Του Γιώργου Φιντικάκη
Ερμητικά κλειστές κρατούν οι ξένες τράπεζες τις πόρτες χρηματοδότησης για επενδύσεις στην Ελλάδα, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα με εξασφαλισμένη απόδοση, όπως ο Αστέρας Βουλιαγμένης ή τα περιφερειακά αεροδρόμια.
Τραβώντας την «κουρτίνα» πίσω από τις δύο προβεβλημένες ιδιωτικοποιήσεις, δεν βρίσκουμε ούτε μία ξένη εμπορική τράπεζα, παρ' ότι αφορούν και οι δύο τη μοναδική μας βαριά βιομηχανία, τον τουρισμό. Παρ' ότι και οι δύο επενδυτές είναι διεθνείς παίκτες.
Τυχαίο; Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αστέρα Βουλιαγμένης, έργου με καλές εξασφαλίσεις και έσοδα που θα προέρχονται από το εξωτερικό, το σχέδιο ανάπτυξης του οποίου παρουσίασαν χθες οι επικεφαλής του αραβο-τουρκικού σχήματος AGC που έχει αποκτήσει και την έκταση.
Για να φέρουν σε πέρας την επένδυση θα δανειστούν σε «ελληνικό ευρώ». Εξηγούμαστε. Έχουν μέχρι σήμερα καταβάλει 400 εκατ. ευρώ σε Εθνική Τράπεζα και ΤΑΙΠΕΔ για την αγορά της έκτασης του Αστέρα, μαζί με 51 ακόμη εκατ. ευρώ για να αποκτήσουν τις υπόλοιπες μετοχές της Αστήρ Παλλάς. Και βρίσκονται σε συζητήσεις με κονσόρτσιουμ όπου συμμετέχουν όλες οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, προκειμένου με ενέχυρο την αξία των 450 εκατ. ευρώ, να δανειστούν 230 εκατ. ευρώ, για να χρηματοδοτήσουν το επενδυτικό τους πλάνο. Δηλαδή την αναβάθμιση των δύο ξενοδοχείων του Αστέρα (Αρίων, Ναυσικά), την ανάπλαση της μαρίνας, του περιβάλλοντος χώρου και την κατεδάφιση του ξενοδοχείου Αφροδίτη.
Διατίθεται με άλλα λόγια το αραβο-τουρκικό σχήμα να δανειστεί σε υψηλού ρίσκου «ελληνικό ευρώ» και να πληρώσει ένα επιτόκιο, που σύμφωνα με πληροφορίες θα κινείται λίγο κάτω του 5%. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει να προχωρήσει την επένδυση, αφού εναλλακτικές χρηματοδότησης από το εξωτερικό δεν υπάρχουν, ακόμη και για έργα εμβέλειας Αστέρα, στο καλύτερο σημείο της αθηναϊκής ριβιέρας.
Δεν είναι δηλαδή μόνο ότι οι ξένες εμπορικές τράπεζες κλείνουν τη πόρτα όταν ακούν την εθνικότητα της επιχείρησης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, και όταν το έργο βρίσκεται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν ο υποψήφιος δανειολήπτης είναι μεγάλη ξένη εταιρεία, όπως λένε στο liberal.gr στελέχη εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και συμπληρώνουν ότι τα τελευταία χρόνια καμία ξένη τράπεζα, πλην των θεσμικών και αναπτυξιακών, δεν έχει μπει σε ελληνικό έργο.
Η περίπτωση της Fraport
Το παράδειγμα του Αστέρα Βουλιαγμένης δεν είναι το μοναδικό. Στη περίπτωση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων οι Γερμανοί της Fraport που τα ανέλαβαν μαζί με τον όμιλο Κοπελούζο θα καταβάλουν ίδια κεφάλαια 620 εκατ. ευρώ, και θα δανειοδοτηθούν από ένα κονσόρτσιουμ τραπεζών με άλλα 950 εκατ ευρώ. Εξ αυτών, τα 1,23 δισ ευρώ θα δοθούν ως εφάπαξ τίμημα στο ΤΑΙΠΕΔ, και τα υπόλοιπα 330 εκατ ευρώ θα χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια στα αεροδρόμια ως το 2020.
Το δάνειο ωστόσο των 950 εκατ. ευρώ προέρχεται από μια κοινοπραξία αναπτυξιακών τραπεζών. Την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και Ανάπτυξης (EBRD), την International Finance Corporation (IFC) μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ η μόνη εμπορική παρουσία είναι της ελληνικής Alpha Bank.
Με άλλα λόγια, όπως ακριβώς στην περίπτωση του Αστέρα, έτσι και στα αεροδρόμια, οι ξένες τράπεζες δεν μπήκαν στο παιχνίδι. Και ας αφορά η επένδυση των Γερμανών τη μοναδική μας βαριά βιομηχανία – τον τουρισμό- κι ας προέρχεται από το εξωτερικό το 80% των ετησίων εσόδων των εν λόγω αεροδρομίων, κι ας υπάρχει ευρεία διασπορά του κινδύνου, αφού δεν μιλάμε για ένα, αλλά για 14 διάσπαρτους ανά την Ελλάδα αερολιμένες.
Όσο για το επιτόκιο, τόσο στον τουρισμό όσο και στην ενέργεια, λέγεται ότι κινείται λίγο κάτω του 5%, κάτι που δεν συναντάται παρά επιλεκτικά, κυρίως σε μεγάλα έργα διεθνούς προσανατολισμού.
Έχει χρόνια να εμφανιστεί ξένη τράπεζα
Έτσι έχουν σήμερα τα πράγματα με τις χρηματοδοτήσεις. Και δείχνουν κάτι που θα στεναχωρήσει όσους επιμένουν ότι το ρίσκο χώρας δεν αποτελεί πλέον καθοριστικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων. «Εκτός των θεσμικών τραπεζών, έχει να εμφανιστεί αρκετά χρόνια ξένη εμπορική τράπεζα που θα δανείσει χρήματα για επενδύσεις στην Ελλάδα», λέει τραπεζικό στέλεχος.
Πολλών μάλιστα ο φόβος είναι ότι τυχόν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης λόγω των απαιτήσεων για νέα μέτρα από τους δανειστές, θα ενισχύσει περαιτέρω την αρνητική στάση των ξένων τραπεζών. Ότι οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων μέσω των οποίων οι πιστωτές επιχειρούν να δέσουν την Ελλάδα, θα αποδυναμώσουν το ενδεχόμενο περιορισμού του κινδύνου της χώρας.
Και εξηγούν ότι ακόμη και αν κάποια στιγμή στο μέλλον συμφωνηθεί η καλοδεχούμενη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, όσο δεν δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια διαρκή έκρηξη ανάπτυξης και επενδύσεων στην οικονομία και ιδιαίτερα σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους που θα προσελκύσουν «συνάλλαγμα» είναι άτοπο να περιμένει κανείς ότι οι κόποι θα πιάσουν τόπο.
Αν δεν καταστεί δυνατό μέσω των επενδύσεων να μειωθεί σημαντικά το ποσοστό της κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ που από την έναρξη της κρίσης ως σήμερα παραμένει σταθερά κοντά στο 70%, δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα.
Σαν να λέμε, δίχως τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν υπάρχει καμία ελπίδα να βγει η χώρα από τη στασιμομιζέρια της, το τέταρτο Μνημόνιο, αυτό του διπλού νομίσματος, θα έρθει αναπόφευκτα. Η κυβέρνηση το γνωρίζει καλά.