροί και δικηγόροι να μη βάζουν POS επικαλούμενοι τα προσωπικά δεδομένα των πελατών τους. Αν και γνωρίζουμε ότι ο πραγματικός λόγος είναι ότι τα μηχανάκια θα περιόριζαν την φοροδιαφυγή, μάλλον τους ζηλεύουμε που εκείνοι μπορούν, και εμείς όχι. Δεν συμφωνούμε αλλά δεν μας ξενίζουν κιόλας, τα περιστατικά βιαιοπραγιών κατά εφοριακών από ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν την «ατυχία» να ελεγχθούν. Σε άλλες χώρες, τέτοιες συμπεριφορές όχι μόνο θα συνεπάγονταν μεγαλύτερες ποινικές ευθύνες, αλλά και θα συναντούσαν ισχυρότατη καταδίκη από την κοινωνία που θεωρεί αδιανόητο να επιβαρύνεται με τους φόρους όσων δεν τους πληρώνουν.

Σε αυτή λοιπόν τη μη φυσιολογική κατάσταση μοιάζει απολύτως φυσιολογικό, ένα τοποθετημένο κυβερνητικό στέλεχος, η Γενική Γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού Μαρία Βλαζάκη, να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να κηρυχθεί το μισό Ελληνικό αρχαιολογικός χώρος. Τι και αν τον περασμένο Μάιο, το υπουργείο είχε υπογράψει μνημόνιο με την Ελληνικόν Α.Ε. σύμφωνα με το οποίο κάθε φορά που θα βρίσκονται στην έκταση αρχαία, θα ακολουθείται το μοντέλο του «Μετρό της Αθήνας», δηλαδή προστασία των ευρημάτων και ανάδειξή τους, δίχως να παρεμποδίζεται το υπόλοιπο έργο.

Τι και αν η συνεδρίαση-θρίλερ του ΚΑΣ δείχνει ανακολουθία κυβερνητικών λόγων και πράξεων για ένα έργο που υποτίθεται είχε πάρει πάνω του ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Σημασία προφανώς έχει να μην δυσαρεστηθεί ο Σύνδεσμος Ελλήνων Αρχαιολόγων, που ελέγχεται από τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στηρίζει την κα Βλαζάκη και ο οποίος έχει ανδρωθεί με τους πύρινους λόγους του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση κατά του Ελληνικού. 

Αυτά βέβαια συνέβαιναν το 2014, δηλαδή παλιά, όταν οι αυταπάτες ήταν ακόμη στα φόρτε τους. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οι όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες δεν πρόκειται να αποδώσουν καρπούς. Επειδή δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τον ίσκιο του παλιού. Το ζητούμενο για τους πολλούς, δεν είναι να αλλάξει η χώρα, αλλά να συνεχίσουν όπως-όπως να κάνουν την δουλειά τους.

Η κυβερνώσα παράταξη το έχει καταλάβει καλά, και κάνει ότι μπορεί για να δίνει η ίδια το παράδειγμα.