Αποφασίζει για αύξηση επιτοκίων, ΔΝΤ ή capital controls ο Ερντογάν

Αποφασίζει για αύξηση επιτοκίων, ΔΝΤ ή capital controls ο Ερντογάν

«Δεν με ενοχλεί που μου είπες ψέματα. Με ενοχλεί που δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ ξανά», ήταν η φιλοσοφία του Φρίντριχ Νίτσε για το ψέμα. Κάπως έτσι αντιδρούν σήμερα οι αγορές καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική που εφαρμόζει. Αποτέλεσμα είναι να μην πιστεύουν πλέον τίποτα από όσα υπόσχεται για την ανάκαμψη της οικονομίας και το ξεκίνημα ενός ενάρετου κύκλου. 

Γι’ αυτό το λόγο η τουρκική λίρα υποχώρησε χθες προς τα ιστορικά της χαμηλά, πολύ κοντά στο επίπεδο που ανάγκασε τον περασμένο Νοέμβριο τον Τούρκο πρόεδρο να προχωρήσει στην αντικατάσταση τόσο του διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Μουράτ Ουισάλ, όσο και του γαμπρού του και υπουργού Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ

Η τουρκική λίρα έφτασε στις συναλλαγές της Τρίτης στο επίπεδο των 8,46 λιρών/δολάριο, όταν το ιστορικό χαμηλό της 6ης Νοεμβρίου καταγράφηκε στις 8,58 λίρες/δολάριο. Μέσα σε λίγες ημέρες η λίρα έχει χάσει πάνω από το 17% της αξίας της, αποδεικνύοντας ότι η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει ξεμείνει από «πυρομαχικά», ήτοι από συναλλαγματικά αποθέματα.

Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν για την τουρκική οικονομία; Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι μία γενναία αύξηση των επιτοκίων, κάτι που φυσικά θεωρείται αδύνατο από τη στιγμή που η αύξηση των επιτοκίων κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες είναι ο λόγος της απομάκρυνσης του διοικητή της CBRT και σοβαρού τεχνοκράτη στα μάτια των αγορών, Νάτσι Άμπαλ. 

Εκτός και αν ισχύουν οι φήμες σύμφωνα με τις οποίες ο Άμπαλ απομακρύνθηκε γιατί άρχισε να… σκαλίζει οτιδήποτε σχετιζόταν με τις πρακτικές που εφάρμοσε την προηγούμενη διετία ο γαμπρός του Ερντογάν και οδήγησαν στην εξαΰλωση συναλλαγματικών αποθεμάτων ύψους 120 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, η CBRT δαπάνησε συναλλαγματικά αποθέματα άνω των 100 δις. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων swaps με τουρκικές τράπεζες, την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2020, με αποτέλεσμα σήμερα τα διαθέσιμα να είναι αρνητικά. 

Το θέμα έχει φτάσει έως το τουρκικό κοινοβούλιο όπου τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεσαν επίκαιρη ερώτηση για το που πήγαν τα χρήματα αυτά, όμως ο υπουργός Οικονομικών δεν έχει ακόμη απαντήσει. 

Επενδυτικοί οίκοι εκτιμούν ότι η κατρακύλα της λίρας θα συνεχιστεί έως τις 9,5 λίρες ανά δολάριο ή και περισσότερο, κάνοντας ακόμη πιο φτωχούς του Τούρκους, οι οποίοι βλέπουν καθημερινά τις τιμές βασικών αγαθών να ανεβαίνουν και το βιοτικό τους επίπεδο να υποβαθμίζεται.

Στο μεταξύ, το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης σημειώνει πτώση άνω του 10% από την περασμένη εβδομάδα, αν και στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις έχουν γίνει προσπάθειες ανάκαμψης με μικρά κέρδη. Σε μία απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσει τις εκροές κεφαλαίων από τη χώρα, η CBRT θα πραγματοποιήσει τηλεδιάσκεψη με Τούρκους και ξένους επενδυτές την Πέμπτη 1η Απριλίου. Τώρα, αν οι επενδυτές θα πιστέψουν όσα θα τους πει ο νέος διοικητής, Σαχάπ Καβτζίογλου ή θα τα εκλάβουν ως πρωταπριλιάτικο αστείο είναι άλλο θέμα. 

Το περίεργο της υπόθεσης είναι πως αν ο Ερντογάν δεν είχε απολύσει τον Άμπαλ, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα χρειαζόταν άλλη αύξηση των επιτοκίων, καθώς η απόφαση του πρώην κεντρικού τραπεζίτη για αύξηση στο 19% ξεπέρασε τις προσδοκίες των αγορών. Έτσι η λίρα είχε ενισχυθεί σημαντικά και η επενδυτική εμπιστοσύνη επέστρεφε στη χώρα. 

Μέσα σε λίγες ημέρες ο Ερντογάν τα γκρέμισε όλα. Για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του έχει δύο επιλογές. Η μία είναι να μην μειώσει τα επιτόκια στις 15 Απριλίου, αφού είναι ξεκάθαρο πλέον ότι ο ίδιος είναι στην ουσία και κεντρικός τραπεζίτης. Με αυτή την κίνηση θα δείξει ότι η απομάκρυνση του Άμπαλ δεν ήταν θέμα πολιτικής κατεύθυνσης. Όμως όσο η λίρα υποχωρεί τόσο θα πρέπει να προσφύγει σε νέα αύξηση των επιτοκίων για να κατευνάσει το θυμό των αγορών που βλέπουν ότι τις «εξαπάτησε» επιλέγοντας τον περασμένο Νοέμβριο τον Άμπαλ. 

Η άλλη λύση είναι να προσφύγει στο μισητό Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάτι που με τα σημερινά δεδομένα αποκλείεται να συμβεί. Σε αυτή την περίπτωση και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αυξήσει τα επιτόκια, θα αναγκαστεί να επιλέξει τη λύση των capital controls για να σταματήσει η «αιμορραγία». Όλα αυτά θα τα δούμε μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες.